Ο οικονομικός πόλεμος των ΗΠΑ εναντίον της Κίνας – The Analyst
ΔΙΕΘΝΗ

Ο οικονομικός πόλεμος των ΗΠΑ εναντίον της Κίνας

.

Εάν οι Αμερικανοί δεν σχεδιάζουν κάτι ανάλογο με την Ουκρανία εναντίον της Κίνας, χρησιμοποιώντας την Ταιβάν, δύσκολα θα αποφύγουν τη διεκδίκηση της παγκόσμιας ηγεμονίας εκ μέρους της – σημειώνοντας πως σε όρους αγοραστικής δύναμης, το ΑΕΠ της Κίνας είναι ήδη κατά πολύ υψηλότερο των ΗΠΑ, ενώ είναι αναμφισβήτητα η νούμερο ένα βιομηχανική χώρα του πλανήτη. Οι χρηματοπιστωτικές επιθέσεις που δέχεται βέβαια η Κίνα είναι πολύ ισχυρές και επώδυνες – αλλά η δομή της οικονομίας και το είδος της πολιτικής της (κρατικός καπιταλισμός) είναι τέτοια που μάλλον μπορεί να τις αντέξει. Δύσκολα λοιπόν θα κερδίσουν τον οικονομικό πόλεμο οι ΗΠΑ, εάν δεν τον διευρύνουν σε στρατιωτικό, μέσω αντιπροσώπων – κάτι που ελπίζουμε να μη συμβεί ποτέ, επειδή θα ήταν πιθανότατα ο τελευταίος.

.

Ανάλυση

Έχουμε αναφερθεί στους πολέμους του δολαρίου, τεκμηριώνοντας πως ο πόλεμος εναντίον της Ρωσίας είναι ο τρίτος (ανάλυση) – επίσης στο ότι, βιώνουμε διεθνώς τον 3ο Παγκόσμιο Νομισματικό Πόλεμο (ανάλυση). Επειδή όμως γράφονται πάρα πολλά για τα οικονομικά προβλήματα της Κίνας, από ανθρώπους που είτε έχουν άγνοια, είτε εξυπηρετούν συμφέροντα της υπερδύναμης, έχουμε εκφράσει την άποψη ότι, η Κίνα απλά δέχεται μία μεγάλη οικονομική επίθεση εκ μέρους των ΗΠΑ – κάτι που επιβεβαιώνει ο Αμερικανός J. Sachs, με τον απλούστερο δυνατό τρόπο, παρά το ότι η υπερδύναμη το αρνείται.

Σύμφωνα με τον ίδιο, όπως όλα δείχνουν η οικονομία της Κίνας πράγματι εξασθενεί – με κριτήριο το ότι, σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις, ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ της χώρας θα είναι χαμηλότερος από το 5% το 2023. Δηλαδή, κάτω από τις προβλέψεις του περασμένου έτους – ακόμη χειρότερα, πολύ πιο κάτω από τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που είχε καταγράψει η Κίνα, έως τα τέλη της δεκαετίας του 2020.

Τα δυτικά ΜΜΕ πάντως αναφέρονται σχεδόν καθημερινά στο θέμα, με παρόμοιες αιτιολογίες – ισχυριζόμενα πως η επιβράδυνση της Κίνας οφείλεται στην οικονομική κρίση της αγοράς ακινήτων, στη μεγάλη άνοδο των χρεών της κοκ. Αδυνατούν δηλαδή να καταλάβουν ή απλά το αποφεύγουν με στόχο τη χειραγώγηση ότι, ένα μεγάλο μέρος της επιβράδυνσης είναι το αποτέλεσμα των ενεργειών των ΗΠΑ – οι οποίες έχουν σκοπό να περιορίσουν την κινεζική ανάπτυξη, παρά το ότι παραβιάζουν τους κανόνες του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και αποτελούν απειλή για την παγκόσμια ευημερία.

Ειδικότερα, η πολιτική που εφαρμόζεται εναντίον της Κίνας, είναι η συνήθης των ΗΠΑ – ο στόχος των οποίων ήταν ανέκαθεν η αποτροπή του οικονομικού και τεχνολογικού ανταγωνισμού, ενός σημαντικού αντιπάλου.

Η Σοβιετική Ένωση και η Ιαπωνία

Συνεχίζοντας, η πρώτη εφαρμογή αυτής της πολιτικής, ήταν ο τεχνολογικός αποκλεισμός που επέβαλαν οι ΗΠΑ στη Σοβιετική Ένωση – κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Σοβιετική Ένωση ήταν ο δεδηλωμένος εχθρός και σημαντικότερος αντίπαλος των ΗΠΑ – οπότε η πολιτική που εφάρμοσαν, είχε στόχο να εμποδίσει την πρόσβαση των Σοβιετικών σε προηγμένες τεχνολογίες (κάτι που συνεχίζουν σήμερα με τη Ρωσία, αν και δεν τη θεωρούν οικονομικό αντίπαλο αλλά ενεργειακό και στρατιωτικό – οπότε το βασικότερο ήταν ο αποκλεισμός της από τις ευρωπαϊκές αγορές, η επιβολή κυρώσεων και ο πόλεμος δια αντιπροσώπων).

Η δεύτερη εφαρμογή της ίδιας πολιτικής είναι λιγότερο προφανής – με αποτέλεσμα να παραβλέπεται ακόμη και από έμπειρους αναλυτές. Αφορά την Ιαπωνία, όπου στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι ΗΠΑ προσπάθησαν συνειδητά και μεθοδικά να επιβραδύνουν την οικονομική της ανάπτυξη – κάτι που ίσως προκαλεί έκπληξη, αφού η Ιαπωνία ήταν και είναι σύμμαχος τους (ανάλογοι «συνειρμοί» υπάρχουν και για τη Γερμανία σήμερα – ανάλυση).

Εν προκειμένω, εκείνη την εποχή η Ιαπωνία ήταν πολύ επιτυχημένη – αφού οι ιαπωνικές εταιρίες είχαν ξεπεράσει τις αμερικανικές επιχειρήσεις σε βασικούς τομείς, όπως στους ημιαγωγούς, στα ηλεκτρονικά είδη ευρείας κατανάλωσης και στα αυτοκίνητα. Από τα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980 όμως, οι ΗΠΑ μείωσαν τις εισαγωγές τους από την Ιαπωνία, μέσω των ονομαζόμενων «εθελοντικών περιορισμών» που συμφώνησαν μαζί της – αναγκάζοντας ταυτόχρονα την Ιαπωνία να υπερτιμήσει το νόμισμα της, για να καταστήσει τα εξαγωγικά της προϊόντα ασύμφορα.

Έτσι το ιαπωνικό γεν ανατιμήθηκε κατακόρυφα, από περίπου 240 γεν ανά δολάριο το 1985, στα 128 γεν ανά δολάριο το 1988 και στα 94 γεν το 1995 – με αποτέλεσμα να μειωθεί σε μεγάλο βαθμό το μερίδιο αγοράς των ιαπωνικών προϊόντων στις ΗΠΑ, καθώς επίσης γενικότερα οι εξαγωγές της Ιαπωνίας. Ειδικότερα, μεταξύ των ετών 1980 και 1985, οι εξαγωγές της Ιαπωνίας αυξάνονταν με ρυθμό 7,9% ετησίως – μεταξύ του 1985 και 1990 η αύξηση περιορίσθηκε στο 3,5% ετησίως, ενώ μεταξύ 1990 έως 1995 στο 3,3%.

Εξέλιξη του ΑΕΠ της Ιαπωνίας

Λογικά λοιπόν, λόγω της πτώσης των εξαγωγών η Ιαπωνία βυθίστηκε στην κρίση – ενώ πολλές ιαπωνικές επιχειρήσεις αντιμετώπισαν οικονομικές δυσκολίες, η αγορά ακινήτων κατέρρευσε, μεσολάβησε ένα τεράστιο χρηματιστηριακό κραχ και έκτοτε η χώρα ευρίσκεται σε μία διαρκή «αποπληθωριστική στασιμότητα» (γράφημα). Θα μπορούσε βέβαια να υποτιμήσει το νόμισμα της για να τονώσει την ανάπτυξη και να ξεφύγει από την κρίση, αλλά δεν το επέτρεπαν οι ΗΠΑ – κάτι που έχουν διαβεβαιώσει σημαντικοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι της χώρας.

Η Κίνα

Περαιτέρω, η τρίτη εφαρμογή αφορά σήμερα την Κίνα – ξεκινώντας από το ότι, μετά το 2015 περίπου, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ θεωρούν πλέον την Κίνα ως απειλή και όχι ως εμπορικό εταίρο. Το γεγονός αυτό οφείλεται προφανώς στην τεράστια οικονομική επιτυχία της Κίνας (ανάλυση) – ενώ αυτό που ανησύχησε περισσότερο τους Αμερικανούς ήταν η πολιτική «Made in China 2025» που ανακοινώθηκε το 2015.

Σύμφωνα με αυτήν την πολιτική, η Κίνα το 2025 θα ήταν στην πρώτη θέση, όσον αφορά τη ρομποτική, την τεχνολογία πληροφοριών, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και άλλες προηγμένες τεχνολογίες – ενώ την ίδια χρονική περίοδο ανακοίνωσε το δρόμο του μεταξιού. Την πρωτοβουλία δηλαδή «Belt and Road» που είχε σχεδιασθεί για να υποστηρίξει την κατασκευή σύγχρονων υποδομών σε ολόκληρη την Ασία, στην Αφρική και αλλού – χρησιμοποιώντας κυρίως κινεζικά κεφάλαια, εταιρίες και τεχνολογία.

Εν προκειμένω, αντιδρώντας ο πρόεδρος Obama, πρότεινε αρχικά τη δημιουργία μίας νέας εμπορικής ομάδας με τις ασιατικές χώρες, η οποία θα απέκλειε την Κίνα – ενώ αργότερα ο πρόεδρος Trump έκανε ακόμη ένα βήμα, υποσχόμενος στις ασιατικές χώρες άμεσο προστατευτισμό κατά της Κίνας, θυμίζοντας πως κέρδισε τις εκλογές του 2016 με μία «πλατφόρμα» εναντίον της Κίνας.

Μετά την εκλογική νίκη του τώρα, ο Trump επέβαλε μονομερείς δασμούς στην Κίνα, οι οποίοι παραβίαζαν σαφώς τους κανόνες του ΠΟΕ – ενώ για να διασφαλισθεί ότι, ο ΠΟΕ δεν θα αποφανθεί κατά των αμερικανικών μέτρων, οι ΗΠΑ παραβίασαν το διοικητικό του καθεστώς, εμποδίζοντας νέους διορισμούς. Εκτός αυτού, η κυβέρνηση Trump «μπλόκαρε» επί πλέον προϊόντα από κορυφαίες κινεζικές εταιρίες τεχνολογίας, όπως της ZTE και της Huawei – προτρέποντας τους συμμάχους των ΗΠΑ να κάνουν το ίδιο.

Στη συνέχεια, η κυβέρνηση Biden όχι μόνο διατήρησε τους δασμούς που είχε επιβάλει ο Trump κατά της Κίνας, αλλά υπέγραψε επί πλέον νέα εκτελεστικά διατάγματα – για τον περιορισμό της πρόσβασης της Κίνας σε προηγμένες τεχνολογίες ημιαγωγών (εδώ είναι σημαντική η Ταιβάν, ανάλυση) και σε αμερικανικές επενδύσεις.

Παράλληλα, η κυβέρνηση έχει προτρέψει ανεπίσημα τις αμερικανικές εταιρίες να μεταφέρουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους από την Κίνα σε άλλες χώρες – μία διαδικασία που ονομάζεται «friendshoring», σε αντιπαράθεση με το «offshoring». Προφανώς δε, κατά την εφαρμογή όλων αυτών των μέτρων, οι ΗΠΑ αγνόησαν εντελώς τις αρχές και τις διαδικασίες του ΠΟΕ – τον οποίο χρησιμοποιούν μόνο όταν πρόκειται για δική τους ωφέλεια.

Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ αρνούνται κατηγορηματικά πως ευρίσκονται σε οικονομικό πόλεμο με την Κίνα. Εν τούτοις, κατά την παλαιά αμερικανική παροιμία, «εάν κάτι μοιάζει με πάπια, κολυμπάει σαν πάπια και περπατάει σαν πάπια, μάλλον είναι πάπια» – όσο και αν θέλει να το κρύψει κανείς.

Τα αποτελέσματα άλλωστε φαίνονται ήδη από τον περιορισμό των κινεζικών εξαγωγών στις ΗΠΑ – οι οποίες τον Ιανουάριο του 2017 αντιπροσώπευαν το 22% των αμερικανικών εισαγωγών, το 2021 μειώθηκαν στο 19%, ενώ από τον Ιούνιο του 2023 το μερίδιο της Κίνας στις εισαγωγές των ΗΠΑ περιορίσθηκε στο 13%, σημειώνοντας πως μεταξύ του Ιουνίου του 2022 και του Ιουνίου του 2023, οι εισαγωγές των ΗΠΑ από την Κίνα μειώθηκαν κατά 29%! Επομένως είναι λογική η πτώση των εξαγωγών και του ρυθμού ανάπτυξης της Κίνας – ενώ το διεθνές κεφάλαιο φοβάται ανάλογες καταστάσεις με τη Ρωσία, με φυσιολογικό αποτέλεσμα να αποσύρεται από τις κινεζικές μετοχές και από τις επενδύσεις στην Κίνα.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, φαίνεται απίθανο να χαλαρώσει τα εμπορικά και λοιπά εμπόδια που έχει τοποθετήσει στην Κίνα η κυβέρνηση Biden – ιδίως ενόψει των εκλογών του 2024. Εν τούτοις, σε αντίθεση με την Ιαπωνία της δεκαετίας του 1990, η οποία εξαρτιόταν από τις ΗΠΑ όσον αφορά την ασφάλεια της, οπότε ήταν υποχρεωμένη να συμμορφώνεται με τις αμερικανικές απαιτήσεις, η Κίνα μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα τον αμερικανικό προστατευτισμό.

Είναι δηλαδή σε θέση να αυξήσει σημαντικά τις εξαγωγές της στην υπόλοιπη Ασία, στην Αφρική και στη Λατινική Αμερική με διάφορους τρόπους – όπως με την επέκταση του δρόμου του μεταξιού. Υπάρχουν δε πολλές άλλες χώρες που μπορούν να υποστηρίξουν την άνοδο του εμπορίου και την τεχνολογική της πρόοδο – ενώ η συμμετοχή της στους διευρυμένους BRICS+ (ανάλυση), της παρέχει αρκετά άλλα πλεονεκτήματα.

Ως εκ τούτου, εάν οι Αμερικανοί δεν σχεδιάζουν κάτι ανάλογο με την Ουκρανία εναντίον της, χρησιμοποιώντας την Ταιβάν (ανάλυση), δύσκολα θα αποφύγουν τη διεκδίκηση της παγκόσμιας ηγεμονίας εκ μέρους της – σημειώνοντας πως σε όρους αγοραστικής αξίας, το ΑΕΠ της Κίνας είναι ήδη κατά πολύ υψηλότερο των ΗΠΑ (γράφημα), ενώ είναι αναμφισβήτητα η νούμερο ένα βιομηχανική χώρα του πλανήτη.

Οι χρηματοπιστωτικές επιθέσεις που δέχεται βέβαια η Κίνα είναι πολύ ισχυρές και επώδυνες – αλλά η δομή της οικονομίας και το είδος της πολιτικής της (κρατικός καπιταλισμός) είναι τέτοια που μάλλον μπορεί να τις αντέξει. Συμπερασματικά λοιπόν, δύσκολα θα κερδίσουν τον οικονομικό πόλεμο οι ΗΠΑ, εάν δεν τον διευρύνουν σε στρατιωτικό, μέσω αντιπροσώπων – κάτι που ελπίζουμε να μη συμβεί ποτέ, επειδή θα ήταν πιθανότατα ο τελευταίος.

 


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.