.
Μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι για το νέο έτος, γνωρίζοντας όμως πως τίποτα δεν χαρίζεται, αλλά όλα κερδίζονται – με σκληρή δουλειά και με πολύ μυαλό, χωρίς τα οποία δεν πετυχαίνει ποτέ κανείς τίποτα. Η Πρωτοχρονιά πάντως έρχεται πολύ σωστά για να μας θυμίζει κάθε φορά τη μεγάλη διαφορά της διαχρονικότητας του αληθινού από το εφήμερο της ευτέλειας.
.
“Ήδη, σας το είπα. Είναι η βαρβαρότητα. Τη βλέπω να ‘ρχεται μεταμφιεσμένη, κάτω από άνομες συμμαχίες και προσυμφωνημένες υποδουλώσεις. Δεν θα πρόκειται για τους φούρνους του Χίτλερ ίσως, αλλά για μεθοδευμένη και οιονεί επιστημονική καθυπόταξη του ανθρώπου. Για τον πλήρη εξευτελισμό του. Για την ατίμωσή του.
Οπότε αναρωτιέται κανείς: Γιατί παλεύουμε νύχτα μέρα κλεισμένοι στα εργαστήριά μας; Παλεύουμε για ένα τίποτα, που ωστόσο είναι το παν. Είναι οι δημοκρατικοί θεσμοί, που όλα δείχνουν ότι δεν θ’ αντέξουν για πολύ. Είναι η ποιότητα, που γι’ αυτή δεν δίνει κανείς πεντάρα. Είναι η οντότητα του ατόμου, που βαίνει προς την ολική της έκλειψη. Είναι η ανεξαρτησία των μικρών λαών, που έχει καταντήσει ήδη ένα γράμμα νεκρό. Είναι η αμάθεια και το σκότος.
Ότι οι λεγόμενοι «πρακτικοί άνθρωποι» – κατά πλειονότητα, οι σημερινοί αστοί – μας κοροϊδεύουν, είναι χαρακτηριστικό. Εκείνοι βλέπουν το τίποτα. Εμείς το πάν. Που βρίσκεται η αλήθεια, θα φανεί μια μέρα, όταν δεν θα είμαστε πια εδώ. Θα είναι, όμως, εάν αξίζει, το έργο κάποιου απ’ όλους εμάς. Και αυτό θα σώσει την τιμή όλων μας – και της εποχής μας” (Οδυσσέας Ελύτης).
.
Άποψη
Το 2019 ήταν μία ακόμη δύσκολη χρονιά για την Ελλάδα – όπου το άλυτο εκ προμελέτης έγκλημα των μνημονίων της απόλυτης καταστροφής, έχοντας δώσει τη θέση του στην αναλγησία της αντιστροφής του δημοψηφίσματος, στη δολοφονία της ελπίδας των Ελλήνων και στη συνέχεια στην προδοσία της Μακεδονίας, σε μία ημέρα εξευτελισμού και θλίψης για την Ελλάδα, ακολουθήθηκε από το βίαιο εποικισμό της Ελλάδας και από τις απειλές πολέμου εκ μέρους της Τουρκίας.
Εν προκειμένω αισιόδοξοι για το μέλλον δεν μπορούμε να είμαστε εν πρώτοις, μεταξύ άλλων επειδή κανένας δεν έχει τιμωρηθεί για τα εγκλήματα εις βάρος της πατρίδας μας – ούτε καν οι εθνοκτόνοι για την υπογραφή του PSI, το οποίο είναι η πραγματική αφετηρία όλων μας των δεινών. Όπως πολύ σωστά έχει γραφτεί,
«Πρωθυπουργοί και υπουργοί Οικονομικών που συνομολογούν και υπογράφουν έναν δανεισμό της χώρας καταφανώς υπέρτερο των δυνατοτήτων της να αποπληρώσει, με συνέπεια τη δαμόκλειο σπάθη του χρέους που συνεχίζει να κρέμεται απειλητική επάνω από τα κεφάλια μας, τιμωρούνται με ποινές εγκλήματος έσχατης προδοσίας. Η «έσχατη προδοσία» δεν είναι έννοια φορτισμένη με πατριωτικούς συναισθηματισμούς Μεγάλης Ιδέας – αλλά η ρεαλιστική ευθύνη για την αγωνία επιβίωσης, για το μαρτύριο της ανεργίας και για τον εξευτελισμό της ανέχειας κάποιων εκατομμυρίων συνανθρώπων μας».
Όλοι αυτοί έχουν δέσει δυστυχώς χειροπόδαρα την Ελλάδα, σε σημείο που να μην είναι καν σε θέση να αναπνεύσουν οι Έλληνες, ούτε φυσικά να σπάσουν εύκολα τα δεσμά τους – σχετικά πρόσφατα με την ίδρυση και παράδοση του ΥΠΕΡΤΑΜΕΙΟΥ, καθώς επίσης της ΑΑΔΕ στους βαρβάρους. Ενέργειες που συμπληρώθηκαν από τη συνεχιζόμενη με το σχέδιο Ηρακλής συμπαιγνία της κυβέρνησης και των τραπεζών – μέσω της οποίας θα χάσουν τα σπίτια τους δεκάδες χιλιάδες Έλληνες, θύματα της διαφθοράς, της ανικανότητας ή/και της κακοδιαχείρισης των κυβερνήσεων τους.
Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις που έχουν πλέον παγιωθεί, είναι δύσκολο να αντιδράσει κανείς, εάν θέλουμε να παραμείνουμε ρεαλιστές. Μπορεί λοιπόν οι Έλληνες να μας έκαναν την τιμή να εκλέξουν την παράταξη, στην οποία δραστηριοποιηθήκαμε για πρώτη φορά πολιτικά, την Ελληνική Λύση, θεωρώντας πως ήταν υποχρέωση μας να δράσουμε αντί να εκφράζουμε απλά τις απόψεις μας, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο.
Πόσο μάλλον μετά τη διαπίστωση μας, σύμφωνα με την οποία το κόμμα που κυβερνάει αφενός μεν έχει σκύψει δουλικά το κεφάλι απέναντι στη Γερμανία συνεχίζοντας να εφαρμόζει τα μνημόνια και να υπακούει σε έξωθεν εντολές, αφετέρου ψηφίζει ότι θέλει διαθέτοντας την πλειοψηφία των 158 στη Βουλή – χωρίς να δίνει σημασία σε κανέναν.
Καλώς ή κακώς δε, αφού δεν επιτρέπουμε φυσικά στον εαυτό μας να κρίνει τη συλλογική βούληση, οι Έλληνες ψήφισαν κατά 80% περίπου εκείνα τα τρία κόμματα που οδήγησαν την πατρίδα μας στο ικρίωμα – έχοντας την ψευδαίσθηση πως με τα ίδια σάπια υλικά και με το ίδιο πολλαπλά αποτυχημένο πείραμα, θα έχουν άλλο αποτέλεσμα.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια πως δεν πρέπει να αγωνίζεται κανείς, όσο καλύτερα μπορεί, με εκείνα τα μέσα που διαθέτει – κάτι που κάνουμε όλοι εμείς στην Ελληνική Λύση τους τελευταίους έξι μήνες που βρισκόμαστε στη Βουλή. Ο στόχος μας πάντως, ο δικός μου προσωπικός τουλάχιστον αφού δεν είναι σωστό να μιλάει κανείς στο όνομα των άλλων, είναι να προσφέρουμε ότι μπορούμε στη χώρα, έστω λέγοντας απλά την αλήθεια δημόσια, σχετικά με το τι συμβαίνει – χωρίς καμία κομματική σκοπιμότητα και παρά τις εύλογες επιφυλάξεις/αμφιβολίες που έχουν οι Πολίτες απέναντι σε όλα τα κόμματα, ειδικά μετά από τα μαρτύρια που έχουν βιώσει τα τελευταία δέκα χρόνια.
Για το 2020 τώρα τα πράγματα προβλέπονται ακόμη πιο δύσκολα, μεταξύ άλλων στην οικονομία μας που αδυνατεί να αναπτυχθεί, παρά την κατάρρευση του ΑΕΠ μας που προηγήθηκε – αφού η κυβέρνηση δεν έχει κανένα δικό της σχέδιο, κρίνοντας από τον προϋπολογισμό. Ρυθμοί ανάπτυξης του 2% μετά από πτώση 35% (25% συν τη μέση άνοδο της τάξης του 10% των άλλων) είναι εντελώς προσχηματικοί – ενώ το θηριώδες δημόσιο χρέος μας εξυπηρετείται μόνο βραχυπρόθεσμα, αφενός μεν με το ξεπούλημα της κρατικής περιουσίας και τη δήμευση της ιδιωτικής, αφετέρου λόγω των τεχνητά χαμηλών επιτοκίων που ασφαλώς δεν θα διαρκέσουν αιώνια.
Αρκεί να σημειώσει κανείς εδώ πως ενώ το 2009 το ΑΕΠ μας ήταν κατά 120 δις $ υψηλότερο από αυτό της Ρουμανίας, σήμερα είναι 20 δις $ χαμηλότερο (γράφημα) – ενώ δεν χάσαμε μόνο εντός της Ελλάδας αλλά και εκτός, αφού πριν τα μνημόνια η χώρα μας είχε ηγετική θέση σε όλα τα Βαλκάνια, με επενδύσεις που δυστυχώς εξανεμίσθηκαν, όπως αυτές των τραπεζών.
Με δεδομένο δε το ότι, από την οικονομία εξαρτώνται όλα τα άλλα (ανάλυση), όπως η άμυνα, η ασφάλεια, η παιδεία, η υγεία, το δημογραφικό κοκ., είναι φανερό πως εάν δεν αντιστρέψουμε την τάση, εφαρμόζοντας ριζικές λύσεις όσο επώδυνες και αν είναι στην αρχή και με όλα τα ρίσκα που συνήθως συνεπάγονται, θα βαδίζουμε από το κακό στο χειρότερο – ενώ θλιβόμαστε ειλικρινά που η κυβέρνηση συνεχίζει να εμπαίζει τους Έλληνες, όπως στο παράδειγμα της επένδυσης του Ελληνικού, “όπου οι πολυύμνητες μπουλντόζες που θα μπουν θα είναι με δαπάνη του Δημοσίου/της «Ελληνικό Α.Ε.» και όχι της LAMDA, για την αποξήλωση παλιών κατασκευών, έτσι ώστε να σωθούν τα προσχήματα” (πηγή).
Κάτι ανάλογο ισχύει επίσης για τα εθνικά μας θέματα, όπου ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι, «εάν δεν τα βρούμε με την Τουρκία θα προσφύγουμε στη Χάγη» – ενώ εμείς εύλογα αναρωτιόμαστε τι να βρούμε με την Τουρκία; Εμείς παραβιάζουμε τον εναέριο χώρο της και τη θαλάσσια επικράτεια της; Εμείς παρενοχλούμε τους ψαράδες της; Εμείς εισβάλαμε στη βόρεια Κύπρο; Εμείς την τρομοκρατούμε; Εμείς την απειλούμε; Εμείς της στέλνουμε παράνομους μετανάστες για να την αποικίσουμε;
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, είναι ολοφάνερο πως η Ελλάδα ευρίσκεται σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, από πολλές διαφορετικές πλευρές – οπότε η λύση θα είχε ως αφετηρία την αποδοχή αυτής της κατάστασης, μεταξύ άλλων με τη δήλωση της στη διεθνή κοινότητα (ΕΕ, ΟΗΕ), ειδικά όσον αφορά το μεταναστευτικό (ανάλυση). Στα πλαίσια αυτά, η διασπορά ψευδών ελπίδων, όπως συμβαίνει ήδη από το 2010 (πηγή), είναι έγκλημα – σημειώνοντας πως ο ορισμός ενός προβλήματος και η ρεαλιστική αποδοχή του είναι απαραίτητη προϋπόθεση της επίλυσης του, ενώ λύσεις υπάρχουν πάντοτε για όλα τα προβλήματα, ακόμη και στην άκρη του γκρεμού.
Οφείλουμε λοιπόν να είμαστε αισιόδοξοι, ακόμη και όταν δεν βλέπουμε φως στο τούνελ, ειδικά στο ξεκίνημα του νέου έτους – με την ελπίδα πως επιτέλους θα κάνουμε το σωστό, αφού η Ελλάδα έχει όλες τις δυνατότητες να τα καταφέρει, καταπολεμώντας πριν από όλα τη διχόνοια που επικρατεί ανάμεσα μας. Οι Γερμανοί μας οφείλουν πάνω από 300 δις € όπως οι ίδιοι αποδέχονται και θα έπρεπε να διεκδικήσουμε αμέσως (άρθρο), τα ενεργειακά μας αποθέματα αξίζουν πολύ περισσότερα, η γεωπολιτική μας θέση είναι κορυφαία και μπορεί να «εξαργυρωθεί», τα περιουσιακά μας στοιχεία έχουν χάσει πάνω από 1 τρις € αξία που μπορεί να ανακτηθεί, ο πρωτογενής μας τομέας έχει τεράστιες προοπτικές, στη βιομηχανία θα μπορούσαμε να κάνουμε θαύματα ιδίως στην αμυντική (ΕΛΒΟ, ΕΑΒ, ΕΒΟ, Ναυπηγεία), στην υψηλή τεχνολογία επίσης, ο τουρισμός μας σπάει το ένα ρεκόρ πίσω από το άλλο (έσοδα πάνω από 18 δις € το 2019 έναντι 16,1 δις € το 2018), η πολιτιστική μας κληρονομιά είναι κρυμμένος θησαυρός, στη ναυτιλία είμαστε το νούμερο ένα στον πλανήτη χωρίς δυστυχώς να το εκμεταλλευόμαστε, ασφαλώς δεν πρέπει να πουλήσουμε τις ενεργειακές μας επιχειρήσεις (ΔΕΠΑ, ΕΛΠΕ, ΔΕΗ), ούτε τα πολύτιμα δίκτυα μας (ΑΔΜΗΕ, ΔΕΔΔΗΕ) ή τα νερά μας κοκ.
Επομένως μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι για το 2020, γνωρίζοντας όμως πως τίποτα δεν χαρίζεται, αλλά όλα κερδίζονται – με σκληρή δουλειά και πολύ μυαλό, χωρίς τα οποία δεν πετυχαίνει ποτέ κανείς τίποτα. Εύχομαι λοιπόν Καλή Χρονιά σε όλους, με υγεία και ευτυχία – ελπίζοντας πως το 2020 θα είναι πράγματι το έτος που θα αλλάξουμε πορεία, συνειδητοποιώντας πως η προηγούμενη μας έχει ήδη οδηγήσει στην άκρη του γκρεμού και στα πρόθυρα του χάους. Κλείνοντας τα θερμά μου ευχαριστώ στους βουλευτές, στον πρόεδρο, στους επιστημονικούς συνεργάτες, σε όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες, στα μέλη, στους φίλους και στους ψηφοφόρους της Ελληνικής Λύσης για την ευκαιρία που μας έδωσαν να αγωνιστούμε εντός της Βουλής για τα συμφέροντα της πατρίδας μας – όσο τουλάχιστον μας επέτρεψαν οι δυνάμεις μας.