Η δημιουργία και η συσσώρευση των χρεών στην Ευρωζώνη δεν οφείλεται μόνο στους υπηρέτες της ελίτ, ανίκανους ή ανεπαρκείς πολιτικούς – αλλά, επίσης, στη δομή, στις ασυμμετρίες, καθώς επίσης στους μη λειτουργικούς θεσμούς της
(To άρθρο αποτελείται από 3 Σελίδες)
.
“Έξι ολόκληρα χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008, η Ευρωζώνη συνεχίζει να είναι βυθισμένη στο σκοτάδι – με μοναδικά ενδεχόμενα διαφυγής της είτε την εκτύπωση νέων χρημάτων σε μεγάλες ποσότητες, είτε την αύξηση των δημοσίων δαπανών (ελλείμματα στους προϋπολογισμούς), είτε και τα δύο μαζί, όπως στο (μάλλον αποτυχημένο) παράδειγμα των Η.Π.Α.
Οι μεγάλες ερωτήσεις εν προκειμένω είναι βέβαια το πόσο μπορούν να αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες, παράγοντας ελλείμματα που καταλήγουν στο χρέος, σε ήδη υπερχρεωμένα κράτη – πόσο μάλλον εάν δεν ακολουθήσει η προσδοκώμενη ανάπτυξη, όπως στο παράδειγμα της Φιλανδίας (άρθρο). Επίσης, μέχρι ποιό σημείο μπορούν να εκτυπώνονται νέα χρήματα, χωρίς να προκληθεί υπερπληθωρισμός (ανάλυση).
Ειδικά όσον αφορά το δημόσιο χρέος, αυτό που οφείλει πάντοτε να μας απασχολεί είναι το κόστος εξυπηρέτησης του – το οποίο, εάν κάποια στιγμή γίνει πολύ υψηλό, οδηγεί στη χρεοκοπία.
Περαιτέρω, όταν εξετάζουμε γενικότερα έναν υπερχρεωμένο δανειολήπτη, το σημαντικότερο ερώτημα που οφείλουμε να θέσουμε είναι το ποιός τον έχει δανείσει – ποιός κατέχει δηλαδή το χρέος του. Στη συνέχεια, ερευνούμε την οικονομική κατάσταση του δανειστή, καθώς επίσης τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του – όπως το εάν είναι σταθερός ή ασταθής στις αποφάσεις του, εάν πανικοβάλλεται εύκολα ή είναι ψύχραιμος κοκ.
Στο παράδειγμα της Ιαπωνίας, η οποία είναι κάτι περισσότερο από υπερχρεωμένη (πλησιάζει το 250% του ΑΕΠ της), ο βασικότερος δανειστής της (92%) είναι οι Πολίτες, καθώς επίσης οι επιχειρήσεις της – οι οποίοι/ες προτιμούν να αγοράζουν ομόλογα με μηδενική έστω απόδοση, παρά να πληρώνουν φόρους (όπως συνέβαινε στο παρελθόν στη Φλωρεντία). Στην Ευρώπη όμως, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική – αφού ως επί το πλείστον οι δανειστές της είναι οι κυκλοθυμικές «αγορές ομολόγων».
Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε βέβαια πως το δημόσιο χρέος δεν είναι τίποτα άλλο από αναβαλλόμενοι φόροι – με την έννοια ότι μπορεί να επιβληθούν, εάν το χρέος πάψει να χρηματοδοτείται κάποια στιγμή από τις αγορές.
Υπάρχει φυσικά η εναλλακτική λύση: η χρεοκοπία, η οποία επιλέγεται από κάποιες χώρες, με εξωτερικό δανεισμό (Αργεντινή κλπ.). Η επιλογή αυτή βασίζεται κυρίως στο ότι ο λογαριασμός, η πτώχευση δηλαδή, πληρώνεται από τους ξένους επενδυτές. Επίσης στο γεγονός, σύμφωνα με το οποίο οι φόροι μειώνουν την ανάπτυξη – οδηγώντας αργά ή γρήγορα το υπερχρεωμένο κράτος στο ίδιο αποτέλεσμα, με μικρότερους όμως διαθέσιμους πόρους (ιδιωτική και δημόσια περιουσία).
Στην περίπτωση της Ευρωζώνης βέβαια, όπου οι χώρες της έχουν κοινό νόμισμα, ενώ είναι συνδεδεμένες στενά μεταξύ τους, όπως τα συγκοινωνούντα δοχεία, η πτώχευση είναι ακόμη «απαγορευμένος καρπός» – αν και έχουν ληφθεί σιωπηρά κάποια μέτρα, όπως ο «εμπλουτισμός» των ομολόγων με ρήτρα χρεοκοπίας, από το 2013” (άρθρο).
.
Ανάλυση
Στο πρώτο μέρος της ανάλυσης μας είχαμε τεκμηριώσει πως το δημόσιο χρέος μίας χώρας μπορεί να μειωθεί με δύο μόνο τρόπους: είτε όταν ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της είναι υψηλότερος από τα πραγματικά επιτόκια δανεισμού της, είτε όταν τα έσοδα της υπερβαίνουν τις δαπάνες της, σε ποσοστό υψηλότερο από αυτό που τυχόν «υστερεί» ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ της, σε σχέση με τα πραγματικά επιτόκια δανεισμού της.
Υπάρχει βέβαια και ένας τρίτος τρόπος, ο οποίος δεν είναι άλλος από την πώληση των παγίων περιουσιακών της στοιχείων – από τις γνωστές μας αποκρατικοποιήσεις που επιβάλλονται στις αδύναμες χώρες από το ΔΝΤ. Πρόκειται όμως για μία βραχυπρόθεσμη, καταναγκαστική ουσιαστικά και «διαβρωτική λύση», αφού σε μακροπρόθεσμη βάση λείπουν τα κέρδη (μερίσματα, ενοίκια κλπ.) από τις ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις ή τα πωληθέντα πάγια, οπότε μειώνονται τα έσοδα του προϋπολογισμού (ανάλυση).
Περαιτέρω αναδείξαμε τη δυσμενέστερη θέση μίας βυθισμένης σε κρίση χώρας της Ευρωζώνης στο παράδειγμα της Ισπανίας, συγκρίνοντας την με τη Μ. Βρετανία – ανεξάρτητα βέβαια από τα προβλήματα της τελευταίας, τα οποία δεν είναι καθόλου μικρά (ανάλυση). Η σύγκριση ήταν εις βάρος της Ισπανίας, κυρίως για τις εξής δύο αιτίες:
.
(α) Οι Βρετανοί έχουν το δικό τους νόμισμα, τη στερλίνα, το οποίο υποτίμησαν κατά τη διάρκεια της κρίσης σημαντικά – αυξάνοντας τις εξαγωγές τους και ενισχύοντας την ανάπτυξη (ΑΕΠ, δημόσια έσοδα κλπ.). Η Ισπανία, ως μέλος της Ευρωζώνης, δεν είχε αυτή τη δυνατότητα.
Κάτι ανάλογο είχαν κάνει οι Βρετανοί το 1931, μετά τη χρηματιστηριακή κατάρρευση του 1929, εγκαταλείποντας πρώτοι τον κανόνα του χρυσού και υποτιμώντας ουσιαστικά το νόμισμα τους – επιλύοντας την κρίση τους κυρίως εις βάρος της Γαλλίας, η οποία υιοθέτησε την ίδια μέθοδο πολύ αργότερα (1936).
(β) Οι Βρετανοί, έχοντας δική τους κεντρική τράπεζα, μείωσαν δραστικά τα επιτόκια δανεισμού τους, όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί – ενώ δεν υιοθέτησαν τα μέτρα λιτότητας στο βαθμό που το έκανε η Ισπανία, οπότε δεν υπέφερε η οικονομική τους ανάπτυξη.
.
Η εξέλιξη των επιτοκίων της Βρετανίας (πράσινο), των ΗΠΑ (μπλε) και της Ιαπωνίας (κόκκινο).
.
Σαν αποτέλεσμα των παραπάνω, η (τεχνητή) μείωση των επιτοκίων της Ισπανίας που ακολούθησε, πολύ αργότερα δυστυχώς, δεν ήταν αρκετή για να διατηρηθεί το δημόσιο χρέος της σε σταθερό ύψος – κυρίως επειδή η ανάπτυξη παρέμεινε εξαιρετικά χαμηλή.
To άρθρο αποτελείται από 3 Σελίδες (…)