Ευρωπαϊκή συνοχή – Σελίδα 2 – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Ευρωπαϊκή συνοχή

Θεωρήσαμε λοιπόν τον ελεγχόμενο πληθωρισμό (αύξηση της προσφερόμενης ποσότητας των χρημάτων, κατά το παράδειγμα των Η.Π.Α., διατήρηση και κυρίως διάχυση στην αγορά των χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ), σαν μία λύση για να παραμείνει ενωμένη η Ε.Ε. και να βρεθεί ο απαραίτητος χρόνος εξομάλυνσης των σημαντικών εσωτερικών ανισορροπιών της – ταυτόχρονα βέβαια με την, ανταγωνιστικότερη εξαγωγικά, «πληθωριστική υποτίμηση» του νομίσματος της (εν όψει της τεκμηριωμένης πιθανότητας μίας συνεχόμενης, πολλαπλής Ύφεσης, μίας αλλαγής των συσχετισμών παγκοσμίως και μίας περαιτέρω υποτίμησης του δολαρίου).

Εν τούτοις, κάτι τέτοιο δεν συνέβη αφού, όπως φαίνεται στο γράφημα που ακολουθεί, η ΕΚΤ (πράσινη γραμμή), μετά από μία μικρή αύξηση της ποσότητας χρήματος, τη μείωσε στη συνέχεια – σε πλήρη αντίθεση με την Τράπεζα της Αγγλίας (μπλε σκούρο) με την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας (γαλάζιο) και τη Fed. Ακόμη και η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας ακολούθησε τελικά (κόκκινη γραμμή), αν και με μεγάλη καθυστέρηση (ουσιαστικά το 2012).

.

Γράφημα

.

Με έναν τέτοιο τρόπο ήταν σχετικά ευκολότερο να θεραπευθούν οι ανισορροπίες των Ευρωπαϊκών Οικονομιών, υπό τις παρακάτω προϋποθέσεις:

.

(α)  Να υπάρξει ένα είδος κεντρικής κατεύθυνσης, ένας συντονισμός καλύτερα, όσον αφορά τους επιχειρηματικούς κλάδους δραστηριοποίησης και τις ενέργειες «αλληλοεπικάλυψης» των επί μέρους Οικονομιών.

Για παράδειγμα, η Ελλάδα να επικεντρώσει τις επενδύσεις της στην υψηλής ποιότητας γεωργία (βιολογική καλλιέργεια, παραδοσιακά προϊόντα κλπ), στον τουρισμό (η χρονική διάρκεια του οποίου πρέπει πάση θυσία να αυξηθεί, έτσι ώστε να γίνεται σωστή εκμετάλλευση των υποδομών και ορθολογική αξιοποίηση των εργαζομένων – μία βασική πηγή «εποχιακής ανεργίας», η οποία επιβαρύνει δυσανάλογα τον προϋπολογισμό) και στη ναυτιλία («καθετοποίηση» της με τα λιμάνια και τις μεταφορές, καθώς επίσης ολοκλήρωση της με το διεθνές εμπόριο). Αντίθετα η Γερμανία στη βαριά βιομηχανία, χρησιμοποιώντας την ελληνική ναυτιλία για τη διακίνηση των προϊόντων της, η Δανία στις εναλλακτικές μορφές ενέργειας, η Ιταλία στη μόδα κλπ.

(β) Να αυξήσουν την κατανάλωση τους οι πλεονασματικές χώρες, εισάγοντας κυρίως (και κατά προτίμηση) προϊόντα ή αγοράζοντας υπηρεσίες (τουρισμός κλπ) από τις ελλειμματικές χώρες της Ευρώπης.

(γ) Να περιορίσουν άμεσα τα ελλειμματικά κράτη την υπερβολική κατανάλωση τους, καθώς επίσης τις τοποθετήσεις τους σε ακίνητα και υποδομές, παράλληλα με την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων τους – για την κάλυψη της αυξημένης ζήτησης των προϊόντων τους από τους Ευρωπαίους «εταίρους» τους.

(δ) Να ακολουθήσουν αμέσως μετά οι απαιτούμενες διαρθρωτικές αλλαγές στις ελλειμματικές χώρες της Ε.Ε., με την έμπρακτη βοήθεια των πλεονασματικών (ας μην ξεχνάμε ότι, στις περισσότερες ελληνικές πόλεις της αρχαιότητας, συνήθιζαν να αναθέτουν τη συγκρότηση των νόμων τους σε ξένους – οι σύγχρονες ιταλικές δημοκρατίες, όπως αυτή της Γενεύης, μιμήθηκαν αυτή τη συνήθεια).

.

Εν τούτοις, τίποτα από τα παραπάνω δεν συνέβη – αντίθετα, επιβλήθηκε από τη Γερμανία η «τιμωρητική» πολιτική λιτότητας κατά την προτεσταντική της ηθική, ενώ δόθηκε η άδεια εισβολής του ΔΝΤ στο εσωτερικό της ζώνης του ευρώ, με αφετηρία την Ελλάδα. Τα αποτελέσματα ήταν δυστυχώς καταστροφικά – ενώ η Ευρωζώνη αποκλείεται να συνεχίσει να υπάρχει, εάν δεν αλλάξει εντελώς μορφή και πολιτική.

.

Η διακρατική αναδιανομή εισοδημάτων

Μία επόμενη ενέργεια θα ήταν η αντιμετώπιση του προβλήματος της Ευρώπης μέσω ενός «διακρατικού φορολογικού μηχανισμού αναδιανομής εισοδημάτων» – αντίστοιχου με αυτού που έχει επιλεχθεί, που διακρίνει καλύτερα τον «Κοινωνικό καπιταλισμό».

Εάν ενεργούσαμε λοιπόν σύμφωνα με το συγκεκριμένο «πολιτικό» σύστημα, θα έπρεπε οι χώρες της Ευρωζώνης να τοποθετηθούν σε διάφορες «εισοδηματικές» κλίμακες, έτσι ώστε να φορολογούνται «προοδευτικά», ανάλογα με τα εισοδήματα τους (όσοι τυχόν θεωρήσουν τη λύση αυτή άδικη για τις πλεονασματικές χώρες, θα πρέπει προφανώς να έχουν την – πιθανώς αιτιολογημένη – άποψη ότι, εξ ίσου άδικη είναι και η υψηλότερη φορολόγηση των οικονομικά πιο εύρωστων πολιτών από τις χώρες τους).

.

Αυτό που ισχύει σήμερα στην Ε.Ε. είναι κάτι διαφορετικό. Τα «φορολογικά» έσοδα της προέρχονται από:

(α) τους δασμούς σε προϊόντα που εισάγονται από τρίτες χώρες, όπου το 25% «παρακρατείται» από τα εκάστοτε κράτη εισαγωγής και το υπόλοιπο 75% «εισρέει» στα ταμεία της Ε.Ε. (αποτελεί το 15% των εσόδων της Ε.Ε. και ήταν περίπου 17,3 δις € το 2007)

)  ένα κοινό, σταθερό (μη «προοδευτικό») ποσοστό επί του ΦΠΑ των διαφόρων χωρών-μελών (συντελεστής που συσχετίζεται με μέρος του ΑΕΠ, ενώ αποτελεί επίσης το 15% των εσόδων της Ε.Ε. – 17,8 δις € το 2007)

(γ)  ένα κοινό, σταθερό (μη «προοδευτικό») ποσοστό, ύψους 0,73% επί του ΑΕΠ των επί μέρους κρατών (69% των εσόδων, ήτοι περί τα 80 δις €) και

(δ)  από διάφορες άλλες πηγές (για παράδειγμα, πρόστιμα από την επιτροπή ανταγωνισμού σε εταιρείες κλπ), οι οποίες το 2007 ήταν περί το 1,3 δις €.

.

Η δίκαιη αντιμετώπιση των μελών της Ε.Ε. θεωρείται ότι εξασφαλίζεται κυρίως από το γεγονός ότι, οι πλεονασματικές χώρες, έχοντας υψηλότερο ΑΕΠ, πληρώνουν περισσότερα χρήματα σε απόλυτο μέγεθος στο «κοινό ταμείο» (όσον αφορά το συντελεστή επί του ΦΠΑ και το ποσοστό επί του ΑΕΠ). Επίσης από το ότι, οι ελλειμματικές χώρες είναι οι κύριοι αποδέκτες της ευρωπαϊκής «βοήθειας», η οποία αφορά κατά 42% (2009) την αγροτική πολιτική και το περιβάλλον, καθώς επίσης κατά 45% τις διαρθρωτικές αλλαγές, όπως την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, τις υποδομές κλπ. (6% τις εξωτερικές σχέσεις, 1% ελευθερία-ασφάλεια-δίκαιο και 6% διοίκηση-διάφορα).


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.