Draghi, η τελευταία ευκαιρία της Ιταλίας; – The Analyst
ΔΙΕΘΝΗ

Draghi, η τελευταία ευκαιρία της Ιταλίας;

.

Η είσοδος του Draghi στην πολιτική σκηνή, συνοδεύθηκε από έναν φρενήρη ενθουσιασμό των ΜΜΕ – σε επίπεδα που θα είχαν κυριολεκτικά ντραπεί να μιμηθούν τα αντίστοιχα της Βόρειας Κορέας. Σχεδόν όλα τα κόμματα δε της ιταλικής Βουλής, συμπεριλαμβανομένης της Λίγκα του Βορά του Salvini (ο οποίος έχει αφενός μεν «απαλύνει» την αντιμεταναστευτική ρητορεία του, αφετέρου έχει εκμηδενίσει ότι απέμεινε από την ευρωσκεπτικιστική στάση του), εξέφρασαν την υποστήριξη τους – ενώ ο ισχυρός κυβερνήτης της περιοχής της Καμπάνιας και μέλος του δημοκρατικού κόμματος, συνέκρινε τον Draghi με το Μεσσία! Η άλλη όψη του νομίσματος όμως δημιουργεί την εντύπωση ότι δεν θα λειτουργήσει υπέρ της χώρας του, καθώς επίσης πως μάλλον δεν θα αναζητήσει πραγματικά συμμάχους – ιδρύοντας έναν συνασπισμό κρατών που θα είναι πρόθυμα να αντισταθούν στη Γερμανία. Φυσικά μπορεί και ευχόμαστε να κάνουμε λάθος, αφού αποτελεί την τελευταία ελπίδα της Ιταλίας και της Ευρώπης να ξεφύγουν από τη γερμανική παγίδα – της Ιταλίας να καταλήξει αποικία χρέους της Γερμανίας, όπως η Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, με την «απορρόφηση» της Ιταλίας από τη Γερμανία να συνεχίζεται, ο νέος κίνδυνος εξόδου της Ιταλίας από το ευρώ, οπότε της διάλυσης της Ευρωζώνης, έχουν ξανά αποφευχθεί – ενώ είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως δεν ήταν αυτή ακριβώς η αποστολή του Draghi, υπό τις οδηγίες της καγκελαρίου. Άλλωστε δεν έχει η Ελλάδα το μονοπώλιο του ενδοτισμού της άρχουσας και απάτριδος ελίτ της – αφού είναι ξεκάθαρο πως η Ιταλία μαστίζεται από τα ίδια ακριβώς προβλήματα.  

.

Ανάλυση

Ξεκινώντας από την Ελλάδα, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία σχετικά με το ότι, έχει οδηγηθεί πλέον σε ένα αδιέξοδο – από το οικονομικό επιτελείο μίας κυβέρνησης που λειτουργεί με έναν σπάταλο και απίστευτα ανεύθυνο τρόπο. Από τη μία πλευρά, επιβάλλονται απρογραμμάτιστα και αλλεπάλληλα κλειδώματα εις βάρος της οικονομίας, παρά το ότι αποδεδειγμένα δεν επηρεάζουν καθόλου την εξέλιξη του Covid – αλλά καλύπτουν μόνο την ανεπάρκεια των ΜΕΘ και την επιβάρυνση του κατεστραμμένου από τα μνημόνια υγειονομικού συστήματος της χώρας μας. Από την άλλη, σπαταλούνται υπέρογκα ποσά με δανεικά – εκτοξεύοντας τα δίδυμα ελλείμματα και τα δίδυμα χρέη, σε επίπεδα μακράν της βιωσιμότητας.

Ήταν δε κωμικοτραγική η σύγκλιση μίας επιτροπής οικονομικών στη Βουλή, όπου το χρεοκοπημένο κράτος υποσχόταν να στηρίξει τις χρεοκοπημένες τράπεζες, τα χρεοκοπημένα νοικοκυριά και τις χρεοκοπημένες επιχειρήσεις – με την παρουσία του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, του προέδρου των ελληνικών τραπεζών, καθώς επίσης του προέδρου των εταιριών διαχείρισης κόκκινων δανείων (=κορακιών). Πόσο μάλλον με εμφανή τη σφοδρή σύγκρουση του οικονομικού επιτελείου, με το διοικητή της ΤτΕ – όπου το μεν πρώτο υποστήριζε το πρόγραμμα Ηρακλής 2 (ανάλυση), ενώ ο δεύτερος την ιδιωτική «κακή τράπεζα», ισχυριζόμενος πως το ρίσκο της θα ήταν μηδενικό, σε αντίθεση με τον Ηρακλή.

Φυσικά η εξάρτηση της χώρας από τις αφελληνισμένες τράπεζες είναι ξεκάθαρη, αφού μεταξύ άλλων έχουν αγοράσει κρατικά ομόλογα αξίας 12,8 δις € – σημειώνοντας πως η διάσωση τους θα υπερβεί τελικά τα 100 δις € που θα επιβαρύνουν τους Έλληνες φορολογουμένους. Η απάντηση δε του διοικητή της ΤτΕ, σύμφωνα με την οποία το Target 2 της ΕΚΤ που έχει διπλασιασθεί δεν επηρεάζει τις καταθέσεις, ήταν απογοητευτική – όπως επίσης και η μη απάντηση του για τους κινδύνους του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος (ανάλυση).

Ακόμη χειρότερη όμως ήταν η μη απάντηση του υπουργού οικονομικών, σχετικά με τις προβλέψεις του για το έλλειμμα και για το ρυθμό ανάπτυξης του 2021 – όταν ο ίδιος έχει δηλώσει πρόσφατα πως το έλλειμμα θα διπλασιασθεί συγκριτικά με αυτό του προϋπολογισμού, καθιστώντας τον εκ των πραγμάτων για τα σκουπίδια. Σε μία τέτοια περίπτωση, δεν είναι αλήθεια υποχρεωμένος να καταθέσει έναν νέο προϋπολογισμό, όπως έχουμε ζητήσει πέντε φορές; Προφανώς, αλλά δεν πρόκειται να το κάνει, εάν δεν το απαιτήσουν όλα τα κόμματα – ακόμη καλύτερα, όλοι οι Έλληνες Πολίτες.

Η πρωθυπουργία Draghi

Στο θέμα της Ιταλίας τώρα που στην ουσία θα αποτελέσει το επόμενο θύμα της Γερμανίας, αφού οδηγείται σε ένα αντίστοιχο με την Ελλάδα PSI, ήταν λογικό να σκεφθεί κανείς πως δεν θα ήθελε να βρίσκεται καθόλου στη θέση του Draghi – όταν άκουσε πως αποδέχθηκε την εντολή του προέδρου της χώρας να σχηματίσει κυβέρνηση. Εν τούτοις, δεν αναιρεί το γεγονός ότι, αποτελεί ενδεχομένως την τελευταία ευκαιρία της Ιταλίας – αφού δεν έχει μόνο την ευρεία υποστήριξη των κομμάτων της χώρας από όλες τις πτέρυγες, αλλά διαθέτει επί πλέον τεράστιες εμπειρίες, πλήρη γνώση των νομισματικών θεμάτων, καθώς επίσης των ευρωπαϊκών και των διεθνών θεσμών.

Ειδικότερα, από τις αρχές του 1990, έχει διοικήσει και αναλάβει ευθύνες σε όλους τους σημαντικούς φορείς που ασχολούνται με την παγκόσμια οικονομία, με την Ευρώπη και με την Ιταλία – αναλαμβάνοντας τελικά την πιο σοβαρή οικονομική και πολιτική θέση στην Ευρωζώνη, αυτή του διοικητή της ΕΚΤ, σε μία εποχή που η νομισματική ένωση ευρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Κατάφερε δε να αποφευχθεί η κατάρρευση, με την επέμβαση της ΕΚΤ στην αγορά ομολόγων – οπότε με την αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού των χωρών μελών, λίγο μετά την υπογραφή του εγκληματικού PSI στην Ελλάδα, από τους πατριδοκτόνους (πηγή).

Σε κάθε περίπτωση, είναι η τρίτη τεχνοκρατική κυβέρνηση που αναλαμβάνει τα ηνία της Ιταλίας – μετά από αυτήν του M. Monti το 2011 που ανέτρεψε τον Berlusconi, όπως ο Β. Βενιζέλος τον Γ. Παπανδρέου, με μοχλό πίεσης την ΕΚΤ και με ενορχηστρωτή την καγκελάριο. Ποιο είναι το κοινό σημείο των δύο ανδρών, του Draghi και του Monti; Ο προηγούμενος εργοδότης τους: η Goldman Sachs.

Προφανώς δε ο Conte, όπως ο Renzi πριν, δεν ήταν αρκετά ισχυρός ώστε να διαχειρισθεί την εξουσία που του δόθηκε από την καγκελάριο και τις ιταλικές ελίτ, προς όφελος τους – γεγονός που αποτελεί ένα δεύτερο κοινό σημείο της Ιταλίας με την Ελλάδα, αφού οι ελίτ της πρώτης δεν είναι μεν μεταπρατικές, αλλά εξίσου απάτριδες (πηγή). Εκτός αυτού, οι επιπτώσεις του ευρώ στον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό ιστό της Ιταλίας ήταν ακόμη πιο καταστροφικές, από τις αντίστοιχες στην Ελλάδα.

Η είσοδος του Draghi τώρα στην πολιτική σκηνή, συνοδεύθηκε από έναν φρενήρη ενθουσιασμό των ΜΜΕ – σε επίπεδα που θα είχαν κυριολεκτικά ντραπεί να μιμηθούν τα αντίστοιχα της Βόρειας Κορέας. Σχεδόν όλα τα κόμματα δε της Βουλής, συμπεριλαμβανομένης της Λίγκα του Βορά του Salvini (ο οποίος έχει αφενός μεν «απαλύνει» την αντιμεταναστευτική ρητορεία του, αφετέρου έχει εκμηδενίσει ότι απέμεινε από την ευρωσκεπτικιστική στάση του), εξέφρασαν την υποστήριξη τους – ενώ ο ισχυρός κυβερνήτης της περιοχής της Καμπάνιας και μέλος του δημοκρατικού κόμματος, συνέκρινε τον Draghi με το Μεσσία!

Συνεχίζοντας, όποιος ασχολείται με την Ιταλία, στην οποία έχουμε αφιερώσει δεκάδες αναλύσεις, γνωρίζει πως το ιταλικό πρόβλημα είναι ένα πρόβλημα ενσωμάτωσης της χώρας στην Ευρωζώνη – ενώ όπως οι Έλληνες ανέχθηκαν την ΕΕ για να προστατευθούν απέναντι στην Τουρκία και στις ελίτ τους, έτσι οι Ιταλοί για την προστασία τους από τη Μαφία και τις εγχώριες ελίτ. Όσον αφορά δε τη δεύτερη κοινή επιλογή των δύο χωρών, το ευρώ, όπου και οι δύο το υιοθέτησαν με τεχνάσματα, η αιτία ήταν το δημόσιο χρέος τους και τα υψηλά επιτόκια του – της Ιταλίας τα δεύτερα μεγαλύτερα, μετά την Ελλάδα (γράφημα).

Στα πλαίσια αυτά, οι Ιταλοί δεν είχαν αντίρρηση να θυσιάσουν τη νομισματική τους κυριαρχία που στην πραγματικότητα δεν είχαν ποτέ, όπως οι Έλληνες – ενώ ήταν πρόθυμοι να ανεχθούν μία σειρά μεγάλων γερμανικών απαιτήσεων. Όλες οι χώρες πάντως που υπέγραψαν τη συνθήκη του Μάαστριχτ, όπως ο Draghi που τη διαπραγματεύθηκε τότε για την Ιταλία, δεν μπορούσαν να γνωρίζουν πως η μεγαλύτερη χώρα, η Γερμανία, θα μιμούταν το παράδειγμα της Ολλανδίας: την πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα με το ύπουλο μισθολογικό dumping.  

Η υπογραφή όμως της Συνθήκης του Μάαστριχτ ήταν ιδιαίτερα θανατηφόρα για την Ιταλία – αφού φόρεσε στον εαυτό της μεταφορικά έναν «στενό κορσέ» που θα ήταν ανεκτός, μόνο εάν είχε εξαγωγικές επιτυχίες ανάλογες με τη Γερμανία ή/και εάν αυξάνονταν οι εγχώριες επενδύσεις εντός μίας συνολικά ακμάζουσας Ευρώπης. Όταν λοιπόν η Γερμανία απέκλεισε τόσο το ένα, όσο και το άλλο με την πολιτική που υιοθέτησε, αυξάνοντας εις βάρος των μισθών την ανταγωνιστικότητα της, είτε η Ιταλία θα έπρεπε να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο, είτε θα καταστρεφόταν – όπως θα συμβεί σταδιακά στις περισσότερες άλλες χώρες της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, κρίνοντας μεταξύ άλλων από την «ωφέλεια» τους εντός του ευρώ (γράφημα).

Αριστερά: Πραγματική ανάπτυξη 1999-2018 ανά χώρα Δεξιά: Επίδραση του ευρώ στην ευημερία ανά κάτοικο και ανά χώρα 1999-2017

Ο Draghi βέβαια τα γνωρίζει όλα αυτά και για αυτόν το λόγο διαφέρει από όλους σχεδόν τους άλλους Ευρωπαίους πολιτικούς – ειδικά από τον Κ. Μητσοτάκη που, ως γερμανόφιλος, δεν έχει καμία απολύτως ιδέα. Μεταξύ άλλων είναι εν γνώσει του πως για να ξεφύγει η ιταλική οικονομία από τη βαθιά ύφεση που ευρίσκεται, είναι απαραίτητη μία «επεκτατική» δημοσιονομική πολιτική – χωρίς γερμανικές απαιτήσεις και ανταλλάγματα, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με το Next Generation EU, όπου η κατανομή του είναι ανάλογη με την Ελλάδα (ανάλυση, γράφημα κάτω δεξιά).

Γνωρίζει επίσης πως πρέπει να «ισοσκελισθεί» η ανταγωνιστικότητα εντός της Ευρώπης, εάν η Ιταλία και η Γαλλία θέλουν να έχουν μακροπρόθεσμη επιτυχία και να μην καταλήξουν γερμανικά προτεκτοράτα – σημειώνοντας πως το γερμανικό ευρώ, σε όρους κόστους εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος, είναι 20% υποτιμημένο σε σχέση με το ιταλικό, οπότε η Ιταλία είναι αδύνατον να ανταγωνισθεί εξαγωγικά τη Γερμανία (πόσο μάλλον όταν τα προϊόντα παραγωγής της είναι χαμηλής προστιθέμενης αξίας, ανάλυση). Τέλος, γνωρίζει πως θα ευρίσκεται υπό επιτήρηση σε κάθε του βήμα – ενώ ανά πάσα στιγμή μπορεί να ξεσπάσει καταιγίδα από το Βορά, εξαφανίζοντας τον πολιτικά.

Από την άλλη πλευρά έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα: τη θεσμική του γνώση που σημαίνει ότι, εάν θέλει να πολεμήσει, δεν θα πολεμήσει σε λάθος μέτωπα. Γνωρίζει άλλωστε πως ο αντίπαλος του δεν είναι στις Βρυξέλες, αλλά στο Βερολίνο – οπότε διαφέρει από τους αφελείς πολιτικούς που δεν έχουν δει από μέσα την πραγματική ισορροπία της εξουσίας. Είναι δε βέβαιος ότι, το κόμμα της καγκελαρίου που κυβερνάει τη Γερμανία εκπροσωπώντας τη βιομηχανική ελίτ της χώρας η οποία, σε αντίθεση με την Ιταλία ή με την Ελλάδα, είναι πατριωτική, δεν σκέφτεται τίποτα άλλο, από το να επαναφέρει τους παλαιούς κανόνες χρέους και ελλειμμάτων αμέσως μετά το τέλος της κρίσης της Κορώνα – επιβάλλοντας σκληρούς όρους σε όσους προσέρχονται στην ΕΕ για να δανεισθούν έστω και ένα ευρώ, προωθώντας το γερμανικό ESM (ανάλυση) ως το νέο και πιο αυστηρό ΔΝΤ της Ευρώπης.

Όσον αφορά τους κινδύνους για την Ιταλία, δεν πρέπει να έχει καμία αμφιβολία σχετικά με τις γερμανικές πιέσεις που μπορούν να ασκηθούν μέσω της ΕΚΤ και των επιτοκίων δανεισμού – οπότε οφείλει να είναι προσεκτικός στις συζητήσεις και στις απαιτήσεις του. Επομένως, η μοναδική του δυνατότητα για να μην αποτύχει, όπως τόσοι άλλοι στο παρελθόν, δεν είναι άλλη από τη δημιουργία ενός ισχυρού συνασπισμού χωρών – οι οποίες θα είναι πρόθυμες να αμφισβητήσουν ανοιχτά τη γερμανική κυριαρχία και τη γερμανική πολιτική λιτότητας.

Χρειάζεται δηλαδή συμμάχους για να τα καταφέρει – οπότε είναι θεωρητικά η μεγάλη ευκαιρία της Ελλάδας να συμμετέχει πρώτη, σε συνδυασμό με τη στήριξη όλων όσων απαιτούν το πάγωμα των χρεών της πανδημίας που έχει η ΕΚΤ στον Ισολογισμό της στο διηνεκές (ανάλυση). Βέβαια, οι πιθανότητες να καταφέρει ότι δεν κατάφερε ως διοικητής της ΕΚΤ, να ξεκινήσει μία ήρεμη συζήτηση για το μέλλον της ΕΕ και της Ευρωζώνης, με τους Γερμανούς απέναντι του που δεν έχουν καμία διάθεση να εγκαταλείψουν τη μερκαντιλιστική τους πολιτική και το «όραμα» τους για τη μετατροπή της Ευρώπης σε γερμανική αυτοκρατορία, δεν είναι καθόλου μεγάλες – εάν θέλει να είναι κανείς ρεαλιστής.

Η άλλη όψη του νομίσματος

Περαιτέρω, είχαμε ανέκαθεν την άποψη πως η Ελλάδα οδηγήθηκε σκόπιμα στο ΔΝΤ μέσω του Γ. Παπανδρέου, μεταξύ άλλων με τη διόγκωση των ελλειμμάτων της από την ΕΛΣΤΑΤ (ανάλυση) – από τις εγχώριες και απάτριδες ελίτ της πού ήθελαν να της επιβάλλουν έναν «εξωτερικό καταναγκασμό». Δηλαδή, το δήθεν «δέσιμο των χεριών» της κυβέρνησης της, σε νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» – οι οποίες δύσκολα θα μπορούσαν να επιτευχθούν με τη συναίνεση των Πολιτών της.

Κάτι ανάλογο επιθυμούσαν οι επίσης απάτριδες και αχόρταγες ιταλικές ελίτ – ενώ ένας από τους υποστηρικτές του συγκεκριμένου «εξωτερικού καταναγκασμού», ήταν ο πιο σημαντικός υπουργός οικονομικών της Ιταλίας: ο G. Carli, ο οποίος είχε την ευθύνη της οικονομικής πολιτικής από το 1989 έως το 1992 και θεωρείται μέντορας του Draghi. Όπως έγραψε δε στα απομνημονεύματα του, «η ΕΕ ήταν ένας εναλλακτικός τρόπος επίλυσης προβλημάτων, τα οποία δεν θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε με τις κανονικές διαδικασίες της κυβέρνησης και τις Βουλής» (πηγή: T. Fazi).

Με τα παραπάνω εννοούσε ότι, χωρίς τα «δεσμά» της ΕΕ, δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί ο νεοφιλελεύθερος μετασχηματισμός της οικονομίας της χώρας, στα πρότυπα της Ολλανδίας ή της Γερμανίας – γεγονός που χαρακτηρίζεται ως το «παράδοξο της αδυναμίας» του Grande. Σύμφωνα με αυτό τα εξής:

«Οι εθνικές ελίτ παραδίδουν εκούσια ένα μέρος της εξουσίας τους σε έναν υπερεθνικό οργανισμό, υπεύθυνο για τη λήψη αποφάσεων (οπότε εμφανίζονται πιο αδύναμες) – έτσι ώστε να είναι σε θέση να αντέχουν καλύτερα την πίεση των κοινωνικών ομάδων, ισχυριζόμενες πως τα νεοφιλελεύθερα αυτά μέτρα επιβάλλονται από την Ευρώπη (με αποτέλεσμα να γίνονται έτσι ισχυρότερες). Με απλά λόγια, στο παράδειγμα της Ελλάδας οι κυβερνήσεις της ψηφίζουν τους νεοφιλελεύθερους νόμους που τους επιβάλλουν οι εγχώριες ελίτ ή/και ξεπουλούν τα πάντα, ισχυριζόμενες πως είναι υποχρεωτικά από την ΕΕ ή από την Τρόικα».

Εν προκειμένω, η εγκατάσταση μίας τεχνοκρατικής κυβέρνησης, όπως στην Ελλάδα από τον Παπαδήμου της ΕΚΤ, είναι σε μεγάλο βαθμό υποπροϊόν του «εξωτερικού καταναγκασμού» – ενώ δημιουργεί μία ημι-μόνιμη «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης», σύμφωνα με την οποία η περίπλοκη δυναμική της κοινοβουλευτικής πολιτικής, η Δημοκρατία δηλαδή, υποχρεώνεται να υποχωρήσει, δίνοντας τη θέση της σε μία «απολιτική» τεχνοκρατική κυβέρνηση που έχει ως καθήκον της «να κάνει τη δουλειά». Προφανώς το Σύνταγμα καταργείται (όπως στην Ελλάδα με τα μνημόνια και με το PSI) – ενώ οι πολιτικές που προκύπτουν απλά εγκρίνονται από τη Βουλή, χωρίς αλλαγές και χωρίς πολλές ερωτήσεις.

Βέβαια, ο κοινωνικοοικονομικός αντίκτυπος του εξωτερικού καταναγκασμού προκαλεί κλιμακούμενες εντάσεις – μεταξύ των προσδοκιών των Πολιτών και των απαιτήσεων του «εξωτερικού καταναγκασμού», μαζί με τους διεθνείς θεσμούς που τον επιβλέπουν (όπως η Τρόικα). Στην περίπτωση της Ελλάδας, όλοι θυμόμαστε τις εντάσεις στις πλατείες των Πολιτών – έως ότου κυριολεκτικά δολοφονήθηκε η τελευταία ελπίδα των Ελλήνων από το ΣΥΡΙΖΑ (ίσως το μεγαλύτερο έγκλημα ενός κόμματος στην παγκόσμια ιστορία).

Επειδή τώρα τα εθνικά κόμματα δεν είναι σε θέση να μειώσουν αυτές τις εντάσεις (εξαίρεση η Ελλάδα αξαιτίας της προδοσίας του ΣΥΡΙΖΑ), λόγω του ότι δεν διαθέτουν τα κρίσιμα μέσα οικονομικής πολιτικής που είναι απαραίτητα για τη διατήρηση της κοινωνικής συναίνεσης (εξαιτίας της υπερχρέωσης τους κλπ.), αναζητούν μία διέξοδο από το αδιέξοδο – οπότε στρέφονται ξανά στους τεχνοκράτες, όπως η Ιταλία σήμερα, για να εφαρμόσουν αυτά που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να αναλάβουν την ευθύνη τα ίδια.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, τα μέσα έχουν με κάποιον τρόπο βρεθεί – δηλαδή τα δάνεια που χρηματοδοτούν τις σπατάλες της κυβέρνησης, με την επίκληση της πανδημίας. Στην ουσία όμως για να μην προκληθεί πρόβλημα στην ΕΕ, μετά το BREXIT, την κακοδιαχείριση του Covid κλπ. – κάτι που δεν επιλύει μεν, αλλά καθυστερεί το πρόβλημα της επόμενης ημέρας, διογκώνοντας το.

Η 3η τεχνοκρατική κυβέρνηση της Ιταλίας

Συνεχίζοντας, η εποχή των τεχνοκρατικών κυβερνήσεων ξεκίνησε στην Ιταλία στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ – την οποία όπως αναφέραμε διαπραγματεύθηκε τότε ο Draghi, ως γενικός διευθυντής του ιταλικού υπουργείου οικονομικών. Η πρώτη τεχνοκρατική κυβέρνησε υπό τον πρώην διοικητή της κεντρικής τράπεζας της χώρας C.A. Ciampi, το 1993 – εγκαινιάζοντας τον πρώτο γύρο των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων κρατικών περιουσιακών στοιχείων που συνεχίσθηκε από την επόμενη.

Κατά τη διάρκεια ολόκληρης αυτής της περιόδου ο Draghi, ως γενικός διευθυντής του υπουργείου, ήταν ένας από τους κύριους υποστηρικτές των νεοφιλελεύθερων ιδιωτικοποιήσεων – γενικότερα της πολιτικής του «εξωτερικού καταναγκασμού». Ακολούθησε η κυβέρνηση Monti το 2011, του πρώην επιτρόπου της ΕΕ και στελέχους της Goldman Sachs, μετά την ανατροπή του Berlusconi – θυμίζοντας το βασικό ρόλο του Sarkozy, όπως στην ανατροπή του Γ. Παπανδρέου και στο σκηνοθετημένο σκάνδαλο του Γάλλου υποψήφιου για την προεδρία της χώρας Strauss Kahn.

Στην ουσία, ο Monti επέβαλλε άτυπα καταστροφικά μνημόνια στην Ιταλία – δηλαδή τη θανατηφόρο πολιτική λιτότητας, έμπνευσης Σόιμπλε. Ο διορισμός Monti ήταν σε μεγάλο βαθμό η συνέπεια της απόφασης του τότε νεοδιορισμένου διοικητή της ΕΚΤ, του M. Draghi ενώ δρομολογήθηκε με τη γνωστή μέθοδο του σταματήματος της αγοράς ομολόγων της χώρας (όπως το 2018 όπου ανατράπηκε η συγκυβέρνηση Salvini-5 αστέρια, ανάλυση), γεγονός που προκάλεσε την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού της Ιταλίας.

Με απλά λόγια ο Draghi, από τις διάφορες θέσεις του, επέβαλλε τις ιδιωτικοποιήσεις, τις σκληρές περικοπές δημοσίων δαπανών και τις αυξήσεις των φόρων – μνημονιακά μέτρα δηλαδή που επιτάχυναν την κατάρρευση της Ιταλίας, αντί να τη διασώσουν. Μεταξύ πολλών άλλων, τις περικοπές στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης που απαιτήθηκαν από την ΕΕ και εφαρμόσθηκαν από τον Monti – με αποτέλεσμα η κυβέρνηση Conte να μην έχει τα μέσα καταπολέμησης του Covid, οπότε να χάσει τη στήριξη των Πολιτών και να τη διαδεχθεί μία ακόμη τεχνοκρατική, υπό τον Draghi αυτή τη φορά.

Εύλογα λοιπόν θεωρούν αρκετοί πως είναι ανόητο να πιστεύουν οι Ιταλοί ότι ο Draghi, η ενσάρκωση του πολιτικοοικονομικού μοντέλου που κατέστρεψε τη χώρα, θα είναι η λύση για τα προβλήματα της – πόσο μάλλον όταν σε αυτόν χρεώνεται η καταστροφή των δημοσίων βιομηχανιών της Ιταλίας, μέσω της επιβολής των μέτρων λιτότητας, από την αρχική του θέση ως γενικός διευθυντής του υπουργείου οικονομικών.

Επίσης ως διοικητή της ΕΚΤ, η επιβολή ενός συστήματος, στο οποίο η δημοκρατική διαδικασία υπονομεύεται συστηματικά μέσω του νομισματικού εκβιασμού – σε σημείο που λογικά αναρωτιέται κανείς εάν τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης μπορούν να θεωρούνται ακόμη Δημοκρατίες. Προφανώς χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, ακόμη και με τη στενή, «αστική» ερμηνεία της Δημοκρατίας, δεν είναι δυνατόν να θεωρούνται δημοκρατικά – ενώ είναι δύσκολο να πιστέψουμε, όσο καλοπροαίρετοι και αν είμαστε, πως ο Draghi έχει αλλάξει απόψεις, μετά από τα τριάντα χρόνια που δραστηριοποιείται.

Επίλογος   

Ολοκληρώνοντας, η άλλη όψη του νομίσματος δημιουργεί την εντύπωση πως μάλλον δεν θα αναζητήσει πραγματικά συμμάχους ο Draghi – ιδρύοντας έναν συνασπισμό κρατών που θα είναι πρόθυμα να αντισταθούν στη Γερμανία. Φυσικά μπορεί και ευχόμαστε να κάνουμε λάθος, αφού αποτελεί την τελευταία ελπίδα της Ιταλίας και της Ευρώπης να ξεφύγουν από τη γερμανική παγίδα – της Ιταλίας να καταλήξει αποικία χρέους της Γερμανίας, όπως η Ελλάδα.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, με την απορρόφηση της Ιταλίας από τη Γερμανία να συνεχίζεται (ανάλυση), ο νέος κίνδυνος εξόδου της Ιταλίας από το ευρώ (πηγή), οπότε η διάλυση της Ευρωζώνης, έχουν ξανά αποφευχθεί – ενώ είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως δεν ήταν αυτή ακριβώς η αποστολή του Draghi υπό τις οδηγίες της καγκελαρίου. Άλλωστε δεν έχει η Ελλάδα το μονοπώλιο του ενδοτισμού της άρχουσας και απάτριδος ελίτ της – αφού είναι ξεκάθαρο πως η Ιταλία μαστίζεται από τα ίδια ακριβώς προβλήματα.

(Ακολουθείστε μας στο Twitter πατώντας εδώ για να ενημερώνεστε αμέσως για τις αναλύσεις μας)


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading