Μακεδονία 1946-1987 και γιατί η Ελλάδα αποκοιμήθηκε – Σελίδα 3 – The Analyst
ΑΠΟΨΕΙΣ & ΔΙΑΦΟΡΑ ΘΕΜΑΤΑ

Μακεδονία 1946-1987 και γιατί η Ελλάδα αποκοιμήθηκε

.

5.Διαβαλκανική άτυπη συμπαιγνία 1944-1987

Μια σημαντική πτυχή τού ονοματολογικού ζητήματος της πΓΔΜ από την δεκαετία τού 1990 μέχρι σήμερα, είναι ότι για 45 συνεχόμενα χρόνια (1946-1991) η Βουλγαρία και η Ελλάδα δεν είχαν εγείρει επίσημα οποιοδήποτε Θέμα (στα Ηνωμένα’Εθνη κλπ.) όσον αφορά στη θεσμική ένταξη τής λέξης «Μακεδονία» στο Συνταγματικό όνομα τής νότιας περιοχής τής Γιουγκοσλαβίας—κάθε χώρα για δικούς της διαφορετικούς λόγους, ήτοι:

  • Βουλγαρία. Η εν γένει (αν και κυμαινόμενη) σιωπηρά συναίνεση τής Βουλγαρίας με την πολιτική τού Τίτο σχετικά με την ένταξη τής λέξης «Μακεδονία» στο Συνταγματικό όνομα της νότιας Γιουγκοσλαβία; μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στην Κομμουνιστική αλληλεγγύη και εν μέρει (αν όχι κυρίως) στη συμμαχία τής Βουλγαρίας με τον Άξονα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: Η συντριπτική ήττα τής Γιουγκοσλαβίας από την Γερμανία το 1941, οφείλετο κυρίως στο γεγονός ότι η Wehrmacht είχε τη δυνατότητα να εισβάλει στη Γιουγκοσλαβία από όλα τα μέτωπα της, συμπεριλαμβανομένων και των γιουγκοσλαβικών συνόρων με τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, λόγω τής τότε συμμαχίας αυτών των δύο χωρών με τον Άξονα. Κατά συνέπεια, στη Μεταπολεμική περίοδο, η Βουλγαρία δεν είχε ούτε το ηθικό ανάστημα ούτε τη γεωπολιτική βαρύτητα για να αντιμετωπίσει το στρατάρχη Τίτο—διαπρεπή στρατιωτικό ηγέτη των Συμμάχων και εθνικό ηγέτη με παγκόσμια απήχηση—ειδικά μάλιστα όσον αφορά σε (εσωτερικά) θέματα εμπί­πτοντα στην ομοσπονδιακή δικαιοδοσία και στην εθνική κυριαρχία τής Γιουγκοσλαβίας.
  • Ελλάδα. Αντιθέτως, η Ελλάδα, έχοντας πολεμήσει σκληρά παρά τώ πλευρώ των Συμμάχων, είχε και τό ηθικό ανάστημα και το γεωπολιτικό βάρος τότε, μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να εγείρει επίσημα  θέμα όσον αφορά στο όνομα τού νοτίου ομοσπόνδου κράτους τής Γιουγκοσλαβίας. Εντούτοις, η Ελλάδα επέλεξε τότε (και έκτοτε μέχρι το 1987) να συμμετάσχει και αυτή στη «διαβαλκανική» σιωπηρά συναίνεση με τόν Τίτο επ’ αυτού τού (ονοματολογικού) Θέματος, λόγω στρατηγικών υστεροβουλιών: Κατά τήν διάρκεια τού Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου (1944-1949), αυτό που για το τότε αντικομμουνιστικό καθεστώς τής Ελλάδας είχε κρίσιμη στρατιωτική σημασία—και κατά συνέπεια αποτελούσε ζήτημα διπλωματικής εστίασης—ήταν η άσκηση διπλωματικής πίεσης στον Τίτο για να κλείσει τα Ελληνο-Γιουγκοσλαβικά σύνορα σε βάρος τών αριστερών ελληνικών αντάρτικων δυνάμεων. Στη συνέχεια, σε γεωστρατηγικό πλαίσιο πειθαρχίας τού Ψυχρού Πολέμου, η Ελλάδα (ως μέλος τού ΝΑΤΟ) δεν έθιξε κανένα σημαντικό Θέμα κατά τής αδέσμευτης Γιουγκοσλαβίας, επειδή η επικράτειά της εθεωρείτο από το ΝΑΤΟ ως μεσολαβούσα περιοχή (μη-Σοβιετική μη-Νατοϊκή «buffer country») κατά τού Σοβιετικού επεκτατισμού. Επιπλέον σε όλη την διάρκεια τού Ψυχρού Πολέμου, εθνικοί λόγοι παρότρυναν την Ελλάδα να συνεναίσει ατύπως με τη Γιουγκοσλαβία ως προς το όνομα τού νοτίου ομοσπόνδου κράτους τής τελευταίας, τουλάχιστον στον βαθμό που αυτό το όνομα είχε ως στόχο να αντισταθμίσει το Βουλγαρικό αλυτρωτισμό, ο οποίος εθεωρείτο παραδοσιακά από τις Ελληνικές “Ένοπλες Δυνάμεις ως πρωταρχικό ζήτημα Εθνικής Ασφαλείας. Μεταφορικά, υπό το Ελληνικό πρίσμα, το θέμα της ονομασίας της << Δημοκρατίας της Μακεδονίας>> ήταν κατά κάποιο τρόπο ένα χρήσιμο «τζίνι», το οποίο ο Τίτο το κρατούσε με ασφάλεια μέσα στο μπουκάλι (στη Γιουγκοσλαβική ομοσπονδία).

Ενδεικτικά, στο διπλωματικό προσκήνιο το 2010 προεβλήθη αλυσιτελώς η ιδέα να επανατεθεί αυτό τό τζίνι («… Δημοκρατία τής Μακεδονίας))) μέσα σε ένα παρόμοιο (αν και αρκετά μικρότερο) μπουκάλι: Ειδικότερα, αυτή ιδέα υποτίθεται ότι Θα μπορούσε ίσως να υλοποιηθεί δια μιας συνταγματικής αναδιάρθρωσης τής πΓΔΜ προς πολιτειακή μετάλλαξή της σε μια ομοσπονδιακή δημοκρατία με 3-4 ημιαυτόνομες περιφέρειες, μία από τίς οποίες Θα ονομάζεται «… Δημοκρατία τής Μακεδονίας». Προφανώς επομένως, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, αυτή η μάλλον αναχρονιστική ιδέα προτείνει ουσιαστικά επιστροφή στο status quo ante (1946-1991), κατά τό οποίο η ονομασία «… η Δημοκρατία τής Μακεδονίας» αποδόθηκε σε μια αυτόνομη ομόσπονδη επικράτεια και όχι σε ένα ανεξάρτητο κράτος.

Εν πάση περιπτώσει, το ιστορικό γεγονός είναι ότι ο λαος αυτής της περιοχής (πΓΔΜ) αυτοπροσδιορίζετο επι πολλές δεκαετίες, επί σχεδόν μισό αιώνα, ως πολίτεςτης « Λαϊκης Δημοκρατίας τής Μακεδονίας» (1946-1963) και στη συνέχεια τής «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας τής Μακεδονίας» (1963-1991). Εν ολίγοις, αυτοπροσδιορίζοντο ούτως, ως πολίτες μιας ομοσπόνδου επικρατείας τής Γιουγκοσλαβίας, επί μισό αιώνα νομίμως (σύμφωνα με τό διεθνές δίκαιο) και αδιαμφισβητήτως (λόγω τής ατύπου συναινέσεως τόσο τής Βουλγαρίας όσο και τής Ελλάδας με τί Συνταγματικές διατάξεις τού Τίτο επί αυτού τού θέματος) ενώ Ελλάδα καθηύδε τον εν πολλοίς «αφάσιο» ύπνο τού διπλωματικώς (ψυχροπολεμικώς) «παράλυτου» επί τού θέματος, λόγω της εξαναγκαστικής πειθαρχίας τού Ψυχρού Πολέμου αλά και λόγω στρατηγικών αντιλήψεων τού ελληνικού πολιτικού και στρατιωτικού της κατεστημένου ως προς τόν υποτιθέμενο Βουλγαρικό αλυτρωτισμό—ήτοι έμμονες (βουλγαροφοβικές) αντιλήψεις που ήσαν αντίθετες με τό αντικειμενικά γεγονότα που κατεδείκνυαν ότι ο Τίτο, και όχι οι Βούλγαροι, ήταν ο «ζογκλέρ» τού Μακεδονικού αλυτρωτισμού στον Ψυχρό Πόλεμο.

6. Το Λάθος τής Ελλάδος

Οι ‘Ελληνες δεν συνειδητοποίησαν ότι οι Βούλγαροι ήσαν οι φυσικοί τους σύμμαχοι στο Μακεδονικό ζήτημα: Η γλωσσική κληρονομιά τής Βουλγαρίας και η ιστορική κληρονομιά τής Ελλάδος ήσαν τα δύο Θεμελιώδη δομικά στοιχεία που ο Τίτο πάσχιζε τότε να υφαρπάξει πολιτικώς—ήτοι μονομερώς δια Συνταγματικών διατάξεων τής Γιουγκοσλαβίας, και όχι πολυμερώς δια διεθνών συνθηκών—και να τα οικειοποιηθεί πολιτισμικώς. Ειδικότερα ο Τίτο επεδίωκε να στοιχειοθετήσει εντέχνως και να καθιερώσει διεθνώς την ύπαρξη Μακεδονικής γλώσσας (Macedonian language) και Μακεδονικής εθνικότητος (Macedonian nationality), την πρώτη σε βάρος τής Βουλγαρίας και τήν δεύτερη σε βάρος τόσον τής Ελλάδος όσον και τής Βουλγαρίας, στο πλαίσιο της αλυτριωτικής πολιτικής της Γιουγκοσλαβίας σχετικά με το υπ’αυτού επιτηδείως αναμοχλευόμενο Μακεδονικό ζήτημα. Απεναντίας μάλιστα, παρά τις κατάφωρες μηχανεύσεις τού Τίτο, η Ελλάδα το μόνο που έβλεπε κατά την διάρκεια τού Ψυχρού Πολέμου ήταν η (υποτίθεται) ανάγκη να καλλιεργεί άριστες σχέσεις, κατά το δυνατόν, με τη Γιουγκοσλαβία. Παράλληλα η Ελλάδα, αντί να βλέπει το προφανές (την φυσική της συμμαχία με την Βουλγαρία όσον αφορά στις Τιτοϊκές μηχανεύσεις), υπέβλεπε τη Βουλγαρία με δομική ή και εμμονική καχυποψία: Η Βουλγαρία ευρίσκετο στην άλλη πλευρά τού Σιδηρού Παραπετάσματος. Κι έτσι οι Έλληνες συνέχιζαν να κοιμούνται.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading