Εκουαδόρ, η αριστερή περιπέτεια – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Εκουαδόρ, η αριστερή περιπέτεια

Αυτό που ξεκίνησε από τη λενινιστική κυβέρνηση πριν από δώδεκα περίπου χρόνια, η οποία συνεχίζεται με έναν διορισμένο νέο πρόεδρο κατά τα πρότυπα των βασιλικών καθεστώτων, με δεδηλωμένο αρχικά στόχο την πολυμορφία των ΜΜΕ, κατέληξε στο να εξαλείψει τη δημοσιογραφική έρευνα και την πολιτική κριτική – λόγω του φόβου των δημοσιογράφων για τις συνέπειες των εργασιών τους.

.

(Το άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)

.

“Οι ομοιότητες του Ισημερινού με την Ελλάδα, με βασικότερη αλλά πολύ σημαντική διαφορά τη συμμετοχή της χώρας μας στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, είναι φανερές – τεκμηριώνοντας πως ο στόχος της σημερινής κυβέρνησης και του πρωθυπουργού είναι να μείνουν στην εξουσία για πάρα πολλά χρόνια, εξασφαλίζοντας τα μέσα και την απαιτούμενη στήριξη για να το πετύχουν”.

.

Ανάλυση

Εισαγωγικά ο Ισημερινός (Ecuador), με κριτήριο το κατά κεφαλήν εισόδημα ως προς την αγοραστική δύναμη, ήταν η δεύτερη φτωχότερη χώρα της Λατινικής Αμερικής – ενώ διακρινόταν ανέκαθεν από μεγάλες οικονομικές ανισότητες, μεταξύ πλουσίων και φτωχών (το ανώτερο 20% κατείχε το 58% του εθνικού εισοδήματος, όταν το κατώτερο 40% του πληθυσμού μόλις το 11%).

Έχει πληθυσμό 16,3 εκ. ατόμων, με μέση ηλικία τα 23 έτη, όπου το 40% είναι κάτω των 15 ετών (μόλις το 5% έχει ηλικία άνω των 65 ετών, λόγω της μεγάλης θνησιμότητας). Η χώρα εξαρτάται ουσιαστικά από το πετρέλαιο, το οποίο αντιπροσώπευε το 1/3 των εξαγωγικών εσόδων της το 2017, καθώς επίσης από το μεταναστευτικό συνάλλαγμα – έχοντας ΑΕΠ ύψους 98,5 δις $ το 2017, κατά κεφαλήν ΑΕΠ μόλις 5.200 $ και 8 εκ. εργαζομένους (27,8% στη γεωργία, 17,8% στη βιομηχανία και 54,4% στις υπηρεσίες). Τα δημόσια έσοδα της είναι 32,3 δις $, οι δαπάνες 37,7 δις $ και το έλλειμμα του προϋπολογισμού της -5,5%.

Σύμφωνα τώρα με την A. Schiffrin, μετά την ανάληψη της ηγεσίας του Εκουαδόρ από την αριστερή κυβέρνηση του R. Correa σε ηλικία 45 ετών (2007-2017), ως αποτέλεσμα της κρίσης του 1998 και της υπαγωγής της στο ΔΝΤ που θα περιγράψουμε στη συνέχεια, επιβλήθηκαν εξαιρετικά καταπιεστικοί νόμοι στα ΜΜΕ – με γνώμονα το «δημόσιο συμφέρον», έτσι όπως το αντιλαμβανόταν ο αριστερός του πρόεδρος.

Ουσιαστικά τα ΜΜΕ δέχθηκαν τις επιθέσεις του με την υιοθέτηση μίας σειράς μέτρων που αποσκοπούσαν στον περιορισμό της ελευθερίας τους (πηγή) – ενώ το 2015 κατάφερε να περάσει μία συνταγματική τροπολογία, η οποία κατέταξε την επικοινωνία στις δημόσιες υπηρεσίες, όπως το νερό ή ο ηλεκτρισμός (πηγή)! Έτσι ήταν σε θέση να ελέγχει καλύτερα τα ΜΜΕ, επικαλούμενος την ισορροπημένη ενημέρωση των Πολιτών ήδη από το 2013 (πηγή) – ενώ πρόσθεσε ρυθμίσεις που επιτρέπουν στην κυβέρνηση του να χειραγωγεί τους δημοσιογράφους με την απειλή προστίμων, με την αναγκαστική δημόσια συγνώμη και με ποινές φυλάκισης.

Αρκετές φορές δε ο πρόεδρος συμμετείχε σε τηλεοπτικά ή ραδιοφωνικά προγράμματα, καταγγέλλοντας δημόσια τους δημοσιογράφους (πηγή). Ασκούσε επί πλέον μηνύσεις και αγωγές, όπως στο παράδειγμα μίας από τις μεγαλύτερες εφημερίδες του Εκουαδόρ (El Universo), εναντίον της οποίας κατέθεσε αγωγή 80 εκ. $ – με αποτέλεσμα να πληρώσει 40 εκ. $ για να πάρει «χάρη».

Περαιτέρω, η λογοκρισία στη χώρα είναι δεδομένη, ενώ τα πρακτορεία ειδήσεων που δεν καλύπτουν επαρκώς τις κυβερνητικές δηλώσεις, τιμωρούνται με πρόστιμα – επίσης τα καταστήματα που δεν επανακυκλοφορούν ξένες εφημερίδες με ευνοϊκά σχόλια για την  κυβέρνηση (πηγή). Σύμφωνα δε με δημοσιογράφους του Εκουαδόρ, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι συχνά αρνούνται να προβούν σε δηλώσεις, φοβούμενοι τις συνέπειες – ενώ μία από τις μεθόδους που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση είναι η υποκίνηση συγκεκριμένων δικών της Πολιτών να υποβάλλουν καταγγελίες εναντίον στοχοποιημένων ΜΜΕ – έτσι ώστε να τιμωρούνται παραδειγματικά.

Ο νέος πρόεδρος της χώρας έχει βέβαια δεσμευθεί να μειώσει τους περιορισμούς των ΜΜΕ, κάτι που όμως δεν έχει συμβεί ακόμη – πιθανότατα επειδή τα ΜΜΕ ανήκουν ως συνήθως στην οικονομική εξουσία, η οποία αντιλαμβάνεται διαφορετικά τα συμφέροντα της. Αυτός θεωρείται ως ο λόγος, για τον οποίο όλοι σχεδόν οι αριστεροί πολιτικοί που ανήλθαν στην εξουσία στις χώρες της Λατινικής Αμερικής προσπάθησαν να τα ελέγξουν – με στόχο να μην διακινδυνεύει η παραμονή τους στην κυβέρνηση, η οποία για τους ίδιους πρέπει να είναι μακρόχρονη με κάθε τρόπο, ενώ όταν τη χάνουν ευρίσκονται αντιμέτωποι με δικαστικές διώξεις (όπως στο παράδειγμα της Βραζιλίας του Lula, της Αργεντινής κοκ.).

Η φτωχοποίηση πάντως του πληθυσμού, με στόχο την εξίσωση των τάξεων, αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα τους – γνωρίζοντας πως η φτώχεια είναι συγκριτικό μέγεθος, με την έννοια πως κανείς νοιώθει λιγότερο φτωχός, όταν ο γείτονας του δεν έχει περισσότερα χρήματα από τον ίδιο.

Θα μπορούσε αλήθεια να βρεθούν εδώ κοινά σημεία με την Ελλάδα, με δεδομένη την αγάπη του πρωθυπουργού για τους αριστερούς ηγέτες της Λατινικής Αμερικής; Πόσο μάλλον όταν διαπιστώνεται η τάση ελέγχου των ελληνικών ΜΜΕ εκ μέρους της κυβέρνησης, όπου αρκετοί αναφέρουν ότι, η ΕΡΤ έχει μετατραπεί σε μία σύγχρονη ΥΕΝΕΔ; Ή όταν παρατηρείται η σύγκρουση της κυβέρνησης με τον εφοπλιστή (άρθρο), οι επιθέσεις της εναντίον διαφόρων εντύπων και η ίδρυση δικών της, με αποκλειστικό σχεδόν στόχο τη δυσφήμιση των στελεχών της αντιπολίτευσης;

Τίποτα δεν είναι απίθανο, εάν συγκρίνει κανείς αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα γενικότερα με την εμπειρία της Λατινικής Αμερικής των αριστερών καθεστώτων – όπως στο παράδειγμα της Αργεντινής που απαγορεύθηκαν δια νόμου ορισμένες μορφές ιδιοκτησίας (πηγή) και του Εκουαδόρ με τη διακοπή των προγραμμάτων των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών για την έκδοση κυβερνητικών πολιτικών δηλώσεων (πηγή) – ή την ανάληψη από τον Correa ακόμη και της συντακτικής διαχείρισης της παλαιότερης εφημερίδας της χώρας (El Telegrafo).

Πόσο μάλλον όταν στο Εκουαδόρ αυτό που ξεκίνησε από την αριστερή κυβέρνηση πριν από δέκα χρόνια, με δήθεν στόχο την πολυμορφία των ΜΜΕ, κατέληξε στο να εξαλείψει τη δημοσιογραφική έρευνα και την πολιτική κριτική – λόγω του φόβου των δημοσιογράφων για τις συνέπειες των εργασιών τους.

Το πλέον σημαντικό όμως είναι το ότι, η χώρα είναι υπερβολικά πολωμένη πολιτικά – με την κυβέρνηση της να έχει αφενός μεν φανατικούς υποστηρικτές της πολιτικής της, οι οποίοι εκθειάζουν τα επιτεύγματα της σχετικά με τη μείωση της φτώχειας ή την τόνωση των δαπανών για την υγεία και την παιδεία, αφετέρου φανατικούς εχθρούς που κατακρίνουν τεκμηριωμένα τη διαφθορά της (πηγή).

Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε τις οικονομικές περιπέτειες της χώρας, οι οποίες ξεκίνησαν το 1998 – τονίζοντας πως μπορεί μεν να αυξήθηκε έκτοτε το ΑΕΠ της, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Η άνοδος του ήταν ουσιαστικά αμελητέα από τότε που ανέλαβε την ηγεσία του Εκουαδόρ η αριστερή κυβέρνηση (γράφημα), παρά την αύξηση των τιμών του πετρελαίου – ενώ άρχισε ξανά να μειώνεται, αποτελώντας κακό οιωνό για το μέλλον.

Η κρίση του 1998

Μετά από μία σειρά διαδοχικών οικονομικών σοκ (πόλεμος με το Περού το 1995, El Nino το 1997, ρωσική και ασιατική κρίση το 1997-98), καθώς επίσης μετά από τις πολύ χαμηλές τιμές του πετρελαίου, το εξωτερικό χρέος του Ισημερινού διαμορφώθηκε στα 13 δις $ – ένα αρνητικό ρεκόρ για τη Λατινική Αμερική, αφού ήταν πάνω από το 66% επί του τότε ΑΕΠ.

Αμέσως μετά (1998) ακολούθησε μία μεγάλη τραπεζική και συναλλαγματική κρίση, αρκετά ιδρύματα χρεοκόπησαν, ενώ η κεντρική τράπεζα αύξησε (τύπωσε) την ποσότητα χρήματος, για να μπορέσει να σταθεροποιήσει κάπως το χρηματοπιστωτικό σύστημα – με αποτέλεσμα να ακολουθήσει μία τεράστια υποτίμηση του νομίσματος (Sucre).

Στη συνέχεια η κεντρική τράπεζα προσπάθησε, με εκτεταμένες συναλλαγματικές παρεμβάσεις, να περιορίσει την υποτίμηση του νομίσματος – αφενός μεν χωρίς επιτυχία, αφετέρου χάνοντας το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγματικών αποθεμάτων της. Ως εκ τούτου, ο Ισημερινός βυθίστηκε για δύο χρόνια σε ένα απίστευτο οικονομικό χάος – με τον πληθωρισμό να υπερβαίνει το 60% το 1999, πλησιάζοντας σχεδόν στο 100% το 2000. Το εθνικό νόμισμα της χώρας υποτιμήθηκε κατά 30% το 1998, καθώς επίσης 67% το επόμενο έτος, χάθηκε η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές δανεισμού, ενώ στο εσωτερικό αναγκάσθηκε η κυβέρνηση να παγώσει τους τραπεζικούς λογαριασμούς, για να στηρίξει τις τράπεζες, οι οποίες κατέρρεαν.

Τελικά η κεντρική τράπεζα έχασε τον έλεγχο σε όλα τα μέτωπα – στον πληθωρισμό, στην ισοτιμία του νομίσματος και στην ποσότητα χρήματος. Το αποτέλεσμα ήταν να καταρρεύσει δραματικά το ΑΕΠ, από τα 20 δις $ το 1998 στα 14 δις $ το 1999 (-30%) σε όρους δολαρίου (με κριτήριο το εθνικό νόμισμα, κατά -6,2%). Ο αριθμός των φτωχών διπλασιάστηκε, από 34% στο 71%, ενώ ο αριθμός των υπερβολικά φτωχών σχεδόν τριπλασιάστηκε (από 12% στο 31%). Σύμφωνα με τα διεθνή ΜΜΕ, μετανάστευσαν περίπου 200.000 Πολίτες μεταξύ των ετών 1998 και 2000, κυρίως στις Η.Π.Α., στην Ιταλία και στην Ισπανία, ενώ το δολάριο έγινε το de facto σημαντικότερο νόμισμα της χώρας.

Η υποτίμηση του νομίσματος επιβάρυνε σε μεγάλο βαθμό τους καταναλωτές, αφού τα εισαγόμενα προϊόντα έγιναν υπερβολικά ακριβά, οι δημόσιες υπηρεσίες κατέρρευσαν, ενώ οι κρατικές δαπάνες για την παιδεία, για την υγεία, για την κατασκευή εργατικών κατοικιών κλπ. σχεδόν μηδενίσθηκαν.

Η δολαριοποίηση

Στις 9 Ιανουαρίου του 2000 ο πρόεδρος της χώρας ανακοίνωσε τη δολαριοποίηση – με τη συμφωνία του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Δώδεκα ημέρες αργότερα αναγκάσθηκε να παραιτηθεί από την εξουσία, μετά από μία κοινωνική εξέγερση, με τη συμμετοχή ενός μέρους του στρατού. Εν τούτοις, δεν άλλαξε τίποτα στον τρόπο διαχείρισης της κρίσης, τον οποίο είχε επιλέξει ο ίδιος, αφού ο αντικαταστάτης του (ο τότε αντιπρόεδρος και βασικός «ανταγωνιστής» του στις εκλογές του 1998), ανακοίνωσε τη συνέχεια της οικονομικής πολιτικής λιτότητας ως είχε.

Ο Ισημερινός λοιπόν, πάντοτε με τη βοήθεια του ΔΝΤ, κατέθεσε μία πρόταση διαγραφής προς τους ξένους δανειστές του, από συνολικά έξι μέρη, με ομόλογα λήξης μεταξύ των ετών 2002 και 2025. Αφορούσε 6,51 δις $ (το 47% περίπου του τότε ΑΕΠ ή το 50% του εξωτερικού χρέους), με διαγραφές μεταξύ 19% και 47% (κατά μέσον όρο 27,4%) – ενώ έγινε αποδεκτή από το 98% των οφειλετών του.

Η «δολαριοποίηση» τώρα, έτσι όπως εφαρμόσθηκε, δεν σήμαινε για τον Ισημερινό τη σύνδεση του νομίσματος του με το δολάριο, όπως είχε κάνει η Αργεντινή το 1991, αλλά την εισαγωγή του ίδιου του δολαρίου, ως επισήμου νομίσματος της χώρας. Στα καταστήματα δηλαδή οι τιμές ήταν στο τοπικό νόμισμα, αλλά οι κάτοικοι πλήρωναν με δολάρια – ενώ η υιοθέτηση του δολαρίου συνδέθηκε με μία επόμενη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος.

Ειδικότερα, τον Αύγουστο του 1998, το ένα δολάριο αντιστοιχούσε με 5.000 Sucres (1:5.000), ενώ τον Ιανουάριο του 2000 η ισοτιμία διαμορφώθηκε στο ένα δολάριο ανά 25.000 Sucres (1:25.000). Εν τούτοις, ο πληθωρισμός δεν καταπολεμήθηκε αμέσως, αφού ανήλθε στο 91%, παρά τη δολαριοποίηση (αργότερα σταθεροποιήθηκε στο 5,7% μεταξύ των ετών 2002 και 2006, ενώ στο 2,6% τον Ιούλιο του 2007).

Τα αποτελέσματα της κατάστασης αυτής ήταν καταστροφικά για τους Πολίτες της χώρας – αφού το 2001 μία πενταμελής οικογένεια χρειαζόταν 253 $ μηνιαία για να επιβιώσει, ενώ οι μηνιαίες αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα ήταν μόλις 97 $, οι χαμηλότερες συντάξεις στα 18 $ και οι μισθοί στο δημόσιο τομέα 40 $. Αν και η ανεργία διαμορφώθηκε χαμηλά (από 14% έως 16%), η υποαπασχόληση εκτοξεύθηκε στο 58,2%, με τρομακτικά επώδυνες συνέπειες για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.

Στις αρχές του 2001 αυξήθηκαν σημαντικά οι τιμές της βενζίνης (75%), των μέσων μαζικής μεταφοράς (100%), καθώς επίσης του προπανίου (40%), το οποίο χρησιμοποιούταν για τις οικιακές ανάγκες από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Οι αυξήσεις αυτές αποτελούσαν μέρος της συμφωνίας της κυβέρνησης με το ΔΝΤ, η οποία είχε γίνει αποδεκτή μετά από διαπραγματεύσεις, ο οποίες διήρκησαν περίπου 18 μήνες.

Ακολούθησαν εκτεταμένες κοινωνικές αναταραχές και διαδηλώσεις εναντίον των μέτρων λιτότητας της κυβέρνησης και του ΔΝΤ, στις οποίες συμμετείχαν κυρίως μαθητές και φοιτητές – οι οποίοι υπέφεραν από τις αυξήσεις των μέσων μεταφοράς, καθώς επίσης από την έλλειψη μελλοντικών προοπτικών. Αντίθετα, τα εργατικά συνδικάτα παρέμειναν σχετικά αδρανή, αφού δεν μπορούσαν να κινητοποιηθούν από τους ηγέτες τους (ενδεχομένως επειδή οι συνδικαλιστές είχαν χρηματισθεί από τους εισβολείς).

Η υιοθέτηση του δολαρίου ως επισήμου νομίσματος της χώρας, παράλληλα με τα διαρθρωτικά μέτρα, με τη φτωχοποίηση και με τη μετανάστευση, σταθεροποίησε τελικά την οικονομία της χώρας – με αποτέλεσμα να επιστρέψει σε πορεία ανάπτυξης, η οποία όμως στηρίχθηκε στην αύξηση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου (γράφημα). Μεταξύ των ετών 2002 και 2006 ό μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης διαμορφώθηκε στο 5,2% – στο υψηλότερο σημείο δηλαδή των προηγουμένων 25 ετών (εύλογα, αφού προηγουμένως είχε καταρρεύσει).

Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη του ΑΕΠ του Εκουαδόρ (μπλε στήλες, αριστερή κάθετος), σε σύγκριση με την Ελλάδα (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά κάθετος).

Μετά από μία σχετική αναπροσαρμογή το 2007, ο ρυθμός ανάπτυξης έφτασε το 7,2% το 2008 – κυρίως λόγω της αύξησης των τιμών του πετρελαίου, καθώς επίσης των υψηλών δημοσίων επενδύσεων. Φυσικά οι ασθενέστερες τάξεις συμμετείχαν πολύ λιγότερο στα οφέλη της ανάπτυξης – όπως ακριβώς συνέβη στη Βραζιλία, στην Τουρκία και όπου αλλού δραστηριοποιήθηκε το ΔΝΤ, το οποίο συνεργάζεται και αμείβει την εκάστοτε τοπική ελίτ, συμπεριλαμβανομένων φυσικά των (διατεταγμένων) ΜΜΕ.

Συνεχίστε στη 2η σελίδα, πατώντας το βέλος δεξιά (επόμενη)


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading