.
Το κυνήγι του συναλλάγματος
Περαιτέρω, σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές, οι κατακτητικοί πόλεμοι της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας είχαν παράλληλα στόχο την απόκτηση συναλλαγματικών αποθεμάτων – ενδεχομένως δε τον έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο θεωρούταν εχθρικό για τη χώρα. Κατά τους ίδιους, η ναζιστική κυβέρνηση χρησιμοποίησε στην αρχή μη σοβαρούς τρόπους χρηματοδότησης του ετήσιου κρατικού προϋπολογισμού.
Στη συνέχεια, οι μέθοδοι έγιναν εγκληματικοί – άποψη την οποία τεκμηριώνουν από το ότι, μετά το 1935 η κυβέρνηση δεν δημοσίευε τον εκάστοτε προϋπολογισμό, με στόχο να συγκαλύψει την άσχημη οικονομική θέση της χώρας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, «Οι ηγέτες των ναζί, προπαγανδίζοντας, υπερηφανεύονταν ότι τοποθετούσαν τα θεμέλια μίας μεγάλης αυτοκρατορίας – όταν στην πραγματικότητα δεν ήξεραν πως θα πλήρωναν τους λογαριασμούς της επόμενης ημέρας».
Περαιτέρω, ο απόλυτος έλεγχος των τραπεζών αποτελούσε ένα σημαντικότατο εργαλείο, για τη χρηματοδότηση της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας. Στα πλαίσια αυτά, όταν ο υπουργός οικονομικών ανέλαβε τη διοίκηση της κεντρικής τράπεζας το 1938, παράλληλα με τον έλεγχο του παραδοσιακά ισχυρού δημόσιου τραπεζικού τομέα (ακόμη και σήμερα, οι περισσότερες τράπεζες στη Γερμανία είναι κρατικές), εξασφάλισε την πρόσβαση του στη διεύθυνση μίας σειράς από ιδιωτικές τράπεζες.
Εν τούτοις, δεν τις εθνικοποίησε κατά τα πρότυπα των κομμουνιστικών καθεστώτων, ενώ οι μεγάλες προσπάθησαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους – αναγκάσθηκαν όμως να υποταχθούν το 1942/43, μετά από ένα νομοσχέδιο που ψηφίσθηκε από την κυβέρνηση. Στο τέλος βέβαια του πολέμου, το μεγαλύτερο μέρος των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών (ενεργητικό) αποτελούταν από ομόλογα, καθώς επίσης από διάφορες απαιτήσεις απέναντι στο δημόσιο – προφανώς μηδενικής τότε αξίας.
Ουσιαστικά, το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς αντιπαθούσε τις ελεύθερες αγορές, θέλοντας όμως ταυτόχρονα να εκμεταλλεύεται τα αδιαφιλονίκητα πλεονεκτήματα τους – έχοντας τη άποψη ότι, δεν μπορούσαν να αντικατασταθούν από κάποιο αποτελεσματικότερο σύστημα. Η θέση αυτή φαίνεται καθαρά από τον τρόπο αντιμετώπισης των χρηματιστηρίων – τα οποία ήταν «ύποπτα» για τους εθνικοσοσιαλιστές.
Ειδικότερα, από τη μία πλευρά τα απέρριπταν για ιδεολογικούς λόγους – αφού πίστευαν ότι τα χρήματα δεν έπρεπε να παράγουν χρήματα, πως ο τόκος ήταν συνώνυμος με τη δουλεία, ότι έπρεπε να υπάρχει μόνο η πραγματική οικονομία, καθώς επίσης πως τα μοναδικά έντιμα χρήματα, ήταν αυτά που κερδίζονταν με την εργασία. Από την άλλη πλευρά, οι περισσότεροι συμμετέχοντες στις χρηματιστηριακές συναλλαγές ήταν Εβραίοι – τους οποίους αντιμετώπιζε εχθρικά, ρατσιστικά καλύτερα το ναζιστικό καθεστώς.
Όμως, τα χρηματιστήρια ήταν απολύτως απαραίτητα για τη χρηματοδότηση του κράτους και της οικονομίας – οπότε, η μοναδική δυνατότητα που απέμενε, ήταν η απομάκρυνση των Εβραίων από τη διοίκηση όλων των χρηματιστηρίων. Αυτό ακριβώς επελέγη, ενώ εφαρμόσθηκε ο ίδιος τρόπος ελέγχου τους, με αυτόν που εφαρμοζόταν στην ελεύθερη αγορά – αυστηρός και μεθοδικός.
Για να αποφευχθεί τώρα ο ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων χρηματιστηρίων, ψηφίσθηκε το 1934 ένας νόμος, ο οποίος υποχρέωνε τις εισηγμένες επιχειρήσεις να διαπραγματεύονται τους τίτλους τους μόνο στο χρηματιστήριο της περιοχής τους. Εκτός αυτού, μειώθηκε ο αριθμός των χρηματιστηρίων από 21 στα 9 – έτσι ώστε να είναι εφικτός ο έλεγχος τους από το κράτος.
Τέλος, για να ενισχυθεί η εσωτερική χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, περιορίσθηκαν με νόμο τα μερίσματα, τα οποία διανέμονταν – κάτι που όμως μείωσε σημαντικά την ελκυστικότητα των μετοχών των εισηγμένων επιχειρήσεων, ενώ σχεδόν μηδενίσθηκαν οι αιτήσεις εισαγωγής νέων εταιρειών. Παρά το ότι λοιπόν η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 50% μεταξύ των ετών 1933 και 1938, τα κεφάλαια των εισηγμένων επιχειρήσεων δεν αυξήθηκαν – ενώ ο αριθμός τους μειώθηκε.
Το 1933 υπήρχαν 10.000 εισηγμένες επιχειρήσεις στη Γερμανία, ενώ το 1941 είχαν απομείνει μόλις 5.000 – χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η Αυστρία και οι καινούργιες περιοχές που κατακτήθηκαν. Μειώθηκαν επίσης οι εκδόσεις ομολόγων από τις επιχειρήσεις, από 3,4 δις μάρκα το 1933, στα 2,9 δις μάρκα το 1938. Αντίθετα, αυξήθηκαν οι εκδόσεις δημοσίων ομολόγων από την κυβέρνηση – στα 24,1 δις μάρκα το 1938, από 10,8 δις μάρκα το 1933.
Η πολιτική οικονομία του πολέμου
Συνεχίζοντας, παρά της τεράστιες προσπάθειες των εθνικοσοσιαλιστών, με στόχο την αυτάρκεια, η εξάρτηση της οικονομίας από το εξωτερικό, στην αρχή του πολέμου, ήταν σημαντική – αν και στον τομέα των τροφίμων, η αυτάρκεια έφτασε στα επίπεδα του 83%. Σε εκείνους τους τομείς όμως, οι οποίοι ήταν απαραίτητοι για τους επεκτατικούς πολέμους (πετρέλαιο, σίδηρος, μέταλλα, ρουχισμός κλπ.), υπήρχαν αρκετά προβλήματα – τα οποία δεν έγιναν αισθητά έως τις αρχές του 1942, επειδή η χώρα είχε συγκεντρώσει αρκετά αποθέματα (Πίνακας Ι).
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Εξάρτηση ως ποσοστό επί της συνολικής ζήτησης το 1939
Προϊόν | Εξάρτηση |
Σιδηρομεταλλεύματα | 75% |
Χαλκός | 70% |
Πετρελαιοειδή | 65% |
Καουτσούκ | 85% |
Λίπη και έλαια (τρόφιμα) | 50% |
.
Ακριβώς για το λόγο αυτό οι ναζί διεξήγαγαν αστραπιαίους πολέμους μικρής διάρκειας όπως, για παράδειγμα, εναντίον της Γαλλίας και της Πολωνίας – έτσι ώστε να προλαβαίνουν να ανεφοδιάζονται (με τους οικονομικούς πολέμους σήμερα λειτουργούν ανάλογα). Όταν αργότερα η διεξαγωγή αστραπιαίων εισβολών έγινε αδύνατη, η Γερμανία έχασε τον πόλεμο.
Το 1939 πάντως η παραγωγή εξοπλισμού ήταν μόλις της τάξης του 12% του ΑΕΠ της χώρας, γεγονός που σημαίνει πως η μέχρι τότε ανάπτυξη της δεν είχε σχέση με την προετοιμασία για τον πόλεμο – ενώ αυξήθηκε στο 19% το 1941, χωρίς να μειωθεί σημαντικά η υπόλοιπη παραγωγή. Ως εκ τούτου ο λαός δεν αντιμετώπισε αρχικά προβλήματα, όσον αφορά την κατανάλωση – αφού η «πολιτική παραγωγή» μειώθηκε μόλις κατά 5%. Επίσης δεν αυξήθηκε σημαντικά ο χρόνος εργασίας των Πολιτών στη βιομηχανία – ο οποίος, από 47,8 ώρες την εβδομάδα το 1939, έφτασε μόλις στις 49,1 ώρες το 1943.
Αντίθετα τώρα με την «πολιτική οικονομία», η οικονομία του πολέμου, κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών, ήταν χαοτική – ενώ διορθώθηκε μετά το 1940, όπου οι πολιτικές βιομηχανίες (Mercedes κλπ.), οι οποίες μετατράπηκαν σταδιακά σε βιομηχανίες παραγωγής εξοπλισμού, ανέλαβαν παράλληλα την οργάνωση της διαδικασίας. Άλλαξαν όμως όλα το Δεκέμβριο του 1941, όπου οι Η.Π.Α. μπήκαν στον πόλεμο- με αποτέλεσμα να είναι αδύνατον να ανταπεξέλθει με τον απαιτούμενο εξοπλισμό η βιομηχανία της χώρας.
Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, το κόστος του πολέμου ανήλθε στα 510 δις μάρκα στη Γερμανία – ενώ οι υπόλοιπες δαπάνες της πολιτικής οικονομίας δεν ξεπέρασαν τα 185 δις μάρκα. Το συνολικό κόστος δε, ύψους περί τα 695 δις μάρκα, ήταν σχεδόν εξαπλάσιο του ΑΕΠ της χώρας το 1938.
Η κάλυψη τώρα του κόστους προήλθε μόνο κατά 5% από φόρους, ενώ τα υπόλοιπα καλύφθηκαν από τα κέρδη των κρατικών επιχειρήσεων (σιδηρόδρομοι, ταχυδρομεία, κεντρική τράπεζα), από τις εγκληματικές ληστείες των κατεχομένων κρατών, καθώς επίσης από τη σύναψη δανείων ύψους 350 δις μάρκων.
Ουσιαστικά λοιπόν το 50% του συνολικού κόστους (το 70% του πολεμικού) καλύφθηκε από το δανεισμό – ενώ, σε αντίθεση με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αυξήθηκαν οι φόροι. Ήδη από το Σεπτέμβριο του 1939 νομοθετήθηκε 50% αύξηση φόρων στους μισθούς, στα εισοδήματα και στα κέρδη των επιχειρήσεων, ως «επιδότηση πολέμου» – καθώς επίσης μία αύξηση 20% στα ποτά και στον καπνό. Η φορολόγηση αυτή έμεινε σταθερή κατά τη διάρκεια του πολέμου, με μοναδική εξαίρεση τη φορολογία των κερδών των επιχειρήσεων – ενώ το κόστος του πολέμου σχεδιαζόταν να επιβαρύνει τους «εχθρούς».
Ο τεράστιος δανεισμός (σχεδόν το τριπλάσιο του ΑΕΠ του 1938) επετεύχθη αθόρυβα – μέσω των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών, οι οποίες αγόραζαν ομόλογα του δημοσίου. Ειδικότερα, επειδή οι καταναλωτικές δαπάνες του πληθυσμού είχαν μειωθεί σημαντικά, οι αποταμιεύσεις των Γερμανών κατέληγαν στις τράπεζες – όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα, αφού οι καταθέσεις παραμένουν το αγαπημένο «αποταμιευτικό εργαλείο» των Πολιτών της χώρας.
Από εδώ φαίνεται καθαρά πόσο εύκολα μπορεί να χρηματοδοτηθεί ένα κράτος από τους ίδιους τους Πολίτες του – αφού, στην περίπτωση της Γερμανίας, χρηματοδοτήθηκε μόνο από τους Πολίτες ένα χρέος της τάξης του 300% του ΑΕΠ της. Εάν κατανοήσει κανείς δε ότι, στο παράδειγμα της Ελλάδας το 2010, αναζητήθηκε η κάλυψη ενός χρηματοδοτικού κενού ύψους περί τα 20 δις €, ενώ έκτοτε έχουν «αποδράσει» καταθέσεις άνω των 100 δις €, θα καταλάβει το μέγεθος της ανοησίας (οι καταθέσεις δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τα δάνεια που παρέχουν οι τράπεζες – ανάλυση).
Φυσικά η συγκεκριμένη χρηματοδότηση προϋποθέτει είτε το φόβο των Πολιτών, όπως επί εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία, είτε την εμπιστοσύνη τους στην Πολιτεία – προϋποθέσεις που δεν υπήρχαν ποτέ στην πατρίδα μας, ενώ η εμπιστοσύνη δεν θα αποκατασταθεί (ο φόβος φυσικά απορρίπτεται), εάν δεν τιμωρηθούν όλοι όσοι οδήγησαν την Ελλάδα στη χρεοκοπία, μέσα από τη διαφθορά και τη διαπλοκή τους.
Συνεχίζοντας, οι καταθέσεις από τις γερμανικές τράπεζες μεταφέρονταν στα ταμεία του κράτους, με στόχο τη χρηματοδότηση του πολέμου – εν αγνοία φυσικά των καταθετών. Η προπαγάνδα του καθεστώτος, το οποίο παρότρυνε τους Πολίτες να αποταμιεύουν, βοήθησε αρκετά – οπότε ο πόλεμος, σε τελική ανάλυση, χρηματοδοτήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του από τον ιδιωτικό τομέα.
Το υψηλό δημόσιο χρέος όμως είχε σαν αποτέλεσμα να αυξηθεί πολύ η ποσότητα χρήματος, όπως ακριβώς συνέβη και στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο – ενώ απέναντι στην ποσότητα αυτή δεν υπήρχε η ανάλογη παραγωγή αγαθών (όπως παρατηρείται σήμερα στην Ιαπωνία, στις Η.Π.Α. κλπ.).
Σε τελική ανάλυση, η κατά κεφαλήν ποσότητα χρήματος αυξήθηκε από τα 86 μάρκα το 1932 στα 812 μάρκα τον Απρίλιο του 1945 – γεγονός που σημαίνει ότι, ο πληθωρισμός ήταν πλέον εκτός ελέγχου. Η αληθινή αξία των χρημάτων όμως ήταν έως το 1944 φανερή μόνο στη μαύρη αγορά – αφού οι τιμές των προϊόντων στην κανονική οικονομία διατηρούταν σε λογικά επίπεδα, λόγω των κρατικών ελέγχων και των αυστηρών ποινών, για τυχόν παραβάσεις.
Επίλογος
Είναι γνωστό πως η ιστορία γράφεται από τους νικητές, οπότε σπάνια κανείς αναφέρεται σε εκείνους τους οικονομολόγους που διαχειρίσθηκαν τη γερμανική οικονομία μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία – ενώ δεν μελετώνται σχεδόν ποτέ. Έχουμε την άποψη όμως πως πρόκειται για ένα μεγάλο λάθος, αφού έτσι χάνεται η εμπειρία – αν και η σημερινή γερμανική οικονομική πολιτική (ελεγχόμενος φιλελευθερισμός) δεν απέχει πολύ από τότε.
Με δεδομένο πάντως το ότι, η Ελλάδα αντιμετωπίζει ανάλογα προβλήματα σήμερα, ενώ θεωρείται πως παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τη δημοκρατία της Βαϊμάρη που γέννησε το Χίτλερ, ίσως έχει νόημα η γνώση του τότε χειρισμού της οικονομίας – αφού μπορούν να αντληθούν αρκετά στοιχεία, με κυριότερο ίσως τον τρόπο της καταπολέμησης της ανεργίας, καθώς επίσης την επίλυση των προβλημάτων της παγίδας της ρευστότητας, της χρηματοδότησης κοκ.
Σε κάθε περίπτωση φαίνεται καθαρά πως χωρίς την ολοκληρωτική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, δεν πρόκειται ποτέ να καταπολεμηθεί η κρίση – ενώ ο χειρισμός του χρηματοπιστωτικού συστήματος μπορεί να βοηθήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό στην αντιμετώπιση των προβλημάτων.