Η οικονομική ιστορία του Εθνικοσοσιαλισμού – Σελίδα 2 – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Η οικονομική ιστορία του Εθνικοσοσιαλισμού

.
Το πρόγραμμα των 25 σημείων 

Περαιτέρω, τα σημεία 9-17 της τότε γερμανικής κυβέρνησης, τα οποία αφορούσαν τις οικονομικές και κοινωνικές απαιτήσεις του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, ήταν τα εξής:

(9) Υποχρεωτική εργασία για όλους,  (10) Κατάργηση των εισοδημάτων που δεν προέρχονται από την εργασία (βασικό στοιχείο του σοσιαλισμού),  (11) Απελευθέρωση από τη δουλεία των τόκων,  (12) Είσπραξη όλων των πολεμικών κερδών,  (13) Εθνικοποίηση των ήδη κοινωνικοποιημένων τραστ,  (14) Συμμετοχή στα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων, (15) Δημιουργία υγιών μικρομεσαίων επιχειρήσεων και διατήρηση τους,  (16) Κοινωνικοποίηση των μεγάλων εμπορικών καταστημάτων και ενοικίαση τους σε μικρές εταιρείες,  (17) Δήμευση γης χωρίς αποζημίωση για κοινωφελείς σκοπούς, κατάργηση των ενοικίων των αγροκτημάτων και απαγόρευση κάθε κερδοσκοπίας με τις ιδιοκτησίες.

Ενδιαφέροντα σημεία της οικονομικής πολιτικής του δεύτερου κυρίαρχου οικονομολόγου, του αμιγώς ναζιστή, ήταν η μη οριοθέτηση των συνόρων της Γερμανίας από την ίδια, στα πλαίσια της αναζήτησης του άριστου ζωτικού χώρου, καθώς επίσης η ανακήρυξη της πολεμικής οικονομίας, ως απαραίτητο συστατικό της ευρύτερης οικονομικής πολιτικής – δύο σημεία τα οποία υιοθέτησε παραδόξως, ως έχουν, αργότερα το Ισραήλ, το οποίο σήμερα ευημερεί στην περιοχή του. Επίσης ενδιαφέρουσα ήταν η σχέση της γερμανικής κεντρικής τράπεζας με την τράπεζα των τραπεζών, με την BIS, η οποία έχει έδρα την Ελβετία (ανάλυση μας).

Το προκαταρκτικό στάδιο του εθνικοσοσιαλισμού

Η παγκόσμια οικονομική κρίση ξεκίνησε στα τέλη Οκτωβρίου του 1929, τη «Μαύρη Παρασκευή», όπου κατέρρευσε το χρηματιστήριο των Η.Π.Α. – κυρίως λόγω της υπερβάλλουσας παραγωγής μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, της μη ισορροπημένης αναδιανομής των εισοδημάτων, της απελευθέρωσης (οπότε της ασυδοσίας) των αγορών, καθώς επίσης της τεράστιας κερδοσκοπίας.

Οι αγορές μετοχών είχαν εκτοξευθεί στα ύψη με αποτέλεσμα, η πτώση των τιμών τους που ακολούθησε, επειδή χρηματοδοτούνταν με δανεικά, να μετατρέψει την χρηματιστηριακή κρίση σε τραπεζική, η οποία διευρύνθηκε σε ολόκληρη την οικονομία – καταστάσεις που συμβαίνουν σήμερα, έχοντας μεν αντιμετωπισθεί με τη βοήθεια των κεντρικών τραπεζών, αλλά χωρίς να επιλυθούν τα προβλήματα. Ως εκ τούτου η κρίση έχει ουσιαστικά αναβληθεί για κάποια στιγμή στο μέλλον – όπου όμως θα είναι πολύ πιο καταστροφική.

Ειδικότερα, σημειώθηκαν πολυάριθμες χρεοκοπίες, απότομος περιορισμός της ρευστότητας και κατακόρυφη πτώση των τιμών – οδηγώντας την οικονομία στον κύκλο του διαβόλου (γράφημα), επειδή η μείωση της παραγωγής δημιούργησε ανεργία, η οποία με τη σειρά της προκάλεσε περιορισμό της αγοραστικής δύναμης, μείωση της ζήτησης, περαιτέρω πτώση της παραγωγής κοκ. (ουσιαστικά κάτι ανάλογο, με αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια).

133

Επειδή τώρα οι Η.Π.Α. ήταν ο «χρηματοδότης του πλανήτη», οι δασμοί που επέβαλλε η τότε κυβέρνηση τους για να προστατεύσει την εγχώρια οικονομία, προκάλεσαν μία μεγάλη κρίση στο παγκόσμιο εμπόριο – υπενθυμίζοντας πως κάτι ανάλογο έχει δηλώσει σήμερα ο κ. Trump. Παράλληλα, η βραχυπρόθεσμη απόσυρση των δανείων εκ μέρους των αμερικανικών τραπεζών, συντέλεσε στο να μεταφερθεί η κρίση σχετικά γρήγορα στην Ευρώπη – όπως ακριβώς το 2008.

Συνεχίζοντας, η διαδικασία επιδεινώθηκε σημαντικά, λόγω του ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες δάνειζαν μακροπρόθεσμα τα χρήματα που δανείζονταν για βραχυπρόθεσμο διάστημα, από τις αμερικανικές τράπεζες. Η κρίση δε είχε πολύ χειρότερα αποτελέσματα για τη Γερμανία, εξαιτίας των τότε δυσμενέστερων συνθηκών στην οικονομία της – όπως ο σχετικά πρόσφατος τότε υπερπληθωρισμός, ο οποίος είχε εξανεμίσει τις καταθέσεις, με αποτέλεσμα οι τράπεζες της να έχουν δανεισθεί μεγάλα ποσά από το εξωτερικό για να καλύψουν τις ανάγκες χρηματοδότησης της χώρας.

Τέλος, η εκλογική νίκη των εθνικοσοσιαλιστών το 1930, προκάλεσε την απώλεια της εμπιστοσύνης των άλλων κρατών, όσον αφορά τα σταθερότητα της γερμανικής πολιτικής και οικονομίας – ενώ οι νομισματικοί πόλεμοι, η εγκατάλειψη του κανόνα του χρυσού από πολλές χώρες κοκ. είχαν δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στον πλανήτη.

Ακολούθησε μία μαζική εκροή χρημάτων, η οποία δημιούργησε τεράστια προβλήματα στις γερμανικές τράπεζες – με αποτέλεσμα να «καταγγείλουν» πρόωρα και βιαστικά τα δάνεια προς τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις, έτσι ώστε να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Επειδή τώρα οι επιχειρήσεις αντιμετώπιζαν παράλληλα πιέσεις εκ μέρους των δανειστών τους από το εξωτερικό, χρεοκοπούσαν η μία μετά την άλλη.

Η κατάρρευση των τραπεζών στη συνέχεια, είχε σαν αποτέλεσμα την πανικόβλητη απόσυρση τόσο των εγχωρίων, όσο και των ξένων κεφαλαίων – έως εκείνη τη στιγμή που η κυβέρνηση αποφάσισε να κλείσει τις τράπεζες για μερικές ημέρες, για να αποφύγει την ολοκληρωτική κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Ο καθοδικός σπειροειδής κύκλος του διαβόλου (μείωση της παραγωγής, αύξηση της ανεργίας, περιορισμός της κατανάλωσης κοκ.) ο οποίος, μεταξύ των πολλών άλλων δεινών που προκαλεί, περιορίζει και τα έσοδα του δημοσίου, συνέχισε την τρομακτική πορεία του στη Γερμανία, φτάνοντας στο ζενίθ του το 1932 – όπου το ΑΕΠ υποχώρησε από τα 263.367 διεθνή δολάρια στα 220.917 (πτώση περί το 16,11% – στην Ελλάδα βιώσαμε πτώση έως και 28%). Για σύγκριση, το ΑΕΠ της Γαλλίας το 1928 ήταν 181.912 και της Μ. Βρετανίας 244.160 – γεγονός που σημαίνει ότι, η οικονομία της Γερμανίας ήταν η μεγαλύτερη στην Ευρώπη (πηγή).

Περαιτέρω, ο τότε καγκελάριος της Γερμανίας προσπάθησε να αντιμετωπίσει την κρίση, με μία μεθοδική «αποπληθωριστική πολιτική» – δηλαδή, με την αύξηση των εξαγωγών, με τη μείωση των εισαγωγών, με την κλιμάκωση των φορολογικών συντελεστών, καθώς επίσης με νέους φόρους (με μία πολιτική λιτότητας λοιπόν, όπως ακριβώς συμβαίνει στην Ελλάδα).

Όπως ήταν όμως φυσικό, η πολιτική αυτή ήταν καταστροφική, αφού ενέτεινε την κρίση, αντί να την καταπολεμήσει – με αποτέλεσμα να «εγκαταλείψουν» πλέον εντελώς οι Πολίτες τη Δημοκρατία, επιλέγοντας τον εθνικοσοσιαλισμό. Όταν λοιπόν η κατάσταση σταθεροποιήθηκε (το καλοκαίρι του 1932), ήταν πλέον πολύ αργά για τη Δημοκρατία.

Στο σημείο αυτό θα έπρεπε να σημειώσει κανείς ότι, σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές, οι Γερμανοί Πολίτες τότε θεωρούσαν πως οι Εβραίοι ήταν αυτοί που προκάλεσαν την κρίση, λόγω του ότι ορισμένοι από αυτούς ήταν ιδιοκτήτες των τοκογλυφικών κεφαλαίων –πίστευαν δηλαδή πως οι Εβραίοι ενσάρκωναν το χρηματοπιστωτικό τέρας, όπως θα λέγαμε σήμερα. Ήταν επομένως εύκολο για το ναζιστικό καθεστώς να ενοχοποιήσει τους Εβραίους για όλα τα δεινά της Γερμανίας – με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν οι γνωστές θηριωδίες και το Ολοκαύτωμα. Εκτός αυτού, καλώς ή κακώς, τέτοιου είδους προβλήματα απαιτούν την ύπαρξη ενός εχθρού για να αντιμετωπισθούν – επειδή μόνο με αυτόν τον τρόπο συσπειρώνονται οι κοινωνίες.

Η εξέλιξη της οικονομίας από το 1933 έως το 1939

Συνεχίζοντας, μεταξύ των ετών 1933 και 1936, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης (γράφημα) εκτοξεύθηκε στο 9% – ενώ η πορεία συνεχίσθηκε τα δύο επόμενα χρόνια. Η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε σημαντικά, το 1936 στο 137% της αντίστοιχης του 1913 – με τον αριθμό των ανέργων να μειώνεται από τα 4,2 εκ. πριν την ανάληψη της κυβέρνησης από τους εθνικοσοσιαλιστές, στους 1,6 εκ. ανέργους τρία χρόνια αργότερα.

289

Οι πραγματικές αμοιβές των εργαζομένων με την ταυτόχρονη μείωση της ανεργίας αυξήθηκαν κατά 20-25% την περίοδο 1933-39, φτάνοντας στα επίπεδα του 1928 (επίσης, του 1913) – ενώ ο πληθωρισμός ήταν της τάξης του 1%, γεγονός που σημαίνει πως υπήρξε μεγάλη σταθερότητα. Η ανάπτυξη στηρίχθηκε από την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης, η οποία διατήρησε τους φόρους σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα – κατά τη συνταγή του Keynes.

Εκτός αυτού ο Χίτλερ, αμέσως μετά την εκλογή του στο αξίωμα του καγκελαρίου στα τέλη Ιανουαρίου του 1933, ξεκίνησε ένα γιγαντιαίο εγχείρημα – σκοπός του οποίου ήταν να ενώσει ολόκληρη τη Γερμανία, κατασκευάζοντας ένα δίκτυο εθνικών οδών. Έντεκα μόλις ημέρες λοιπόν μετά την ανάληψη της εξουσίας εκ μέρους του, ανακοίνωσε πως ήθελε να «μηχανοποιήσει» τη Γερμανία – εγκαινιάζοντας το Σεπτέμβρη του 1933 τον πρώτο αυτοκινητόδρομο.

Ο υπουργός προπαγάνδας της ναζιστικής κυβέρνησης, στον οποίο χρεώνεται ουσιαστικά το διεισδυτικό πολιτικό μανιφέστο της, ο Γκέμπελ, φρόντισε να ξεκινήσουν οι κατασκευές ταυτόχρονα, σε 22 διαφορετικές περιοχές της χώρας θέλοντας να αποδείξει πως η κυβέρνηση σέβεται και τηρεί απόλυτα τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες. Τα αποτελέσματα δε αυτών των ενεργειών συμπεραίνονται  από τις ψήφους υπέρ του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος (NSDAP), από το Μάρτιο του 1933 έως τον Αύγουστο του 1934, τα οποία είχαν ως εξής:

(α)  Στις 5 Μαρτίου του 1933 διεξήχθησαν οι τελευταίες σχετικά ελεύθερες εκλογές στη Γερμανία – όπου το ναζιστικό κόμμα έλαβε το 44% των ψήφων.

(β)  Στις 12 Νοεμβρίου του 1933 ακολούθησαν οι επόμενες εκλογές, όπου όμως το ναζιστικό κόμμα ήταν το μοναδικό που επιτρεπόταν να λάβει μέρος. Στα εκλογικά τμήματα επικράτησε ο μαζικός εκφοβισμός των εκλογέων, από τα στελέχη της SA – με αποτέλεσμα το ναζιστικό κόμμα να λάβει το 90% των ψήφων.

(γ)  Στις 19 Αυγούστου του 1934 τελικά, λίγο μετά το θάνατο του προέδρου του 3ου Ράιχ κ. Hindenburg, διενεργήθηκε ένα δημοψήφισμα – με την πρόταση της ανάθεσης στο Χίτλερ τόσο της θέσης του καγκελάριου, όσο και αυτής του προέδρου. Το 89,9% των Πολιτών ψήφισε υπέρ και ο Χίτλερ «εφοδιάστηκε» με την απόλυτη εξουσία στη χώρα.

Ακριβώς μέσα σε αυτό το «χρονικό παράθυρο», μεταξύ του Μαρτίου του 1933, καθώς επίσης του Αυγούστου του 1934, ξεκίνησε η κατασκευή του δικτύου των εθνικών οδών όπου έως τα μέσα του 1934 υπήρχαν ήδη εργοτάξια και τμήματα δρόμων υπό κατασκευή, σε 131 κοινότητες της χώρας. Προφανώς δε η υπερβολικά υψηλή ανεργία που υπήρχε τότε, η οποία ήταν ο βασικότερος ίσως παράγοντας εκλογής του Χίτλερ, άρχισε να υποχωρεί, επειδή οι θέσεις εργασίας στις κατασκευές αυξάνονταν – αν και σύμφωνα με μία άλλη έρευνα (A. Ritschl) τα δημόσια έργα δεν επηρέασαν σημαντικά την οικονομία της χώρας, ενώ στο ζενίθ τους απασχολούσαν μόλις 125.000 άτομα.

Εν προκειμένω οι οικονομολόγοι ερεύνησαν εάν υπήρχε μία απ’ ευθείας σχέση μεταξύ των κατασκευών των εθνικών οδών και της αποδοχής του ναζιστικού κόμματος από την πλειοψηφία των πολιτών. Για να εξάγουν ασφαλή συμπεράσματα, κατέγραψαν την εξέλιξη των αρνητικών ψήφων εναντίον του Χίτλερ, κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος που οι κατασκευές ήταν στο αποκορύφωμα τους (Νοέμβριος 1933 και Αύγουστος 1934).

Τα αποτελέσματα της ανάλυσης τους είναι εκπληκτικά ολοκάθαρα: στις κοινότητες, στις οποίες οι κατασκευές ήταν ήδη σε λειτουργία ή εντός του εγκεκριμένου σχεδίου, το ναζιστικό κόμμα κατέγραφε μία σημαντική αύξηση των εκλογέων υπέρ του – σε αντίθεση με τις υπόλοιπες, όπου επικρατούσαν οι αρνητικές απόψεις. Σε εκείνες τις κοινότητες όμως που δεν θα συμμετείχαν καθόλου στην κατασκευή του δικτύου, η αλλαγή των ψήφων ήταν ελάχιστη – ήταν δηλαδή ουδέτερες.

Περαιτέρω, η μεγάλη εσωτερική ανάπτυξη δημιούργησε αυξημένες ανάγκες σε εισαγωγές ενέργειας και πρώτων υλών – για την χρηματοδότηση των οποίων η Γερμανία εξήγαγε βιομηχανικά προϊόντα. Οι εξαγωγές όμως δυσκολεύονταν, επειδή τα γερμανικά προϊόντα ήταν ακριβά – αφενός μεν λόγω της αύξησης των τιμών των πρώτων υλών, αφετέρου λόγω της υποτίμησης των νομισμάτων των σημαντικότερων εμπορικών εταίρων της (υποτίμηση εκ μέρους της Μ. Βρετανίας το 1931 και των Η.Π.Α. το 1933).

Ως εκ τούτου, τα εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας μειώθηκαν σημαντικά, στερώντας της το ξένο συνάλλαγμα για την πληρωμή των εισαγωγών της – με μοναδική δυνατότητα την υποτίμηση του νομίσματος της, η οποία θα λειτουργούσε θετικά, αυξάνοντας την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και τις εξαγωγές της. Όμως, η χώρα είχε ήδη από το 1920 μεγάλα εξωτερικά χρέη – οπότε, τυχόν υποτίμηση του νομίσματος της, θα αύξανε δυσανάλογα τα χρέη της (σε μάρκα). Θα αυξανόταν επίσης οι τόκοι των χρεών της, γεγονός που θα προκαλούσε ελλείμματα τόσο στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, όσο και στον προϋπολογισμό της – προβλήματα που θα αντιμετώπιζε επίσης η Ελλάδα σήμερα, εάν επέστρεφε στο εθνικό της νόμισμα.

Στα πλαίσια αυτά, η κυβέρνηση αποφάσισε εν πρώτοις να «αναστείλει» τις πληρωμές τόκων και δόσεων, όσον αφορά τα εξωτερικά χρέη της (Ιούνιος του 1933). Αργότερα, το 1934, μετέτρεψε όλες τις εξωτερικές απαιτήσεις της, αυτά που της χρωστούσαν οι άλλες χώρες δηλαδή, σε απαιτήσεις στο εθνικό νόμισμα – μία παράδοξη κίνηση, η οποία ήταν όμως στη διακριτική της ευχέρεια (σε αντίθεση με τις υποχρεώσεις, οι οποίες απαιτούν τη συμφωνία και των δύο συναλλασσομένων).

Το γεγονός αυτό σήμαινε ότι, οι ξένοι έπρεπε να αγοράζουν τα προϊόντα της από την εγχώρια αγορά, από το εσωτερικό της δηλαδή – αφού μόνο εκεί αναγνωριζόταν το μάρκο ως νόμισμα για τη διενέργεια συναλλαγών. Επομένως, θα έπρεπε προηγουμένως να ανταλλάσσουν το νόμισμα τους με μάρκα, σαν να ήταν το μάρκο «αποθεματικό νόμισμα» – με αποτέλεσμα να μην είναι η Γερμανία εκτεθειμένη στις συναλλαγματικές διακυμάνσεις των άλλων (στην περίπτωση της δραχμής τα τουριστικά έσοδα της Ελλάδας θα είχαν μία ανάλογη λειτουργία).

Επειδή όμως οι τιμές των γερμανικών προϊόντων ήταν 30-40% υψηλότερες από τις τιμές στην παγκόσμια αγορά, μπορούσε με αυτόν τον τρόπο να μειωθεί το εξωτερικό χρέος της χώρας. Εκτός αυτού, οι ακριβές τιμές των προϊόντων υποχρέωσαν ουσιαστικά τις επιχειρήσεις να τα τελειοποιούν – γεγονός που σημαίνει ότι, ως συνήθως, το συγκεκριμένο μειονέκτημα ήταν η αιτία της αριστοποίησης των γερμανικών προϊόντων και της φήμης του «Made in Germany». Επρόκειτο λοιπόν για ευφυείς οικονομικές αποφάσεις με μεγάλο ρίσκο – το οποίο όμως τελικά απέδωσε.

Συνεχίζοντας, εκείνη την εποχή έμαθαν πιθανότατα οι Γερμανοί όχι μόνο να κατασκευάζουν προϊόντα υψηλής ποιότητας, αλλά και να επιβιώνουν με ένα ισχυρό νόμισμα – στοιχεία που τους βοήθησαν σημαντικά, μετά το τέλος του πολέμου. Εν τούτοις, δεν μπόρεσαν να αντιμετωπισθούν τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – με αποτέλεσμα να μειωθούν τα γερμανικά συναλλαγματικά αποθέματα (κατά 1 δις μάρκα, στα 84 εκ.)

Στα πλαίσια αυτά, η Γερμανία αναγκάσθηκε να υιοθετήσει ένα νέο σχέδιο – με στόχο τη ρύθμιση των εμπορικών συναλλαγών της με το εξωτερικό. Τα βασικότερα στοιχεία του ήταν τα εξής: Περιορισμός των εισαγωγών πρώτων υλών και τροφίμων, ενίσχυση των εξαγωγών με διάφορους τρόπους (επιδοτήσεις κλπ.), ανταλλαγή προϊόντων χωρίς την ανάγκη συναλλάγματος, καθώς επίσης μετατόπιση του εμπορίου από την δυτική Ευρώπη και τις Η.Π.Α., προς τη νότια Ευρώπη και τη λατινική Αμερική.

Το 1935 άρχισε να αποδίδει το σχέδιο, με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας να εμφανίζει ξανά πλεόνασμα – στα 111 εκ. μάρκα. Εκτός αυτού, μέσω του κρατικού ελέγχου, μπόρεσαν να επικεντρωθούν οι εισαγωγές στις απαραίτητες για την εξοπλιστική βιομηχανία πρώτες ύλες – ενώ περιορίσθηκαν σημαντικά οι συναλλαγές σε ξένα νομίσματα. Ένα επί πλέον εργαλείο εξοικονόμησης συναλλάγματος ήταν η αύξηση της εγχώριας παραγωγής πρώτων υλών – 416% στο αλουμίνιο, 167% στο σιδηρομετάλλευμα, 123% στην ενέργεια και 44% στο λιθάνθρακα.

Συνεχίστε στην 3η σελίδα (…)


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.