Χρήματα χωρίς αντίκρισμα
Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται την «αστάθεια» των χρημάτων που τίθενται στην κυκλοφορία χωρίς «αντιστοίχιση» – χωρίς δηλαδή κάποιο συγκεκριμένο «υλικό αντίκρισμα», όπως είναι ο χρυσός ή το ασήμι. Όταν δε συμβεί το αναπόφευκτο, η μερική ή ολοκληρωτική απώλεια της αγοραστικής τους ικανότητας, τότε είναι πολύ αργά για να μπορέσουν να αντιδράσουν, προστατεύοντας την περιουσία τους.
Περαιτέρω, όταν τα χρήματα «εξασθενούν», οι εισοδηματικά ισχυρότεροι άνθρωποι προσπαθούν να διατηρήσουν τον πλούτο τους, επενδύοντας σε εμπορεύματα, σε μετοχές ή σε άλλες πάγιες αξίες – ενώ τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα αργούν να συνειδητοποιήσουν το νόημα των αυξήσεων στις τιμές, όπως στη στέγαση, στα τρόφιμα, στα καύσιμα κοκ.
Για παράδειγμα, ελάχιστοι συνέδεσαν την αμερικανική φούσκα των ακινήτων στα μέσα της δεκαετίας του 2000, με το αδύναμο δολάριο – επικεντρώνοντας την προσοχή τους στα φθηνά δάνεια, λόγω της διατήρησης του βασικού επιτοκίου σε χαμηλά επίπεδα από τη Fed.
Στα πλαίσια αυτά αγόραζαν ακίνητα, έχοντας τη δυνατότητα να βρίσκουν δάνεια, καθώς επίσης να ανταπεξέρχονται με τους χαμηλούς τόκους – πιστεύοντας παράλληλα πως οι τιμές τους θα αυξάνονταν στο διηνεκές. Τελικά βέβαια, όταν οι τιμές των ακινήτων άρχισαν να μειώνονται, η αγορά κατέρρευσε με γρήγορους ρυθμούς – οπότε δεν πρόλαβε κανείς να αντιδράσει.
Το σπάσιμο της φούσκας των ενυπόθηκων δανείων υψηλού ρίσκου και μειωμένης εξασφάλισης, το οποίο ξεκίνησε από τις Η.Π.Α., έθεσε σε λειτουργία την «αλυσιδωτή πυρηνική αντίδραση» που επεκτάθηκε στην Ευρώπη, καθώς επίσης στον υπόλοιπο πλανήτη – ενώ, παρά τις τεράστιες προσπάθειες να αντιμετωπισθεί, έχει σε τέτοιο βαθμό επιδεινωθεί που δεν διαφαίνεται πλέον ειρηνικός τρόπος επίλυσης της.
Στο επίκεντρο της όλης «εκρηκτικής διαδικασίας» ευρίσκεται η αποδυνάμωση του δολαρίου – ενώ οι άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν τους τεράστιους κινδύνους που τους απειλούν, από τη συνεχή εκτύπωση νέων ποσοτήτων χρημάτων, σε περιβάλλον παγκόσμιας υπερχρέωσης, χωρίς κανένα απολύτως αντίκρισμα.
.
Οι τιμές των βασικών προϊόντων
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 έως τα μέσα αυτής του 2000, οι τιμές του πετρελαίου ήταν, κατά μέσον όρο, κάτω από τα 25 $ το βαρέλι – ενώ έκτοτε υπερβαίνουν τα 95 $.
Πολλοί θεωρούν πως η τεράστια αυτή αύξηση οφείλεται στις μειωμένες ποσότητες, καθώς επίσης στη διεξαγωγή πολέμων – ενώ ελάχιστοι συνειδητοποιούν πως η κυριότερη αιτία είναι η μείωση της αγοραστικής αξίας του δολαρίου.
Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται η μεγαλύτερη αύξηση της τιμής του πετρελαίου, σε όρους δολαρίου, συγκριτικά με το ελβετικό φράγκο, καθώς επίσης με το ιαπωνικό γεν – γεγονός που τεκμηριώνει σε κάποιο βαθμό το συμπέρασμα μας.
.
Η ποσοστιαία διαφορά στην τιμή του πετρελαίου (WTI) σε δολάρια, ελβετικά φράγκα και Γεν.
.
Συνεχίζοντας, λόγω της πτώσης του δολαρίου, υπήρξε μία σημαντική άνοδος στις τιμές των βασικών τροφίμων – την οποία προσπάθησαν και συνεχίζουν να προσπαθούν να αποκρύψουν πολλά κράτη, κυρίως οι Η.Π.Α., χειραγωγώντας «βάναυσα» τις στατιστικές. Για παράδειγμα, διαφοροποιούν τα προϊόντα στο «καλάθι της νοικοκυράς» – τόσο όσον αφορά τα ίδια, όσο και το «ειδικό βάρος» τους, στον καθορισμό της τελικής μέτρησης των διακυμάνσεων των τιμών που ανακοινώνονται.
Οι καταναλωτές βέβαια, ιδίως οι αμερικανοί και οι γερμανοί, έχουν διαπιστώσει πως οι τιμές ορισμένων βασικών προϊόντων διατροφής έχουν φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ – γεγονός που όμως δεν τους ενοχλεί τόσο, όσο τους πολίτες των αναπτυσσομένων χωρών, στους οποίους το ποσοστό των εισοδημάτων τους που διατίθεται για τρόφιμα είναι κατά πολύ μεγαλύτερο, από το αντίστοιχο των αναπτυγμένων βιομηχανικών κρατών. Ακριβώς για το λόγο αυτό υπήρξαν μεγάλες αναταραχές σε χώρες όπως το Μπανγκλαντές ή η Αίγυπτος, οι οποίες ναι μεν περιορίσθηκαν στη συνέχεια, αλλά θα κλιμακωθούν ξανά στο μέλλον (ανάλυση).
.
Οι μισθοί
Όλοι γνωρίζουν πως τη δεκαετία του 1970, καθώς επίσης τις προηγούμενες, μία μεσοαστική οικογένεια μπορούσε να συντηρηθεί με ένα μισθό – όταν δούλευε δηλαδή μόνο το ένα της μέλος. Έκτοτε όμως απαιτείται να εργάζονται και τα δύο μέλη της – παρά το ότι μειώθηκε ο αριθμός των γεννήσεων ανά οικογένεια, οπότε είναι λιγότερα τα άτομα που συντηρούνται.
Χρησιμοποιώντας τις αμερικανικές στατιστικές, οι οποίες είναι ευκολότερο να βρεθούν, ενώ απεικονίζουν την κατάσταση σε ολόκληρη σχεδόν τη Δύση, διαπιστώνει κανείς πως τα αγαθά, τα οποία θα μπορούσε κανείς να αγοράσει το 1971 με ένα δολάριο, κοστίζουν σήμερα σχεδόν έξι – οπότε συμπεραίνεται πως το ένα δολάριο αξίζει πλέον 17 λεπτά.
Από την άλλη πλευρά, ένας αστός, ο ετήσιος μισθός του οποίου το 1972 ήταν 54.000 $, εισπράττει σήμερα «αποπληθωρισμένα» 45.000 $ – έχει υποστεί δηλαδή μία μείωση της τάξης του -17%. Η διατήρηση ή η καλυτέρευση λοιπόν του βιοτικού επιπέδου των οικογενειών οφείλεται στο ότι δουλεύουν και οι δύο – ενώ, για μία σειρά ετών, το κενό συμπληρωνόταν με το δανεισμό.
.
Η υπερχρέωση
Ένας από τους λόγους που θα οδηγήσουν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς επίσης πολλά εθνικά νομίσματα στην κατάρρευση, είναι τα δάνεια χωρίς αντίκρισμα των τραπεζών – τα χρήματα δηλαδή, τα οποία δημιουργούν οι εμπορικές τράπεζες από το πουθενά.
Ειδικότερα, για κάθε 100 € που δανείζει μία ευρωπαϊκή τράπεζα, διατηρεί την υποχρέωση εγγύησης στην κεντρική ύψους 1 ευρώ (1%) – στις Η.Π.Α. 10% (10 $) και στην Κίνα 20%. Τα δάνεια τώρα αυτά δόθηκαν σε πολλές χώρες στο πρόσφατο παρελθόν, χωρίς να υπάρχουν ισόποσες εγγυήσεις – κάτι που συνέβη και με τα ενυπόθηκα, τα οποία βασίσθηκαν σε υπερβολικά υψηλές αξιολογήσεις των ακινήτων. Επομένως, οι αγορές δεν πλημύρισαν μόνο από τα νέα χρήματα που τύπωσαν οι κεντρικές τράπεζες αλλά, επίσης, από τα πολλαπλάσια των εμπορικών. Με δεδομένο όμως το ότι,
(α) ένα μεγάλο μέρος των δανείων που δόθηκαν από τις τράπεζες δεν πρόκειται ποτέ να επιστραφεί, πόσο μάλλον εάν συνεχιστεί η κατάρρευση όλων των παγίων αξιών, καθώς επίσης
(β) με υφιστάμενη την υπερχρέωση των κρατών, τα οποία δεν θα μπορέσουν να ενισχύσουν τις τράπεζες όπως το 2008,
οι μοναδικές διέξοδοι που φαίνεται πως απομένουν είναι είτε οι ευρείες διαγραφές, είτε η συνέχιση των πληθωριστικών πολιτικών – οπότε η καταστροφή αρκετών νομισμάτων.