Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Τα λάθη της Ευρώπης, η οικονομική θέση συγκεκριμένων κρατών της, τα μεγάλα προβλήματα των τραπεζών, το «τεστ κοπώσεως» των Βρυξελλών, η διαφαινόμενη απειλή εξαφάνισης της μεσαίας τάξης και η αναδιάρθρωση του χρέους

Η «κατάρρευση» των χρηματοπιστωτικών αγορών το 2008, μας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι, δεν επρόκειτο για μία απλή «κίνηση» του «συστήματος», για έναν ομαλά πτωτικό δηλαδή οικονομικό κύκλο, αλλά για ένα πολύ πιο σημαντικό γεγονός – με αποτέλεσμα, να παραλληλισθούν οι παγκόσμιες «αναταράξεις» με τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930.

Με βάση λοιπόν τη συγκεκριμένη παραδοχή, οι υπεύθυνοι για τη λειτουργία του καπιταλισμού (κυβερνήσεις, κεντρικές τράπεζες κλπ), αξιοποιώντας την εμπειρία του παρελθόντος, αφενός μεν πλημμύρισαν τις αγορές με ρευστότητα, αφετέρου ενίσχυσαν, μέσω του δημοσίου τομέα, τη ζήτηση, έτσι ώστε να αναθερμανθούν οι Οικονομίες – ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του Keynes. Δυστυχώς όμως, όπως συνήθως συμβαίνει με τα περισσότερα θέματα, τα οποία προσπαθεί να ρυθμίσει, να ελέγξει καλύτερα ο «ατελής ανθρώπινος παράγοντας», δεν δόθηκε η απαιτούμενη σημασία στον «τρίτο» συντελεστή – ο οποίος όμως είναι ο πλέον αποφασιστικός.

Έτσι, παρά το ότι ήταν γνωστό ήδη από το 1930 πως «οι τράπεζες κάνουν τη διαφορά», αφού μέσα από τη δική τους «δυσλειτουργία» εξελίχθηκε η τότε «οικονομική άπνοια» στη Μεγάλη Ύφεση, δεν ελήφθησαν τα απαραίτητα μέτρα «εξυγίανσης» τους – ιδίως από τις Η.Π.Α., οι οποίες «επιδόθηκαν» κυρίως σε νέα «τεχνάσματα», παρά στην αναζήτηση ορθολογικών λύσεων.

Η ΕΥΡΩΠΗ

Ειδικά όσον αφορά την Ευρώπη, η οποία απειλήθηκε κατά πολύ περισσότερο από την υπόλοιπη «δύση», τα απαιτούμενα «μέτρα» αφενός μεν καθυστέρησαν αδικαιολόγητα, αφετέρου ήταν εξαιρετικά ανεπαρκή – ενώ συνεχίζουν να είναι. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι,

(α)  οι Ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν επενδύσει μεγάλα ποσά σε ομόλογα δημοσίου, ιδιαίτερα των «ασφαλών» κρατών της Ευρωζώνης, με αποτέλεσμα να είναι σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένες, στην περίπτωση που ένα κράτος αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα – όπως για παράδειγμα η Ιρλανδία, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία, αργότερα η Ιταλία, η Γαλλία κλπ,

(β)  εντός της Ευρώπης λειτουργεί ένας μεγάλος αριθμός μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες είναι κατά πολύ πιο εξαρτημένες από τις πιστώσεις των τραπεζών, σε σχέση με τις αμερικανικές πολυεθνικές – με αποτέλεσμα να είναι περισσότερο ευάλωτες, σε περιόδους περιορισμού της ρευστότητας.

Περαιτέρω, οι κυβερνήσεις των κρατών της Ευρωζώνης, αντί να προσπαθήσουν να επιλύσουν συλλογικά τα προβλήματα τους, από κοινού δηλαδή, επέλεξαν δυστυχώς εθνικές λύσεις. Παρά το ότι η συμπεριφορά τους αυτή δεν είναι κατακριτέα (με εξαίρεση τη Γερμανία, η οποία έχει άλλες επιδιώξεις), αφού είναι απολύτως κατανοητό πως είναι δύσκολο να πεισθούν οι Πολίτες μίας χώρας να «επιδοτήσουν» κάποια άλλη, δεν παύει να είναι απολύτως εσφαλμένη. Η άποψη μας αυτή, η πεποίθηση μας μάλλον, τεκμηριώνεται από το αναμφισβήτητο γεγονός της αλληλεξάρτησης (συγκοινωνούντα δοχεία) των ευρωπαϊκών χρηματαγορών – κάτι που σημαίνει ότι, είναι αδύνατον να έχουν μακροπρόθεσμα θετικό αποτέλεσμα οι οποιεσδήποτε μεμονωμένες λύσεις.

Αν μη τι άλλο λοιπόν, τουλάχιστον το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρωζώνης οφείλει να αντιμετωπίζεται συλλογικά – σε καμία περίπτωση δηλαδή «εθνικά», εάν επιθυμεί κανείς να αποφύγει την ολοκληρωτική καταστροφή του (η οποία φυσικά θα παρασύρει μαζί της το σύνολο των χωρών της ΕΕ). Επομένως, πρέπει να υπάρξει ένας κοινός ευρωπαϊκός οργανισμός επίβλεψης των τραπεζών – κάτι που προβλέπεται από το καταστατικό της ΕΚΤ.

Εν τούτοις, παρά το ότι η αναγκαιότητα αυτή είναι γνωστή από σχεδόν τριάντα χρόνια τώρα, δεν έγινε απολύτως τίποτα στην πράξη – με αποτέλεσμα, η συνολική ευρωπαϊκή «κατασκευή» να είναι ουσιαστικά «εκ γενετής» ατελής. Φυσικά, οι αγορές έχουν αντιληφθεί το μεγάλο αυτό μειονέκτημα – οπότε, αφενός μεν είναι «ανήσυχες», αφετέρου επιτίθενται κερδοσκοπικά, με όλα τα μέσα που διαθέτουν.

Συνεχίζοντας, αν και θα ήταν ίσως εφικτή, μέχρι πρόσφατα, η απλή επίλυση του προβλήματος, μέσω της δημιουργίας μίας ευρωπαϊκής ρυθμιστικής αρχής για την επίβλεψη των τραπεζών, σήμερα δεν αρκεί. Η Ευρώπη οφείλει να αποφασίσει επί πλέον την έκδοση Ευρωομολόγων, με στόχο την από κοινού χρηματοδότηση όλων των χωρών της Ευρωζώνης – έτσι ώστε να είναι εφικτός ο δανεισμός των ελλειμματικών χωρών, με προσιτά επιτόκια. Φυσικά, απώτερος στόχος πρέπει να είναι η πραγματική, η πολιτική δηλαδή ένωση της, αφού διαφορετικά είναι αδύνατον να επιβιώσει.

Κατά την άποψη μας βέβαια, είναι μάλλον αργά για την Ευρώπη – όσο αφορά τουλάχιστον την διατήρηση της ανεξαρτησίας της. Δυστυχώς, δεν δόθηκε έγκαιρα η απαιτούμενη σημασία στην Ελληνική κρίση, με αποτέλεσμα να «εισβάλλουν» σχεδόν ανενόχλητες οι Η.Π.Α. (ΔΝΤ) στην Ευρώπη, δια μέσου της Ελληνικής κερκόπορτας.

Σήμερα, ο πρόεδρος του «ταμείου» δεν σχεδιάζει μόνο την άλωση της Ισπανίας, αλλά εκφράζεται «κριτικά» ακόμη και για τη Γαλλία – ενδεχομένως με μελλοντικό στόχο την ίδια τη Γερμανία, η οποία δυστυχώς χαρακτηρίζεται από ένα τεράστιο έλλειμμα διακυβέρνησης, ενώ διαθέτει σχεδόν μηδενική «πολιτική ωριμότητα» (άρθρο μας: ΑΠΟΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ: Η χαμένη μάχη, το πρόβλημα της υπερχρέωσης, η επίθεση μέσω ομολόγων, η αδυναμία χρεοκοπίας των Η.Π.Α., η Ευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα και η ευρηματική «επέλαση» του ΔΝΤ  15/5/2010).

Όσον αφορά τις υπόλοιπες χώρες, η Μ. Βρετανία είναι από αρκετό καιρό  χρεοκοπημένη, έχοντας συνολικό χρέος 466% του ΑΕΠ της. Απλά λοιπόν «διατηρείται τεχνητά στη ζωή» από τις Η.Π.Α., μάλλον επειδή ανήκει στον αγγλοσαξονικό καπιταλισμό – ο οποίος, μέσα από την «αποικία» του αυτή, έχει «θέση και μάτια» στα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα. Το Βέλγιο τώρα, το οποίο όχι μόνο έχει υψηλό δημόσιο χρέος (30.382 € ανά κάτοικο – για σύγκριση, το αντίστοιχο μέγεθος της Ελλάδας είναι 24.280 €), αλλά και έντονο κυβερνητικό πρόβλημα, μετά τις τελευταίες εκλογές («διάσπαση» της γαλλόφωνης με τη φλαμανδική πλευρά), αποτελεί αναμφίβολα έναν «λανθάνοντα» αδύνατο κρίκο.

Πιθανότατα η Πορτογαλία, όπως και η Ιρλανδία (συνολικό χρέος 700% του ΑΕΠ, έναντι 252% της Ελλάδας), παραμένουν στην επικαιρότητα, αν και τα «μεγέθη» τους είναι μάλλον αμελητέα για τις επιδιώξεις του ΔΝΤ – ενώ η Ιταλία, με δημόσιο χρέος περί τα 1,8 τρις €, φαίνεται να ανησυχεί ιδιαίτερα, παρατηρώντας τις κινήσεις του κ. S. Kahn, ο οποίος έχει πλέον εγκατασταθεί μόνιμα στις Βρυξέλες. Φυσικά η Ελλάδα, θεωρώντας καλοπροαίρετα ότι η κυβέρνηση της είναι αδύνατον να υπηρετεί «ανίερες συμφωνίες», έχει «παραδώσει τα όπλα», πολύ πριν εμφανισθεί ο εχθρός στις «πύλες» – σε κάθε περίπτωση χωρίς κανέναν αξεπέραστο οικονομικό λόγο, αφού τα προβλήματα μας θα μπορούσαν να είχαν επιλυθεί σχετικά εύκολα, με τη βοήθεια απλά και μόνο της έγκαιρης (2009) διάθεσης Εθνικών Ομολόγων.

Η Γαλλία, με έλλειμμα στο 7,5% του ΑΕΠ της (2009), καθώς επίσης με δημόσιο χρέος στο 77,6% (περίπου 1,5 τρις €), δεν φαίνεται να έχει τη δυνατότητα ρεαλιστικής «συνδιοίκησης» της ΕΕ, αφού δεν μπορεί να ακολουθήσει τη Γερμανία στην ανάπτυξη – παρά το ότι η τελευταία, με δημόσιο χρέος στο 70% του ΑΕΠ της (1,7 τρις €), δεν είναι στην καλύτερη εποχή της. Η Ολλανδία βέβαια ευρίσκεται σε σχετικά καλή θέση, με δημόσιο χρέος στο 61% του ΑΕΠ της, όπως και η Αυστρία (έλλειμμα 4,7%) – αν και οι τράπεζες της είναι σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένες στην Α. Ευρώπη. Η Φιλανδία, με δημόσιο χρέος 75 δις €, είναι ίσως στην ιδανικότερη θέση από όλες τις χώρες της Ευρωζώνης – μαζί με τη Σλοβενία (40% χρέος) και τη Σλοβακία (22 δις € ή 35,2% του ΑΕΠ της).


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.