Παραοικονομία ή μαύρη οικονομία – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Παραοικονομία ή μαύρη οικονομία

.

Εάν οι μικρομεσαίες εταιρίες στην Ελλάδα πάψουν να φοροδιαφεύγουν και να εισφοροδιαφεύγουν, ένας αρκετά μεγάλος αριθμός τους θα χρεοκοπήσει – οπότε το δημόσιο, στην προσπάθεια του να επιλύσει ένα πρόβλημα, θα δημιουργήσει ένα ακόμη μεγαλύτερο. Επομένως, θα πρέπει να αναζητηθεί η σωστή λύση και να αποφύγει η κυβέρνηση τα μεγάλα λόγια, καθώς επίσης τις κρυφές ατζέντες υπερφορολόγησης – για παράδειγμα, τη μείωση των φορολογικών συντελεστών στα επίπεδα άλλων χωρών με αντίστοιχες αδυναμίες, όπως είναι η Βουλγαρία, η Ρουμανία κλπ. Κατά την άποψη μας βέβαια, θα πρέπει να υιοθετηθεί ο γραμμικός φόρος (flat tax) της τάξης του 15%, σε συνδυασμό με το σύστημα εσόδων/εξόδων – κάτι που θα εξαφάνιζε αυτόματα τη φοροδιαφυγή, αφού δεν θα είχε κανένας λόγο να πληρώνει χωρίς τιμολόγιο, ενώ θα έλυνε ταυτόχρονα κάποια από τα προβλήματα των επιχειρήσεων.

.

Ανάλυση

Το θέμα της παραοικονομίας, η οποία τοποθετείται από το 20% έως το 27% του ΑΕΠ στην Ελλάδα (25,4% κατά τον ΟΟΣΑ), δηλαδή μεταξύ 40 δις € και 55 δις €, όπως διαπιστώνεται από τους διάφορους πίνακες που παραθέτουμε στο κείμενο, απασχολεί πάρα πολλούς – αφού τα διαφυγόντα έσοδα του δημοσίου, με έναν συντελεστή της τάξης του 28%, υπολογίζονται από 11 έως 15  δις € του πληθωριστικού ΑΕΠ του 2022 (208 δις €).

Ειδικά βέβαια απασχολεί την κυβέρνηση, επειδή έχει τοποθετήσει ως πρώτη προτεραιότητα της την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής – ενώ η δήλωση του υφυπουργού οικονομικών περί αύξησης της φορολογίας των ελευθέρων επαγγελματιών (πηγή), μπορεί μεν να διαψεύσθηκε από τον υπουργό του και, κατ’ επέκταση, από τον ίδιο αργότερα, αλλά μόνο για πολιτικούς λόγους.

Η αλήθεια είναι όμως πως το συγκεκριμένο σενάριο προέκυψε από πραγματικά γεγονότα – από την πρόθεση της κυβέρνησης δηλαδή, να τιμωρήσει όλους όσους φοροδιαφεύγουν. Εν προκειμένω υπάρχει μία εισήγηση, μετά από αντίστοιχη πρόταση του ΙΟΒΕ, να επιβληθεί ένας διαφορετικός φόρος στα χαμηλά κέρδη που δηλώνονται από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις – ενώ σε όσες δηλώνουν πάνω από 10.000 €, να μην υπάρχει καμία πρόσθετη επιβάρυνση (πηγή).

Περαιτέρω, το υπαρκτό φυσικά φαινόμενο της φοροδιαφυγής, αφορά κυρίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις – αφού οι μεγάλες δεν έχουν κανένα λόγο να διακινδυνεύσουν από τέτοιες παράνομες ενέργειες, διαθέτοντας τη δυνατότητα της φοροαποφυγής. Της νόμιμης στην ουσία φοροδιαφυγής (ανάλυση), χρησιμοποιώντας εντός Ευρώπης διάφορους φορολογικούς παραδείσους – όπως στην Ολλανδία (ανάλυση) που είναι επί πλέον το νούμερο ένα πλυντήριο χρήματος της ΕΕ (ανάλυση), στο Λουξεμβούργο (ανάλυση), στην Ιρλανδία, στις Βρυξέλες, στη Γερμανία κοκ., ενώ φυσικά υπάρχουν ακόμη περισσότεροι φορολογικοί παράδεισοι εκτός ΕΕ.

Μέγεθος παραοικονομίας ως προς το ΑΕΠ

Οι δυνατότητες αυτές είναι περισσότερο προσιτές στις επιχειρήσεις των μεγαλυτέρων χωρών, όπως είναι η Γερμανία – επειδή σε αυτές, το μέγεθος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι σημαντικά μεγαλύτερο, από αυτών στις μικρότερες χώρες, όπως είναι η Ελλάδα. Το συγκεκριμένο γεγονός σημαίνει με τη σειρά του ότι, δεν είναι μεγαλύτερη η φοροδιαφυγή συνολικά στην Ελλάδα, εάν προσθέσει κανείς τη φοροαποφυγή με τη φοροδιαφυγή – εάν δηλαδή συγκριθεί συνολικά η νόμιμη, μαζί με την παράνομη αποφυγή πληρωμής φόρων.

Υπάρχουν όμως και άλλοι λόγοι που θα έπρεπε να εξετασθούν, όσον αφορά την Ελλάδα – ξεκινώντας από τις διαφορές που υφίστανται μεταξύ των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των ξένων. Για παράδειγμα, οι γερμανικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν επίσης τη «ραχοκοκαλιά» της οικονομίας της χώρας (86% οι πολύ μικρές, 99,3% όλες οι μικρομεσαίες, γράφημα), έχουν πολύ μεγαλύτερο μέγεθος από τις ελληνικές – ενώ είναι (α) σε σημαντικό βαθμό παραγωγικές, με αποτέλεσμα να δραστηριοποιούνται και στις εξαγωγές, (β) λειτουργούν σε μία υγιέστερη εγχώρια αγορά, (γ) τα εισοδήματα των Γερμανών καταναλωτών είναι κατά πολύ υψηλότερα από των Ελλήνων, (δ) έχουν πρόσβαση σε φθηνή και απροβλημάτιστη τραπεζική χρηματοδότηση, (ε) η παραγωγικότητα των εργαζομένων είναι πολύ μεγαλύτερη, αφού στηρίζονται από επενδύσεις κοκ.

Αντίθετα η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, είναι μεταπρατική, με σαθρή παραγωγική βάση – αφού από τα 321,2 δις € που ήταν το 2021 ο συνολικός τζίρος των ελληνικών επιχειρήσεων, τα 132,5 δις € ή το 41,5% αφορούσαν συναλλαγές των εμπορικών επιχειρήσεων, χωρίς να παράγεται προστιθέμενη αξία. Η μεταποίηση είχε συνολικό τζίρο 67,3 δις € ή 20,9% – ενώ από τις συνολικά 881.717 επιχειρήσεις, με μέσο αριθμό εργαζομένων μόλις 3,6 άτομα εκ των οποίων μόνο 2,72 μισθωτούς, οι 224.087 δραστηριοποιούνται στο εμπόριο και οι 106.157 στις υπηρεσίες παροχής καταλύματος και εστίασης (πηγή).

Ακόμη χειρότερα, η εγχώρια αγορά μας δεν είναι υγιής, αφού οι Έλληνες καταναλωτές είναι στην τρίτη θέση από το τέλος στην ΕΕ, όσον αφορά τα μέσα εισοδήματα τους – ενώ η χρηματοδότηση είναι πανάκριβή και στην ουσία εφικτή μόνο σε περίπου 30.000 επιχειρήσεις, η παραγωγικότητα των εργαζομένων έχει καταρρεύσει  στα επίπεδα του 2000 (γράφημα), επειδή δεν διεξάγονται επενδύσεις σε σύγχρονα μηχανήματα ή διαδικασίες κοκ.

Ειδικά όσον αφορά την τραπεζική χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, αποτελεί μεγάλο πρόβλημα η μη δήλωση του πραγματικού τζίρου και των κερδών τους, για να αποφύγουν την πληρωμή φόρων – γεγονός που δεν δίνει τη δυνατότητα στις τράπεζες να τις αξιολογήσουν σωστά και να εγκρίνουν δάνεια. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους εργαζομένους τους, όπου πολλές εταιρίες δεν δηλώνουν ολόκληρο το μισθό που τους πληρώνουν, για να αποφύγουν τις υψηλές εισφορές – με αποτέλεσμα πολλά από τα στατιστικά στοιχεία της χώρας μας να είναι πλασματικά.

Εν τούτοις, όλα αυτά δεν σημαίνουν πως η φοροδιαφυγή είναι το αγαπημένο «άθλημα» των Ελλήνων – αλλά το αποτέλεσμα της αδυναμίας ενός μεγάλου αριθμού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων να ανταπεξέλθουν, με όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, όπως τις αναφέραμε παραπάνω. Με απλά λόγια, εάν οι μικρομεσαίες εταιρίες πάψουν να φοροδιαφεύγουν και να εισφοροδιαφεύγουν, ένας αρκετά μεγάλος αριθμός τους θα χρεοκοπήσει – οπότε το δημόσιο, στην προσπάθεια του να επιλύσει ένα πρόβλημα, θα δημιουργήσει ένα ακόμη μεγαλύτερο.

Επομένως, θα πρέπει να αναζητηθεί η σωστή λύση και να αποφύγει η κυβέρνηση τα μεγάλα λόγια – για παράδειγμα, τη μείωση των φορολογικών συντελεστών στα επίπεδα άλλων χωρών με αντίστοιχες αδυναμίες, όπως είναι η Βουλγαρία, η Ρουμανία κλπ. Κατά την άποψη μας βέβαια, θα πρέπει να υιοθετηθεί ο γραμμικός φόρος (flat tax) της τάξης του 15% – σε συνδυασμό με το σύστημα εσόδων/εξόδων (*).

Κάτι τέτοιο θα εξαφάνιζε αυτόματα τη φοροδιαφυγή, αφού δεν θα είχε κανένας λόγο να πληρώνει χωρίς τιμολόγιο – ενώ θα έλυνε ταυτόχρονα κάποια από τα προβλήματα των επιχειρήσεων, όπως την υπερφορολόγηση και την τραπεζική χρηματοδότηση τους. Θα βοηθούσε επίσης τη διεξαγωγή παραγωγικών επενδύσεων, οι οποίες προϋποθέτουν ένα σταθερό και ανταγωνιστικό φορολογικό περιβάλλον – ενώ μόνο με αυτόν τον τρόπο θα αυξανόταν η παραγωγικότητα των εργαζομένων οπότε οι μισθοί τους (με αποτέλεσμα την άνοδο της κατανάλωσης, οπότε ξανά των επενδύσεων και του ΑΕΠ), θα μειωνόταν το εμπορικό μας έλλειμμα λειτουργώντας προσθετικά στο ΑΕΠ, όχι αφαιρετικά όπως σήμερα κοκ.

Επίλογος

Συμπερασματικά λοιπόν, μάλλον δεν θα ωφελήσουν οι απειλές φορολογικών διωγμών των επιχειρήσεων, οι αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών των δυνητικά φοροφυγάδων που διέψευσε μεν ο υπουργός, αλλά αποτελούν σίγουρα την κρυφή ατζέντα της κυβέρνησης ή οι ηλεκτρονικές συναλλαγές και τα POS – οι οποίες πράγματι αυξήθηκαν (γράφημα), αλλά η φοροδιαφυγή δεν φαίνεται να έχει μειωθεί.

Τέλος, ένα παράξενο στοιχείο που φαίνεται στα στοιχεία του πίνακα, είναι η μεγάλη αξία συναλλαγών το 2014 – η οποία θα μπορούσε να αφορά κινήσεις εξόδου κεφαλαίων λόγω κινδύνου GREXIT, το σκάνδαλο της πώλησης ακινήτων στην Κίνα μέσω POS της Jumbo (πηγή) ή κάτι άλλο.

Σύμφωνα πάντως με μελέτη του ΙΟΒΕ, η πανδημία έχει αυξήσει τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, αλλά η υιοθέτηση τους μεταβάλλεται ανά κανάλι αγορών – όπως σε σουπερμάρκετ, για  ρούχα ή σε εστιατόρια. Έχει μειωθεί όμως η μέση αξία συναλλαγών στα 28 €γεγονός που σημαίνει μεγάλα έσοδα των τραπεζών από προμήθειες και επιβάρυνση του λιανικού εμπορίου, με αποτέλεσμα να προστίθεται ένα ακόμη πρόβλημα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Εν προκειμένω, με την προμήθεια συναλλαγών στο 0,7% με στοιχεία του 2018 (πηγή),  κάθε χρόνο οι τράπεζες αποκομίζουν ως 236 εκ. € έσοδα (33,8 δις € * 0,7%) – ένα ποσόν, με το οποίο επιβαρύνονται οι υπόλοιπες εταιρίες και ωφελούνται οι τράπεζες, οι οποίες αποκομίζουν επίσης κέρδη από τις πωλήσεις του εξοπλισμού και το κρύβουν (υπολογίζονται από 85 εκ. € έως 375 εκ. €).

Υστερόγραφο: Προφανώς τα διαφόρων ειδών επιδόματα που δίνει η κυβέρνηση, τροφοδοτούν τη φοροδιαφυγή – αφού για να τα εισπράξουν οι Πολίτες, πρέπει να δηλώνουν χαμηλά εισοδήματα. Επομένως, τα περί καταπολέμησης της φοροδιαφυγής που λέει, είναι κενά λόγια – τονίζοντας ξανά πως όσο πιο υψηλοί οι φόροι, τόσο μεγαλύτερη είναι η φοροδιαφυγή, ενώ η πάταξη της πρέπει να συνοδεύεται απαραίτητα από χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές.

*Σημείωση

Με το φορολογικό σύστημα των εσόδων-εξόδων, οι Πολίτες θα αφαιρούν από τα έσοδα τους όλα τους τα έξοδα (ενοίκιο, ΔΕΗ, τηλέφωνο, αγορές κλπ.), όπως οι επιχειρήσεις και θα φορολογούνται μόνο για αυτά που απομένουν – με έναν  οριζόντιο ή γραμμικό φόρο (flat tax) ύψους 15% που θα ισχύει και για τις εταιρίες. Έτσι θα κρατούν όλες τις αποδείξεις, αφού θα αφαιρούνται από τα έσοδα τους (=μισθούς, συντάξεις κλπ.) και θα περιορίζουν τους φόρους τους – οπότε θα μειωθεί κατακόρυφα η φοροδιαφυγή, ενώ οι νομοταγείς Πολίτες που σήμερα ληστεύονται, θα πληρώνουν λιγότερους φόρους.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading