Η αναλγησία των κεντρικών τραπεζών – The Analyst
ΔΙΕΘΝΗ

Η αναλγησία των κεντρικών τραπεζών

.

Με ποιο δικαίωμα οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες, χρησιμοποιούν τα επιτόκια για να επιβάλουν μία θηριώδη μεταφορά πλούτου, από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, προς τις μεγάλες εμπορικές τράπεζες;  Μία τεράστια αναδιανομή από τα κάτω προς τα επάνω, χωρίς να έχουν καμία δημοκρατική νομιμοποίηση ή εντολή; Πόσο μάλλον όταν η «λύση» που δρομολογήθηκε για τον «πληθωρισμό», η αύξηση των επιτοκίων δηλαδή, δεν αντιμετωπίζει ισότιμα όλους τους οικονομικούς παράγοντες, παρά το ότι υποτίθεται πως αυτή είναι η κορυφαία προτεραιότητα της ελεύθερης αγοράς;

.

Ανάλυση

Οι μεγάλες τράπεζες της Δύσης, τουλάχιστον με κριτήριο τους πρόσφατους Ισολογισμούς τους, φαίνεται πως θησαυρίζουν – την ίδια στιγμή που η οικονομία οδηγείται στην ύφεση. Εν τούτοις, οι θεαματικές αυξήσεις στα κέρδη τους, για τις οποίες υπάρχουν συνεχείς ανακοινώσεις, δεν οφείλεται σε μια σημαντικά βελτιωμένη γκάμα προϊόντων – ούτε στην άνοδο της αποδοτικότητας των επιχειρηματικών διαδικασιών τους ή, έστω, στην καλύτερη συνολική τους οργάνωση.

Αντίθετα, φαίνεται πως οι μεγάλες αυξήσεις των κερδών τους αποφασίσθηκαν από τις κεντρικές τράπεζες – με την αιτιολογία ότι, αποτελούν μέτρο για την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Με απλά λόγια, αυξάνοντας τα βασικά τους επιτόκια οι κεντρικές τράπεζες, όπως η ΕΚΤ ή η Fed, προκάλεσαν την ξαφνική άνοδο των κερδών των εμπορικών τραπεζών – φυσικά εις βάρος της υπόλοιπης οικονομίας που την καταδικάζουν έτσι «στην πυρά».

Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι, οι αυξήσεις των βασικών επιτοκίων επηρεάζουν τα επιτόκια των εμπορικών τραπεζών – οπότε όλες τις δανειακές συμβάσεις με κυμαινόμενο επιτόκιο, καθώς επίσης όλες τις νέες συμβάσεις, με (αυξανόμενα) σταθερά επιτόκια. Εν προκειμένω, τα υψηλότερα επιτόκια σημαίνουν πολύ απλά ότι, μεταφέρεται πλούτος από τα νοικοκυριά και τα επιχειρήσεις που πρέπει να πληρώσουν τους τόκους των δανείων τους, στις εμπορικές τράπεζες – όταν λόγω του πληθωρισμού, οι αποταμιεύσεις που αποτελούν δάνεια των καταθετών προς τις τράπεζες, χάνουν σημαντικό ποσοστό της αγοραστικής τους αξίας. Επομένως, οι εμπορικές τράπεζες επωφελούνται διπλά – ενώ επίσης διπλά ληστεύονται τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις.

Περαιτέρω, η έκταση των αυξήσεων των επιτοκίων φαίνεται από το Euribor 12 μηνών – από το επιτόκιο αναφοράς δηλαδή που «παρακολουθεί» στενά τα επιτόκια της κεντρικής τράπεζας. Το συγκεκριμένο επιτόκιο ήταν στις αρχές του 2022 αρνητικό – ενώ σήμερα είναι 3,936% (πηγή).

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως οι μεγάλες τράπεζες δεν είχαν κερδοφορία με τα αρνητικά επιτόκια – ενώ πολλές άλλες μεγάλες υγιείς επιχειρήσεις έχουν κατακλυσθεί όσον αφορά τη ρευστότητα τους, στα πλαίσια της ποσοτικής χαλάρωσης. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η JP Morgan Chase είχε τζίρο 122 δις $ το 2022 και κέρδη 38 δις $ – ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2023 τα κέρδη της αυξήθηκαν κατά 52%, σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2022. Το ίδιο διαπιστώνεται με την BNP Paribas που υπερδιπλασίασε τα κέρδη της του πρώτου τριμήνου – ενώ η Deutsche Bank ανακοίνωσε ότι, τα κέρδη της του 2022 ήταν τα υψηλότερα των τελευταίων 15 ετών. Επομένως οι δύο τελευταίες που αντιμετώπιζαν προβλήματα, διασώθηκαν τελικά κατά κάποιον τρόπο – με «ευεργέτη» τους την ΕΚΤ μέσω της ανόδου των επιτοκίων (αν και οι τόκοι δεν είναι η μοναδική πηγή εσόδων τους).

Φυσικά τώρα υπάρχουν ορισμένες τράπεζες που έχουν αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα, οπότε θα έπρεπε να διασωθούν από το κράτος ή/και από τις μεγάλες – όπως η SVB ή η Credit Suisse (ανάλυση). Εν τούτοις, τα προβλήματα τους οφειλόταν σε άλλους λόγους (ανάλυση) – ενώ λειτούργησαν προς όφελος των μεγάλων που είτε τις εξαγόρασαν, είτε πήραν τα μερίδια αγοράς τους. Εις βάρος βέβαια των Πολιτών, όσον αφορά αυτές που διασώθηκαν από τα κράτη ή θα διασωθούν στο μέλλον – αφού η συγκεκριμένη κρίση δεν αποτελεί ακόμη παρελθόν.

Σε τελική ανάλυση πάντως, οι καταθέσεις μεταφέρθηκαν και συνεχίζουν να μεταφέρονται από τις μικρές στις μεγάλες τράπεζες – οι οποίες εξαγοράζουν επί πλέον φθηνά τις μικρότερες, αυξάνοντας έτσι επικίνδυνα τη συγκέντρωση του κλάδου και την ολιγοπωλιακή δομή της οικονομίας.

Ο ισχυρισμός των κεντρικών τραπεζών

Συνεχίζοντας, αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ο ισχυρισμός των κεντρικών τραπεζών – σύμφωνα με τον οποίο η αύξηση των επιτοκίων, οπότε της κερδοφορίας των μεγάλων εμπορικών τραπεζών, αποτελεί το βέλτιστο μέτρο για την καταπολέμηση του πληθωρισμού.

Εν τούτοις, το πρόσφατο πληθωριστικό κύμα στη Δύση, ήταν το αποτέλεσμα κάποιων περίπλοκων φαινομένων – όπως της πανδημίας, του πολέμου της Ουκρανίας που οδήγησε στην αύξηση των τιμών της ενέργειας, των προβλημάτων της εφοδιαστικής αλυσίδας, της αισχροκέρδειας ορισμένων μονοπωλίων/ολιγοπωλίων που ασφαλώς δεν καταπολεμάται με την άνοδο των επιτοκίων (ανάλυση), ενδεχομένως επίσης των πολιτικών της ποσοτικής χαλάρωσης και των αρνητικών επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών.

Για παράδειγμα, όταν οι τιμές στο πετρέλαιο, στο φυσικό αέριο και στην ενέργεια εκτοξεύθηκαν στα ύψη, λόγω του πολέμου της Ουκρανίας, της κερδοσκοπίας στα χρηματιστήρια ενέργειας και της αισχροκέρδειας των πετρελαϊκών εταιριών (η Shell διπλασίασε τα κέρδη της το 2022 στα 40 δις $, ενώ η Exxon σχεδόν τα τριπλασίασε στα 56 δις $), το αυξημένο κόστος οδήγησε στην άνοδο των τιμών πολλών άλλων προϊόντων και πρώτων υλών, παράλληλα με το αυξημένο μεταφορικό κόστος – ενώ δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς τους υπόλοιπους κερδοσκόπους των πολέμων και των κρίσεων (ανάλυση).

Από την άλλη πλευρά βέβαια, όπως είναι γνωστό, οι τιμές μειώνονται εξαιρετικά δύσκολα, ακόμη και αν έχουν εξαλειφθεί οι αιτίες της αύξησης τους – σημειώνοντας ότι, επί του παρόντος πολλά ενεργειακά κόστη είναι συγκρίσιμα, με αυτά προ της έναρξης του πολέμου, αλλά οι τιμές παραμένουν ακριβές. Αυτός είναι δε ο λόγος που οι κεντρικές τράπεζες επικαλούνται για την άνοδο των επιτοκίων – ισχυριζόμενες πως αποτελεί τη μοναδική δυνατότητα.

Η απειλή της ύφεσης

Περαιτέρω, δεν χρειάζονται ιδιαίτερες οικονομικές γνώσεις για να καταλάβει κανείς πως όταν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις μεταφέρουν τον πλούτο τους στις τράπεζες, έχουν λιγότερα χρήματα στη διάθεση τους για να ξοδέψουν – οπότε ο ρυθμός του πληθωρισμού θα πρέπει να μπορεί να μειωθεί ανάλογα, μέσω της πτώσης της κατανάλωσης και της ζήτησης (συμβαίνει ήδη στην Ελλάδα με ταχύτατους ρυθμούς, κυρίως λόγω της πτώσης της αγοραστικής αξίας των εισοδημάτων της τάξης του 7,4% το 2022 κατά τον ΟΟΣΑ – ενώ για τον ίδιο λόγο μειώνεται το εμπορικό μας έλλειμμα, οπότε και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, όπως με τα μνημόνια).

Το ερώτημα τώρα δεν είναι εάν η συγκεκριμένη λογική είναι σωστή, όταν ένα μέρος τουλάχιστον του πληθωρισμού έχει προκληθεί από την πανδημία και τον πόλεμο. Ούτε εάν αυτή η πολιτική θα οδηγήσει σε οικονομική συρρίκνωση πολλές χώρες – όπως ήδη τη Γερμανία, αλλά και την Ελλάδα.

Το μεγάλο ερώτημα, ειδικά για την υπερχρεωμένη και ελλειμματική χώρα μας, είναι το ότι, εάν τα νοικοκυριά δεν έχουν χρήματα για να καταναλώσουν και οι επιχειρήσεις να επενδύσουν (αν και οι επενδύσεις μειώνονται έτσι και αλλιώς όταν περιορίζεται η ζήτηση), πώς μπορεί μία οικονομία να επιβιώσει; Δεν θα υπάρξουν νοικοκυριά που δεν θα είναι σε θέση να πληρώσουν τα στεγαστικά τους δάνεια, οπότε τα σπίτια τους θα κατασχεθούν και θα πλειστηριαστούν;

Δεν θα αυξηθούν τα κόκκινα δάνεια, με τις τράπεζες τουλάχιστον στην Ελλάδα ευπαθείς, λόγω των ήδη υφισταμένων κόκκινων δανείων τους (περί το 8%, όταν στην ΕΕ 1,7%), καθώς επίσης του αναβαλλόμενου φόρου στα κεφάλαια τους; Δεν θα υπάρξουν εταιρίες που δεν θα μπορούν πια να επιβιώσουν και θα κλείσουν/χρεοκοπήσουν, αυξάνοντας την ανεργία, τις κοινωνικές αναταραχές και τη φτώχεια;

Με ποιο δικαίωμα λοιπόν οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες, χρησιμοποιούν τα επιτόκια για να επιβάλουν μία θηριώδη μεταφορά πλούτου, από τις μικρομεσαίες  επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά προς τις μεγάλες εμπορικές τράπεζες;  Μία τεράστια αναδιανομή από τα κάτω προς τα επάνω, χωρίς να έχουν καμία δημοκρατική νομιμοποίηση ή εντολή; Πόσο μάλλον όταν η «λύση» που δρομολογήθηκε για τον «πληθωρισμό, η αύξηση των επιτοκίων δηλαδή, δεν αντιμετωπίζει ισότιμα όλους τους οικονομικούς παράγοντες, παρά το ότι υποτίθεται πως αυτή είναι η κορυφαία προτεραιότητα της ελεύθερης αγοράς;

Επίλογος    

Ολοκληρώνοντας δεν υπάρχει καμία αμφιβολία σχετικά με το ότι, η φερεγγυότητα των τραπεζών είναι πολύ σημαντική για την αποφυγή τραπεζικών κρίσεων – κάτι που όμως δεν σημαίνει πως η χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι συνώνυμη με κέρδη ρεκόρ και ότι οι μεγάλες εμπορικές τράπεζες θα πρέπει να επωφεληθούν από τη συγκεκριμένη πολιτική.

Στα πλαίσια αυτά, αφενός μεν θα πρέπει να αποφευχθεί μία βαθιά ύφεση που θα είχε ακόμη περισσότερες αρνητικές συνέπειες για τις μικρές τράπεζες και τις κοινωνίες (ενώ σε περίπτωση ανάγκης οι μεγάλες θα διασώζονταν ακόμη μία φορά από τους φορολογουμένους ως «πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν»), αφετέρου να σταματήσει η «πολιτική πατρωνίας» των κεντρικών τραπεζών – οι οποίες λειτουργούν εξόφθαλμα προς όφελος των μεγάλων τραπεζών και επιχειρήσεων, οπότε εύλογα χαρακτηρίζονται ανάλγητες.

 


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.