.
Είναι πλέον αρκετοί αυτοί που αναφέρονται στην ανάγκη αναμόρφωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, έτσι ώστε να πάψει να είναι έρμαιο των εμπορικών τραπεζών – οι οποίες μας κυβερνούν πλέον δικτατορικά, έχοντας αυτοαποκληθεί «συστημικές», με απώτερο στόχο να ιδιοποιούνται τα κέρδη, κοινωνικοποιώντας κατά το δοκούν τις ζημίες τους. Εν τούτοις, οι τράπεζες αντιδρούν σε όλες τις προσπάθειες «ρύθμισης» και ελέγχου τους, έχοντας κερδίσει μέχρι στιγμής τις μάχες, μέσω του χρηματισμού των πολιτικών από τα λόμπι τους – γεγονός που, εάν συνεχισθεί, θα μας οδηγήσει σε μία καταιγίδα τεραστίων διαστάσεων. Όσο δε αργεί να συμβεί το μοιραίο, με τη βοήθεια της συνεχούς τροφοδοσίας του συστήματος με νέα χρήματα, τόσο πιο καταστροφικά θα είναι τα αποτελέσματα – τα οποία θα μπορούσαν ακόμη και να οδηγήσουν στην πλήρη κατάρρευση της χρηματοπιστωτικής μας αρχιτεκτονικής.
Αρχείο σελίδας του 2015
.
“Είναι πολύ επικίνδυνο να συμφωνούν οι άνθρωποι με κάτι, χωρίς να σκέφτονται οι ίδιοι και να το αναλύουν προσεκτικά – ακούγοντας μόνο τους άλλους, τους σοφούς, τους ειδικούς, την τηλεόραση ή διαβάζοντας περί αυτού στα έντυπα και στα βιβλία.
Όταν δε είναι αντιμέτωποι με ελλιπείς πληροφορίες, με αντικρουόμενες απόψεις ή με μία γενική αβεβαιότητα, είναι εκπληκτικό το πόσο εύκολα οι κακές ιδέες και οι λανθασμένες εντυπώσεις παγιώνονται – μετατρεπόμενες σε πολύ ισχυρές, παρά το ότι αυθαίρετες, πεποιθήσεις”.
.
Ανάλυση
Όλα όσα διαβάζει κανείς στα περισσότερα πανεπιστημιακά και λοιπά οικονομικά βιβλία, όσον αφορά την κυκλοφορία του χρήματος, είναι λανθασμένα – γεγονός στο οποίο έχουμε αναφερθεί πολλές φορές, χωρίς όμως να είναι εύκολα κατανοητό από την πλειοψηφία των ανθρώπων.
Ειδικότερα, έχει επικρατήσει η αντίληψη ότι, για τη δημιουργία των χρημάτων από το πουθενά είναι αρμόδιες μόνο οι κεντρικές τράπεζες – ενώ οι εμπορικές αποτελούν τους «μεσάζοντες» των καταθέσεων, προωθώντας τες με τη μορφή των δανείων στους οφειλέτες τους. Έτσι περιγράφουν σε γενικές γραμμές το σημερινό χρηματοπιστωτικό σύστημα τα περισσότερα οικονομικά βιβλία – με την εσφαλμένη αυτή αντίληψη να διαχέεται στην κοινή γνώμη, από τα διάφορα ΜΜΕ.
Μία πιο περίπλοκη παραλλαγή ασχολείται με τον «πολλαπλασιαστή» της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά – ερμηνεύοντας στο ακροατήριο της γιατί οι ποσότητες των χρημάτων που κυκλοφορούν είναι μεγαλύτερες, από αυτές που δημιουργούν οι κεντρικές τράπεζες. Το γράφημα που ακολουθεί δείχνει τις ποσότητες χρήματος σύμφωνα με την ελβετική κεντρική τράπεζα – όπου αριστερά είναι η ίδια, στη μέση ο πολλαπλασιαστής, ενώ δεξιά το συνολικό δημόσιο χρήμα που διακινείται κυρίως μέσω των εμπορικών τραπεζών.
Επεξήγηση γραφήματος: Οι ποσότητες χρήματος (σύμφωνα με την ελβετική κεντρική τράπεζα). Αριστερά: Χάρτινα και μεταλλικά νομίσματα, καταθέσεις όψεως, εμπορικές τράπεζες στην κεντρική. Μέσον: Πολλαπλασιαστής = 1/r (αναφέρεται στο πόσο περισσότερα γίνονται τα χρήματα που δημιουργεί η κεντρική τράπεζα). Δεξιά (δημόσια ποσότητα χρήματος): Μ1 = μετρητά + καταθέσεις όψεως, Μ2 = Μ1 +αποταμιευτικοί λογαριασμοί (βιβλιάρια), Μ3 = Μ2 + ορισμένες προθεσμιακές καταθέσεις.
Περαιτέρω, τα «σχολικά βιβλία» δίνουν επιγραμματικά την παρακάτω επεξήγηση: “Η κεντρική τράπεζα θέτει στη διάθεση των εμπορικών τραπεζών χρήματα, τα οποία η ίδια δημιουργεί. Οι τράπεζες χρησιμοποιούν αυτά τα χρήματα για την παροχή δανείων προς τους πελάτες τους τα οποία, όταν εξοφλούνται καταλήγουν ξανά στους λογαριασμούς των τραπεζών – με εξαίρεση τα μετρητά που κυκλοφορούν στην αγορά. Οι καταθέσεις, μαζί με τα χρήματα που επιστρέφουν στις τράπεζες όταν εξοφλούνται τα δάνεια, τους επιτρέπουν να παρέχουν καινούργια δάνεια – ωστόσο, πρέπει να διατηρούν ένα ελάχιστο αποθεματικό.
Αυτό συνεχίζει να συμβαίνει έως ότου, λόγω της εξάντλησης των καταθέσεων, των ελάχιστων αποθεματικών και των μετρητών χρημάτων, δεν είναι δυνατή η περαιτέρω παροχή δανείων (μαθηματικός τύπος).
Σημαντική εν προκειμένω είναι η γενική εντύπωση ότι, οι εμπορικές τράπεζες μπορούν μεν να πολλαπλασιάζουν την ποσότητα χρήματος που δημιουργούν οι κεντρικές μέσω της παροχής δανείων, αλλά η ποσότητα παραμένει περιορισμένη – οπότε ο ρόλος της κεντρικής τράπεζας είναι αποφασιστικός, ενώ οι εμπορικές είναι περισσότερο παθητικές στην όλη διαδικασία“.
Η πραγματικότητα
Συνεχίζοντας, έως το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, η οικονομική θεωρία προσέδιδε στις εμπορικές τράπεζες έναν σχετικά μικρότερο ρόλο – παραμένοντας στο ότι, ήταν απλά μεσολαβητές στη διακίνηση του χρήματος.
Δεν δινόταν ιδιαίτερη σημασία ούτε καν στον πολλαπλασιαστή, επειδή έμενε περισσότερο ή λιγότερο σταθερός – οπότε μπορούσε κανείς να αποδεχθεί χωρίς ρίσκο το «διανοητικό άλμα», σύμφωνα με το οποίο οι κεντρικές τράπεζες καθορίζουν την ποσότητα χρήματος, οπότε τη λειτουργία της οικονομίας.
Μετά το ξέσπασμα όμως της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η κατάσταση άλλαξε ριζικά – αφού διαπιστώθηκε πως, παρά το ότι οι κεντρικές τράπεζες αύξησαν την ποσότητα χρήματος δραματικά, τα πραγματικά χρήματα στην οικονομία, έτσι όπως αυτά μετρώνται από το δείκτη Μ2, δεν αυξήθηκαν ανάλογα (γράφημα).
Συμπερασματικά λοιπόν έγινε φανερό έκτοτε ότι οι κεντρικές τράπεζες, με τη δημιουργία νέων χρημάτων, επηρέαζαν όλο και λιγότερο τη συνολική ποσότητα τους στις διάφορες χώρες – γεγονός που τεκμηρίωσε πως οι εμπορικές τράπεζες διαδραματίζουν έναν πολύ σημαντικότερο ρόλο στην Οικονομία, συγκριτικά με τις κεντρικές.
Περαιτέρω, η επιρροή των εμπορικών τραπεζών στην πραγματική ποσότητα των συνολικών χρημάτων που κυκλοφορούν, σε σχέση με την κεντρική, είναι κατά πολύ μεγαλύτερη, από αυτήν που υποθέτει η θεωρία του πολλαπλασιαστή – επειδή και αυτή με τη σειρά της κάνει το τεράστιο λάθος να θεωρεί πως «η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά» είναι προνόμιο μόνο των κεντρικών τραπεζών.
Ουσιαστικά όμως, όπως έχουμε αναλύσει πολλές φορές, το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν χρειάζεται ούτε τα χρήματα των κεντρικών τραπεζών, ούτε τις καταθέσεις για να παρέχει δάνεια – οπότε το κυκλοφοριακό του σύστημα είναι ακριβώς το αντίθετο, από αυτό που κατά κανόνα περιγράφουν τα βιβλία και πιστεύει η πλειοψηφία των ανθρώπων. Με απλά λόγια, η παροχή πιστώσεων από τις εμπορικές τράπεζες είναι η «γενεσιουργός» πράξη της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά – η βασική της πηγή.
Φυσικά η διαπίστωση αυτή δεν είναι καθόλου καινούργια, αλλά δεν απασχολούσε σχεδόν κανέναν έως το ξέσπασμα της κρίσης του 2008 – όπου πλέον αναφέρθηκαν πάρα πολλοί, με σημαντικότερη ίσως την Τράπεζα της Αγγλίας, η οποία επιβεβαίωσε τα παραπάνω (πηγή).