Το μάθημα από τον αμερικανικό IRA – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Το μάθημα από τον αμερικανικό IRA

.

Καμία χώρα δεν επιτρέπεται να έχει μόνιμα ελλείμματα ή μόνιμα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της – ενώ αυτές που έχουν μόνιμα πλεονάσματα, κλέβουν κυριολεκτικά εκείνες που έχουν μόνιμα ελλείμματα, όπως η Γερμανία την Ελλάδα, την Ιταλία, τις ΗΠΑ κοκ. Σε κάθε περίπτωση, οι ελλειμματικές χώρες έχουν το δικαίωμα να λάβουν όλα τα απαραίτητα και δυνατά μέτρα για τη μείωση των ελλειμμάτων τους, ακόμη και αυτά που φαίνονται από μόνα τους προστατευτικά – όπως οι ΗΠΑ απέναντι στην Ευρώπη και ειδικά στη Γερμανία ή απέναντι στην Κίνα. Επίσης βέβαια η Ελλάδα, απέναντι σε όλες εκείνες τις χώρες, με τις οποίες έχει ελλείμματα – όπως το να στηρίζει τις επιχειρήσεις της και να διατηρεί χαμηλότερο τον πληθωρισμό της από τα κράτη, με τα οποία συναλλάσσεται, για να μπορεί να αυξάνει τις εξαγωγές της και να μειώνει τις εισαγωγές.

.

Ανάλυση

Η μεγαλύτερη απειλή που έχουν εντοπίσει η Ευρώπη και η Γερμανία, από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ονομάζεται IRA (Inflation Reduction Act ή νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού) – ο οποίος αποτελεί το μεγαλύτερο «καύχημα» της κυβέρνησης Biden. Εδώ δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση μόνο για τη μείωση του πληθωρισμού – αλλά, κυρίως, για τον περιορισμό της εξάρτησης των ΗΠΑ από τις ξένες εισαγωγές.

Η Κίνα ευρίσκεται βέβαια στην πρώτη γραμμή (το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την Κίνα ήταν 355,3 δις $ το 2021, από 310,3 δις $ το 2020, πηγή), στο προσκήνιο, αλλά η Ευρώπη ακολουθεί πολύ κοντά – ενώ το πρόσφατο κοινό ταξίδι των υπουργών οικονομικών της Γερμανίας και της Γαλλίας στην Ουάσιγκτον τεκμηριώνει ότι, οι δύο χώρες προσπαθούν να περιορίσουν τις ζημίες που θα υποστούν.

Το τι ακριβώς συμβαίνει πάντως, δεν φαίνεται να μπορούν να το καταλάβουν οι Ευρωπαίοι και ειδικά οι Γερμανοί – επειδή έχουν πείσει τον εαυτό τους από πολλά χρόνια τώρα ότι, είναι οι μεγαλύτεροι υποστηρικτές του ελευθέρου εμπορίου, τόσο με το πνεύμα, όσο και με τις πράξεις τους. Ως εκ τούτου, είναι αδύνατον να κατανοήσουν πως το ελεύθερο εμπόριο δεν μπορεί ποτέ να είναι μονόπλευρο, αλλά αμφίδρομο – όχι μονόδρομος, αλλά ένας δρόμος διπλής κατεύθυνσης.

Για αυτούς όμως, μόνο όταν έχουν αναδειχθεί σε ηγέτες σχεδόν σε όλα τα προϊόντα που μπορεί να φαντασθεί κανείς, είναι εντάξει ο κόσμος – ενώ όταν βλέπουν πως εκείνες οι χώρες που δεν έχουν παντού ηγετική θέση στον πλανήτη, δεν αντιμετωπίζουν θετικά αυτό που συμβαίνει και θέλουν να το αλλάξουν, τις κατηγορούν για καλυμμένο προστατευτισμό.

Πλεονάσματα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Κίνας

Εν προκειμένω, ασφαλώς θέλουν να αλλάξουν αυτό που συμβαίνει οι ΗΠΑ – αφού το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τους, δηλαδή απλουστευμένα το υπόλοιπο των εξαγωγών και εισαγωγών προϊόντων και υπηρεσιών, διαμορφώθηκε μόνο στο τρίτο τρίμηνο του 2022 στα -217 δις $. Αντίθετα, η Κίνα έχει διαχρονικά μεγάλα πλεονάσματα – κυρίως εις βάρος των ΗΠΑ (γράφημα).

Η Ευρώπη είχε στο ίδιο χρονικό διάστημα επίσης έλλειμμα, αλλά πολύ μικρότερο – στα -90 δις €. Εν τούτοις, πρόκειται για τη μισή αλήθεια – αφού στο τρίτο τρίμηνο του 2021 το αμερικανικό έλλειμμα ήταν περίπου στα ίδια επίπεδα, στα -220 δις $, αλλά η Ευρώπη είχε ένα πολύ μεγάλο πλεόνασμα, σχεδόν στα 75 δις €.

Ελλείμματα των ΗΠΑ (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά κάθετος) – εξωτερικό χρέος (μπλε στήλες, αριστερή κάθετος),

Εάν ερευνήσει δε κανείς το παρελθόν, την προηγούμενη δεκαετία, θα διαπιστώσει πως οι Αμερικανοί είχαν πάντοτε ελλείμματα – αντίθετα, οι Ευρωπαίοι πάντα πλεονάσματα. Ακόμη περισσότερο, οι ΗΠΑ είχαν σχεδόν κάθε έτος και κάθε τρίμηνο τα τελευταία σαράντα χρόνια μεγάλα ελλείμματα – τα οποία βέβαια χρηματοδοτούνται με δανεικά, οπότε προκαλούν την αύξηση του εξωτερικού χρέους τους (γράφημα).

Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας

Συνεχίζοντας, η Ευρώπη είναι μία ετερογενής οντότητα – οπότε τα παραπάνω δεν σημαίνουν σε καμία περίπτωση ότι, όλες οι χώρες έχουν πλεονάσματα. Το οικονομικά μεγαλύτερο κράτος της όμως, η Γερμανία, έχει μετά το 2004, προφανώς με τη βοήθεια του ευρώ, συνεχώς πλεονάσματα – τα οποία υπερβαίνουν κάθε χρόνο τα 100 δις € (γράφημα). Ακόμη περισσότερο το 2014, στην ουσία ως αποτέλεσμα της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους που η ίδια η Γερμανία επιδείνωσε, τα πλεονάσματα της υπερέβησαν τα 200 δις € – ενώ από το 2015 έως το 2021 ήταν υψηλότερα των 250 δις € ετήσια.

Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ολλανδίας

Μόλις το 2022 λοιπόν, εξαιτίας της τεράστιας ανόδου των τιμών των εισαγομένων πρώτων υλών και της ενέργειας, λόγω δηλαδή της επιδείνωσης των ονομαζομένων «όρων του εμπορίου» (Terms of Trade) μετά το ξέσπασμα του πολέμου της Ουκρανίας, μειώθηκαν στο μισό τα γερμανικά πλεονάσματα – στα 145,2 δις €, από 265 δις € το 2021 (πηγή). Εκτός από τη Γερμανία βέβαια, η Ολλανδία έχει επίσης «χρόνια» πλεονάσματα (γράφημα) – πρόκειται όμως για μία μικρότερη  οικονομία, αφού το ΑΕΠ της Γερμανίας το 2021 ήταν στα 3,57 τρις € και της Ολλανδίας περί τα 800 δις €. Και οι δύο αυτές χώρες δε, εφαρμόζουν την «πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα» (ανάλυση) – την οποία έχει στην ουσία αντιγράψει η Γερμανία από την Ολλανδία.

Περαιτέρω, οι Γερμανοί λένε πάντοτε πως τα πλεονάσματα προφανώς δεν είναι αμαρτία – ενώ αποτελούν μόνο την απόδειξη του ότι, ο καταμερισμός της εργασίας λειτουργεί. Όταν δηλαδή οι μεν είναι αποτελεσματικότεροι και ικανότεροι από τους άλλους, όταν τα προϊόντα των αποτελεσματικότερων και ικανότερων αγοράζονται πολύ πιο συχνά από αυτά των λιγότερο ικανών και αποτελεσματικών, τότε είναι στο τέλος καλό για όλους – αφού μόνο έτσι οι λιγότερο ικανοί θα πρέπει να προσπαθήσουν περισσότερο, ενώ οι πιο ικανοί αμείβονται παραπάνω.

Εν τούτοις, παραβλέπεται κάτι πολύ σημαντικό τόσο από τους Γερμανούς, όσο και από αυτούς που τους εκθειάζουν, όπως δυστυχώς πολλοί Έλληνες ως θύματα που θαυμάζουν τους θύτες τους: η βασική αρχή, στην οποία βασίζεται ολόκληρη η ιδέα του ελευθέρου εμπορίου, ακόμη και η οικονομία της ελεύθερης αγοράς.

Οι επιχειρήσεις και τα κράτη

Συνεχίζοντας, οι επιχειρήσεις που θέλουν να έχουν επιτυχία στο διεθνές εμπόριο, θα πρέπει να αποκτήσουν απόλυτα πλεονεκτήματα απέναντι στους ανταγωνιστές τους – με τη  έννοια πως πρέπει τα προϊόντα που παράγουν να είναι φθηνότερα, για την ίδια ποιότητα.

Κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται όταν καταφέρνουν να έχουν, μέσω καινοτομιών και επενδύσεων, υψηλότερη παραγωγικότητα από τους ανταγωνιστές τους – με αποτέλεσμα να πουλούν περισσότερα προϊόντα και να κερδίζουν μερίδια αγοράς, τα οποία στη συνέχεια τους επιτρέπουν να διεξάγουν ακόμη πιο πολλές επενδύσεις και να είναι πιο καινοτόμες.

Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι, ο ανταγωνισμός των επιχειρήσεων σε διεθνές επίπεδο δεν διαφέρει, από αυτόν σε εγχώριο επίπεδο – ενώ τα απόλυτα αυτά πλεονεκτήματα και η πρωτοπορία δημιουργούν κίνητρα για άλλες εταιρίες, έτσι ώστε να μιμηθούν τους επιτυχημένους ανταγωνιστές τους και τελικά να τους ξεπεράσουν.

Εν τούτοις, αυτά που ισχύουν για τις επιχειρήσεις, απέναντι σε άλλες επιχειρήσεις, δεν μπορούν να ισχύουν για κράτη, απέναντι σε άλλα κράτη – κάτι που συνήθως παραβλέπεται από τους οπαδούς της ελεύθερης οικονομίας και όχι μόνο.

Η αιτία είναι το ότι, εάν πολλές επιχειρήσεις σε μία χώρα είναι αποτελεσματικές, δηλαδή επιτυχημένες όσον αφορά την αύξηση της παραγωγικότητας τους τότε, με λογικές οικονομικές συνθήκες, οι μισθοί στην συγκεκριμένη χώρα ως σύνολο θα αυξηθούν πολύ και απότομα – οπότε το πλεονέκτημα της παραγωγικότητας σε διεθνή σύγκριση, δεν θα λειτουργεί πλέον προς όφελος των επιχειρήσεων αυτής της χώρας.

Ειδικότερα, οι υψηλότεροι ονομαστικοί μισθοί αντισταθμίζουν την υψηλότερη παραγωγικότητα – οπότε, λόγω της υψηλότερης παραγωγικότητας, οπότε των μισθών, το κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος αυξάνεται. Έτσι, οι τιμές των προϊόντων αυξάνονται εξίσου απότομα τόσο στις «αποτελεσματικές» χώρες, όσο και σε εκείνες που παρουσιάζουν χαμηλότερη αύξηση της παραγωγικότητας – οπότε η «αποτελεσματική» χώρα δεν μπορεί πλέον να βασισθεί στα απόλυτα πλεονεκτήματα και στη μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα της.

Το μόνο που συμβαίνει είναι το ότι, το βιοτικό επίπεδο των Πολιτών της αυξάνεται πολύ πιο γρήγορα, από οπουδήποτε αλλού – αφού οι μισθοί των εργαζομένων της αυξάνονται περισσότερο, συγκριτικά με τις άλλες χώρες, οπότε η κατανάλωση, το ΑΕΠ της, τα δημόσια έσοδα κοκ., ενώ μειώνονται τα δημόσια χρέη ως προς το ΑΕΠ κλπ.

Εν τούτοις, εάν οι μισθοί δεν αυξηθούν στη χώρα που έχει μεγαλύτερη παραγωγικότητα και ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, δημιουργούνται διαφορές πληθωρισμού μεταξύ των κρατών – οι οποίες αποφέρουν απόλυτα οφέλη σε όλες τις επιχειρήσεις, είτε αυτές είναι αποτελεσματικές, είτε όχι. Με απλά λόγια στο παράδειγμα της Γερμανίας ή της Ολλανδίας, είναι πιο επιτυχημένες εξαγωγικά σε σχέση με τις ΗΠΑ ή με άλλες χώρες, επειδή δεν αυξάνουν τους μισθούς των εργαζομένων τους (οπότε διατηρούν χαμηλή τη ζήτηση και άρα τον πληθωρισμό), ανάλογα με την άνοδο της παραγωγικότητας τους – όχι επειδή είναι πιο ικανές.

Έτσι καταρρίπτεται το θεμελιώδες αξίωμα, σύμφωνα με το οποίο μόνο εκείνες οι εταιρίες που είναι προσωρινά πιο παραγωγικές από τους ανταγωνιστές τους, μπορούν να επιτύχουν απόλυτα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα – αφού κάτι τέτοιο μπορεί επίσης να επιτευχθεί με χαμηλότερους μισθούς ή με μικρότερο πληθωρισμό.

Επίλογος

Συμπερασματικά λοιπόν, όλες οι διαφορές πληθωρισμού, ανεξάρτητα από τις αιτίες τους, πρέπει απαραίτητα να αντισταθμίζονται από το νομισματικό σύστημα – με την έννοια πως τα νομίσματα των χωρών με χαμηλούς ρυθμούς πληθωρισμού πρέπει να ανατιμώνται, ενώ αυτών με υψηλούς ρυθμούς πληθωρισμού να υποτιμώνται (εδώ καταλαβαίνει κανείς πόσο μεγάλο πρόβλημα είναι το ευρώ, χωρίς τη δημοσιονομική ένωση της Ευρωζώνης).

Μόνο με σταθερές πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες, δηλαδή με σταθερές ανταγωνιστικές θέσεις των χωρών διεθνώς, είναι το δόγμα του ελευθέρου εμπορίου συμβατό, ως οφείλει, με τις αρχές που ισχύουν και στις εθνικές οικονομίες – ενώ οι θέσεις των επιχειρήσεων αλλάζουν με σταθερές πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες με τον ίδιο τρόπο στις διεθνείς αγορές, όπως στην εγχώρια.

Εάν θέλει λοιπόν κανείς να διατηρούνται τα πλεονεκτήματα του ανταγωνισμού, χωρίς ολόκληρες κοινωνίες να υστερούν και να αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, υπάρχει μόνο αυτός ο τρόπος – ενώ ο ανταγωνισμός τοποθεσίας (location competition) μεταξύ των χωρών, αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του ελευθέρου εμπορίου και γενικότερα της ιδέας του πραγματικά ωφέλιμου εταιρικού ανταγωνισμού.

Στα πλαίσια αυτά, πενήντα χρόνια μετά το τέλος του συστήματος του Bretton Woods (ανάλυση), είναι σημαντικό να κατανοηθεί, ειδικά από τις πλεονασματικές χώρες ότι, το εμπόριο και τα χρηματοοικονομικά είναι αδιαχώριστα – ενώ το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα πρέπει να συμπληρώνεται από ένα παγκόσμιο νομισματικό σύστημα που να διασφαλίζει ότι, καμία χώρα δεν θα έχει απόλυτα πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα μακροπρόθεσμα, όπως αυτά που αναφέραμε.

Το παραπάνω δεν σημαίνει τίποτα άλλο από το ότι, καμία χώρα δεν επιτρέπεται να έχει μόνιμα ελλείμματα ή μόνιμα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της – ενώ αυτές που έχουν μόνιμα πλεονάσματα κλέβουν κυριολεκτικά εκείνες που έχουν μόνιμα ελλείμματα, όπως η Γερμανία την Ελλάδα (το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μας εκτοξεύθηκε ξανά στα 20 δις € το 2022), την Ιταλία τις ΗΠΑ κοκ.

Σε κάθε περίπτωση, οι ελλειμματικές χώρες έχουν το δικαίωμα να λάβουν όλα τα απαραίτητα και δυνατά μέτρα για τη μείωση των ελλειμμάτων τους, ακόμη και αυτά που φαίνονται από μόνα τους προστατευτικά – όπως οι ΗΠΑ απέναντι στην Ευρώπη και ειδικά στη Γερμανία ή απέναντι στην Κίνα.

Επίσης βέβαια η Ελλάδα, απέναντι σε όλες εκείνες τις χώρες, με τις οποίες έχει ελλείμματα – όπως το να στηρίζει τις επιχειρήσεις της και διατηρεί χαμηλότερο τον πληθωρισμό της από τα κράτη, με τα οποία συναλλάσσεται, για να μπορεί να αυξάνει τις εξαγωγές της και να μειώνει τις εισαγωγές.

Υστερόγραφο: Φυσικά ο IRA ακολούθησε τον πόλεμο της Ουκρανίας – με τον οποίο οι ΗΠΑ κέρδισαν τον πόλεμο του φυσικού αερίου (ανάλυση), απομόνωσαν/αποδυνάμωσαν τη Ρωσία, λάβωσαν το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας που στηριζόταν στις φθηνές εισαγωγές ενέργειας, στα ελάχιστα χρήματα για την άμυνα τους και στις εξαγωγές στην Κίνα (υπολείπεται ακόμη η διάλυση της Ευρωζώνης), εμπόδισαν τη συνεργασία της Γερμανίας με τη Ρωσία, κερδίζουν μεγάλα ποσά από τις πωλήσεις στρατιωτικού εξοπλισμού/LNG, ενώ δημιούργησαν μεγάλα εμπόδια στις εξαγωγές της Κίνας στην Ευρώπη, ειδικά στο δρόμο του μεταξιού – αν και τίποτα δεν έχει ακόμη τελειώσει, με την απειλή πυρηνικού πολέμου να είναι μεγαλύτερη από ποτέ.

(Βιβλιογραφία)


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.