.
Ποιος πληρώνει το έγκλημα της απολιγνιτοποίησης και το πάρτι αισχροκέρδειας στο χρηματιστήριο ενέργειας; Προφανώς η μεσαία τάξη – την οποία δήθεν ελαφρύνει η κυβέρνηση, μειώνοντας τους φόρους. Μειώσεις όμως φόρων και οικονομική πολιτική με δανεικά, δεν γίνεται – όπως δεν γίνεται να μειώνει ένα κράτος τους φόρους, αυξάνοντας τις δαπάνες. Πόσο μάλλον ένα κράτος που χρωστάει 390 δις €, με κόκκινο ιδιωτικό χρέος πάνω από 250 δις € και με εξωτερικό πάνω από 540 δις € – με δίδυμα ελλείμματα και με κατεστραμμένο παραγωγικό ιστό. Οι Έλληνες πάντως δεν χρειάζονται ελεημοσύνη, όπως είναι τα επιδόματα και οι κάθε είδους στηρίξεις – αλλά μία σωστή μακροοικονομική πολιτική που να παράγει πλούτο, καθώς επίσης να τον μοιράζει δίκαια σε όλους. Αλήθεια, θα ενημερώσει η κυβέρνηση τους Πολίτες, σχετικά με τα αποτελέσματα του πληθωρισμού στις καταθέσεις τους, όπου εάν διαμορφωθεί στο 11%, θα τις μειώνει πάνω από 19 δις € ετήσια; Αυτά τα 19 δις € δεν θα τα πληρώνει επίσης η μεσαία τάξη; Αυτή είναι η ελάφρυνση της που επικαλείται;
.
Κοινοβουλευτική Εργασία
Θα ξεκινήσουμε με την έκθεση του γραφείου προϋπολογισμού του κράτους για το 4ο τρίμηνο του 2021 όπου, εάν τη διαβάσει κανείς, κυριολεκτικά απογοητεύεται για την ελληνική οικονομία – η οποία βαδίζει από το κακό στο χειρότερο.
Εύλογα, αφού η έκθεση διαπιστώνει τη διεύρυνση των spread, μία σωρευτική δημοσιονομική επιδείνωση 30 δις € λόγω των αχρείαστων lockdowns, έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ανάλογο με το 2020, στα 10,6 δις € έναντι 2,7 δις € το 2019, μείωση του τραπεζικού δανεισμού του ιδιωτικού τομέα κλπ. – ενώ προβλέπει έναν πολύ χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης για το 2022 της τάξης του 2,75% στο ήπιο σενάριο, 7,43% μέσο ετήσιο πληθωρισμό και 11,01% στο δυσμενές σενάριο κοκ.
Ο πληθωρισμός βέβαια δεν οφείλεται στον πόλεμο, αφού ήταν ήδη στο 6,2% τον Ιανουάριο, με έντονα ανοδική τάση, από αποπληθωρισμό 2% πέρυσι – γεγονός που σημαίνει πως οι τιμές το συγκεκριμένο μήνα αυξήθηκαν κατά 8,2%.
Ειδικά όσον αφορά τον τομέα των επενδύσεων, η έκθεση αναφέρει πως η αύξηση των ακαθάριστων επενδύσεων οφείλεται κυρίως στις κατηγορίες μηχανολογικός εξοπλισμός και οπλικά συστήματα, με ετήσια άνοδο 99,4% – ενώ είχε μεγάλη αρνητική συμβολή η κατηγορία Αγροτικά Προϊόντα, με ετήσια μείωση 13,8%, σε μία εποχή που ο κίνδυνος μίας επισιτιστικής κρίσης είναι πολύ μεγάλος.
Φυσικά αυτό που μας ενδιαφέρει ως κράτος, είναι οι καθαρές επενδύσεις που παρέμειναν έντονα αρνητικές – ακόμη περισσότερο οι εγχώριες στην παραγωγή, έτσι ώστε να μένει η προστιθέμενη αξία στη χώρα μας, να ισοσκελισθεί το εμπορικό μας έλλειμμα και να βελτιωθεί ανάλογα το ΑΕΠ μας.
Το χειρότερο ίσως όλων είναι δημοσιονομική μας στενότητα, μετά την αλόγιστη σπατάλη των 44 δις € με δανεικά – για να καλυφθεί η ζημία των αχρείαστων lockdowns.
Ποιος θα πληρώσει αυτά τα δανεικά; Ποιος πληρώνει το έγκλημα της απολιγνιτοποίησης και το πάρτι αισχροκέρδειας στο χρηματιστήριο ενέργειας; Προφανώς η μεσαία τάξη – την οποία δήθεν ελαφρύνει η κυβέρνηση, μειώνοντας τους φόρους.
Μειώσεις όμως φόρων και οικονομική πολιτική με δανεικά, δεν γίνεται – όπως δεν γίνεται να μειώνει ένα κράτος τους φόρους, αυξάνοντας τις δαπάνες.
Πόσο μάλλον ένα κράτος που χρωστάει 390 δις €, με κόκκινο ιδιωτικό χρέος πάνω από 250 δις € και με εξωτερικό πάνω από 540 δις € – με δίδυμα ελλείμματα και με κατεστραμμένο παραγωγικό ιστό.
Οι Έλληνες πάντως δεν χρειάζονται ελεημοσύνη, όπως είναι τα επιδόματα και οι κάθε είδους στηρίξεις – αλλά μία σωστή μακροοικονομική πολιτική που να παράγει πλούτο, καθώς επίσης να τον μοιράζει δίκαια σε όλους.
Αλήθεια, θα ενημερώσει η κυβέρνηση τους Πολίτες, σχετικά με τα αποτελέσματα του πληθωρισμού στις καταθέσεις τους, όπου εάν διαμορφωθεί στο 11%, θα τις μειώνει πάνω από 19 δις € ετήσια;
Αυτά τα 19 δις € δεν θα τα πληρώνει επίσης η μεσαία τάξη; Αυτή είναι η ελάφρυνση της που επικαλείται;
Από την άλλη πλευρά, πώς υπόσχεται η κυβέρνηση αύξηση του βασικού μισθού, όταν η ανταγωνιστικότητα της χώρας μας είναι μακράν η χαμηλότερη στην ΕΕ, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά; Δεν θα οδηγηθούν έτσι οι λίγες επιχειρήσεις που απέμειναν στο κλείσιμο τους;
Δεν θα τεθεί επί πλέον σε λειτουργία το σπιράλ μισθών-τιμών που θα τροφοδοτήσει τον πραγματικό πληθωρισμό, ειδικά σε μία εποχή που προβλέπεται στασιμοπληθωρισμός; Είναι σοβαρή μακροοικονομική πολιτική αυτή;
Το σωστό δεν είναι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, έτσι ώστε να αυξηθούν οι πραγματικοί μισθοί των εργαζομένων, χωρίς να επιβαρυνθούν οι επιχειρήσεις και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας;
Όσον αφορά δε τον πληθωρισμό, η αναλογική μείωση του ΦΠΑ στις αυξημένες τιμές, έτσι ώστε να μην υπάρχει ούτε δημοσιονομική επιβάρυνση, ούτε φορολογική αισχροκέρδεια του δημοσίου;
Στο νομοσχέδιο τώρα, αποτελεί στην ουσία μία ακόμη μνημονιακή νομοθετική πράξη – αφού εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που αναγράφονται στη 13η αξιολόγηση.
Λειτουργεί επικοινωνιακά με δήθεν μειώσεις του ΕΝΦΙΑ, ο οποίος είναι άδικος φόρος και πρέπει να καταργηθεί εντελώς – σημειώνοντας πως η σπατάλη των 44 δις € μέσα σε δύο μόλις χρόνια, ισοδυναμεί με σχεδόν 18 ΕΝΦΙΑ.
Εκτός αυτού, διαφημίζει τη μείωση του επίσης μνημονιακού ΕΦΚ στο αγροτικό πετρέλαιο κίνησης – η οποία είναι μία ελάχιστη ελάφρυνση, σε σχέση με τις υπέρογκες επιβαρύνσεις των αγροτών μας.
Το ίδιο ισχύει με το ρεύμα και με τη ρήτρα αναπροσαρμογής – όπου, παρά τις υποσχέσεις, δεν καλύπτει τελικά το σύνολο των αυξήσεων στους παραγωγούς, ούτε στους τοπικούς οργανισμούς εγγείων βελτιώσεων.
Εκτός αυτού, το νομοσχέδιο δρομολογεί μία αλλαγή στη φορολογία της αλκοόλης – πλήττοντας ακόμη περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημα και την επιχειρηματική δραστηριότητα στην απόσταξη, καθώς επίσης στην εμπορία και στη λιανική, μετά τα καταστροφικά lockdown της πανδημίας.
Επί πλέον, περιέχει μία ακόμη ρύθμιση για τους πλειστηριασμούς – ενώ τα εισαγωγικά για την Κεφαλαιαγορά, τα μόνα που τέθηκαν σε διαβούλευση, οπότε εύλογα μπορεί να χαρακτηρισθεί πραξικοπηματικό το νομοσχέδιο, είναι διαδικαστικά.
Στην ουσία είναι εντελώς επουσιώδη, για μία επιτροπή υποστελεχωμένη, όπως έχει αναφερθεί πολλές φορές – αν και βέβαια έχει μικρό αντικείμενο, σε ένα αμελητέο χρηματιστήριο.
Τέλος, το σχέδιο νόμου έχει κατατεθεί με τη γνωστή μνημονιακή διαδικασία του κατεπείγοντος, όπου δίνεται μία μόνο ημέρα επεξεργασίας του από την αντιπολίτευση – χωρίς καμία κοστολόγηση και χωρίς πραγματική συζήτηση, έτσι ώστε να μη γίνει αντιληπτή η ανεπάρκεια των μέτρων και η εξαπάτηση των Πολιτών.
Συνεχίζοντας, διαπραγματεύεται τα εξής πέντε βασικά αντικείμενα, έτσι όπως τα καταχωρήσαμε εμείς:
(α) Μεταβολές στον ΕΝΦΙΑ στο Δ’ Μέρος στο Α’ Κεφάλαιο – όπου επικεντρώνονται η πολιτική ειδησεογραφία και οι προσπάθειες της κυβέρνησης να χειραγωγήσει τους Έλληνες εξαπατώντας τους.
(β) Μεταβολές στους φόρους στον αγροτικό τομέα – ξανά στο Δ’ Μέρος, αλλά στο Β’ Κεφάλαιο.
(γ) Μια μεταβατική στήριξη ελάχιστων νοικοκυριών, από τις πολλές χιλιάδες που έχουν φτωχοποιήσει τα μνημόνια, έως ότου λειτουργήσουν πλήρως η κατάσχεση και η επαναμίσθωση κατοικιών – στο Β’ Μέρος.
(δ) Μεταβολές στον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης για αλκοολούχα ποτά και αποστακτήρια – στο Γ’ Μέρος.
(ε) Φορολογικές ελαφρύνσεις σε μεγάλα εισοδήματα στο Δ’ Μέρος, στο Β’ Κεφάλαιο ξανά – για μεταφορά έδρας, συγχωνεύσεις και γραφεία διαχείρισης οικογενειακής περιουσίας.
Εκτός αυτόν, το νομοσχέδιο περιέχει κάποια διαδικαστικά για το πλαίσιο λειτουργίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στο Α’ Μέρος, τροπολογίες του ΥΠΟΙΚ όπως διευκολύνσεις του ΤΑΙΠΕΔ στο άρθρο 62 και της ΕΤΑΔ στο άρθρο 55, δωρεές στην Εταιρία Ανάπτυξης Επιχειρηματικού Πάρκου Οινοφύτων, καθώς επίσης παραχώρηση αιγιαλού χωρίς διαγωνισμό σε ενοικιαζόμενα δωμάτια, στο άρθρο 65 – αν είναι δυνατόν.
Ξεκινώντας από τον μνημονιακό και δήθεν προσωρινό ΕΝΦΙΑ, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, με το παρόν νομοσχέδιο μειώνεται – χωρίς όμως να δίνεται κανένα κόστος από το ΓΛΚ.
Στη 13η αξιολόγηση όμως, στη σελίδα 9, αναφέρεται πως ήταν προσχεδιασμένη μία μεταβολή του ΕΝΦΙΑ και προγραμματισμένη για το Φεβρουάριο του 2022 – η οποία θα αύξανε τη φορολογική βάση, με τελικό αποτέλεσμα μία μείωση μόλις στο 0,1% του ΑΕΠ, όπως αναγράφεται στη σελίδα 16.
Για το ίδιο θέμα, στον προϋπολογισμό του 2022 που θα καταθέσουμε στα πρακτικά, οι τακτικοί φόροι ακίνητης περιουσίας που περιλαμβάνουν κυρίως τον ΕΝΦΙΑ, υπολογίζονται στα 2,503 δις € – από 2,578 δις € στο μεσοπρόθεσμο.
Επομένως θα εισπραχθούν 75 εκ. € λιγότερα από το μεσοπρόθεσμο ή 60 εκ. € από το 2021 – οπότε η μείωση θα είναι ελάχιστη.
Σε άρθρο βέβαια που θα καταθέσουμε στα πρακτικά, αναφέρεται πως η συνολική μείωση θα είναι 350 εκ. € – οπότε θα πρέπει να μας απαντήσει η κυβέρνηση για το τι ακριβώς ισχύει.
Αυτό που πάντως αλλάζει στον ΕΝΦΙΑ είναι κάποιες μικρές μετατροπές στον τρόπο υπολογισμού για φυσικά και νομικά πρόσωπα – ενώ μεταβάλλονται οι συντελεστές βασικού φόρου ανά φορολογική ζώνη, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά. Ενδεικτικά για τα κτίσματα έχουμε τα εξής:
(α) Μικρές μειώσεις για τα πιο μικρής αξίας ακίνητα, σε φθηνές περιοχές. Δηλαδή, έως 1.050 €/τ.μ. όπου είναι 2-2,8 €/τ.μ., παραμένει σχεδόν στα ίδια – ενώ θα έπρεπε να καταργηθεί εντελώς, τουλάχιστον για τους ασθενέστερους.
(β) Μειώσεις για τους συντελεστές σε μέσες περιοχές, δηλ. 1.050-3.500 €/τ.μ. όπως στα Βόρεια Προάστια όπου, από 2.000-2.500 € /τ.μ. στη φορολογική ζώνη 6, μειώνεται από 6 €/τ.μ. σε 3,7 €/τ.μ. Πρόκειται για μία σημαντική μείωση σε αυτά τα μέσης και υψηλής αξίας ακίνητα.
(γ) Για τα πιο ακριβά ακίνητα, δηλαδή στην 9-11η φορολογική ζώνη άνω των 3.500 €/τ.μ., η επιβάρυνση παραμένει είτε η ίδια, είτε αυξάνεται από 9,2-16,2 €/τ.μ.
Προφανώς θα επιβαρύνει εκείνους που δεν έχουν φροντίσει να εντάξουν τα πανάκριβα ακίνητα τους σε offshore ή σε family office ή σε ειδικά fund Ακίνητης Περιουσίας – σε ΑΕΕΑΠ, όπου δεν ισχύει ο συντελεστής φορολόγησης 0,75% στη βάση του ενεργητικού, όπως για παράδειγμα του Ελληνικού.
Τέλος, επεκτείνεται η έκπτωση φόρου 30% για αξία ακίνητης περιουσίας έως και 100.000 €, από 60.000 € – ενώ μειώνεται στο 25% από 100.001 έως 150.000 € βαθμιαία 20%, 15% ως και στο 10% στα επόμενα, στο άρθρο 46 παρ. 3.
Το μεγάλο θέμα βέβαια είναι η αλλαγή των αντικειμενικών αξιών πέρυσι, όπως είχαμε επισημάνει – καταθέτοντας στα πρακτικά μερικά παραδείγματα, όσον αφορά τις μεγαλύτερες μεταβολές από τις αναπροσαρμογές.
Το ακόμη μεγαλύτερο θέμα είναι η ένταξη 3.643 νέων περιοχών και η επέκταση της φορολογικής βάσης, κατά την ορολογία της Τρόικα – η ένταξη τους σε υψηλότερες τιμές ζώνης, όπως επίσης θα καταθέσουμε στα πρακτικά.
Συνεχίζοντας με τους αγροτικούς φόρους, υιοθετείται μηδενικός συντελεστής ΕΦΚ για πετρέλαιο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά στη γεωργία – με το άρθρο 50.
Θα καταργηθεί και το πράσινο τέλος που επιβλήθηκε με την τροπολογία του κ. Χατζηδάκη; Γιατί δεν παρέχεται κόστος από το ΓΛΚ;
Εκτός αυτού, μειώνεται ο ΦΠΑ στο 6% από 13% στα λιπάσματα – με το άρθρο 61. Ούτε εδώ παρέχεται κόστος – ενώ ασφαλώς τα δύο αυτά μέτρα δεν είναι αρκετά για τους αγρότες που αντιμετωπίζουν τεράστιες αυξήσεις τιμών στα λιπάσματα, στις ζωοτροφές κλπ.
Όσον αφορά τις ελαφρύνσεις στα μεγάλα εισοδήματα, είναι ασφαλώς προκλητικές – πόσο μάλλον όταν παρέχονται με δανεικά, αφού το κράτος παράγει μόνο ελλείμματα και χρέη.
Περαιτέρω, σε σχέση με τα μέτρα ενίσχυσης ευάλωτων από τους πλειστηριασμούς, στην ουσία πρόκειται για μία παράταση σε ορισμένους, έως ότου λειτουργήσει ο Φορέας Απόκτησης και Επαναμίσθωσης – ενώ αναφέρονται μεν προϋποθέσεις ένταξης και υποχρεώσεις, αλλά όχι ποιους καλύπτει. Τουλάχιστον όμως εδώ παρέχεται η δαπάνη από το ΓΛΚ – στα 4,8 εκ. €.
Στους πλειστηριασμούς πάντως θα αναφερθούμε αναλυτικά στη συζήτηση επί των άρθρων – με βάση τη 13η αξιολόγηση που έχει πολλά ενδιαφέροντα και πρέπει να γνωρίζουν οι Έλληνες.
Συνεχίζοντας με τα μέτρα για την αλκοόλη, η αλλαγή θα οδηγήσει σε αύξηση της; Εάν ναι, γιατί αποθαρρύνεται και καταστρέφεται ο τομέας του τσίπουρου και της τσικουδιάς, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά, όταν αποποινικοποιείται και εμπορευματοποιείται η κάνναβη;
Θεωρείται ανταγωνισμός για τα εισαγόμενα; Δεν γίνεται κατανοητό πως πρόκειται για ένα θέμα πολιτιστικής παράδοσης και τοπικής βιώσιμης ανάπτυξης;
Κλείνοντας με τις ρυθμίσεις για την Κεφαλαιαγορά, είναι στην ουσία διαδικαστικές – ενώ δεν προσκομίζονται ο κανονισμός εσωτερικής λειτουργίας, το στρατηγικό σχέδιο και το ετήσιο επιχειρησιακό σχέδιο που μπορεί να γίνουν από εξωτερικό σύμβουλο.
Δρομολογείται αλήθεια η πλήρης ιδιωτικοποίηση του κράτους;