Αδυναμία ανάπτυξης, το αδιέξοδο του νεοφιλελευθερισμού – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Αδυναμία ανάπτυξης, το αδιέξοδο του νεοφιλελευθερισμού

.

Η επερχόμενη 4η βιομηχανική επανάσταση, θα «κάψει» πολλές θέσεις εργασίας και θα επιδεινώσει το πρόβλημα της ανάπτυξης – ενώ οι λύσεις που αναζητούνται με τη «Μεγάλη Επαναφορά» δεν θα βοηθήσουν καθόλου. Η διαχείριση βέβαια του Covid 19 με τα κλειδώματα των οικονομιών, θα στηρίξει την ανάπτυξη στα δύο επόμενα χρόνια – αφού η ύφεση που προκλήθηκε, ενδεχομένως σκόπιμα, θα τοποθετήσει το σημείο εκκίνησης πολύ χαμηλότερα, ενώ θα προσφέρει μία ακόμη δικαιολογία στις κεντρικές τράπεζες για να πλημμυρίσουν με ρευστότητα την οικονομία. Σε κάποιο βαθμό θα βοηθήσει επίσης το ψηφιακό νόμισμα που δρομολογείται από πολλές χώρες – αφού θα καταστήσει εφικτή την απ’ ευθείας στήριξη των νοικοκυριών, χωρίς τη μεσολάβηση των εμπορικών τραπεζών. Εκτός αυτού υπάρχει η πιθανότητα αποκλεισμού της Κίνας από τις δυτικές αγορές και γενικότερα της Ασίας – με στόχο την αναβίωση της παραγωγής στη Δύση, οπότε τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Όλα αυτά όμως είναι υπό αίρεση – ενώ η καλύτερη λύση θα ήταν το σβήσιμο και η επανεκκίνηση της οικονομίας Όσον αφορά την Ελλάδα, είναι προφανές πως υπό τις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί σήμερα και αφορούν γενικότερα τις προοπτικές του καπιταλισμού,  αλλά και το μέλλον της νομισματικής ένωσης, θα πρέπει τουλάχιστον να επιλέξει ένα βιώσιμο οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης – το οποίο να εγγυάται έστω την αποφυγή της πλήρους καταστροφής της. Πόσο μάλλον στην απίστευτα άσχημη κατάσταση της οικονομίας της, η οποία είναι αδύνατον να αναπτυχθεί με το δημόσιο χρέος της στο 230% του ΑΕΠ – ακόμη χειρότερα, με το κόκκινο ιδιωτικό πάνω από το 150%, με τεράστια δίδυμα ελλείμματα, με εξαθλιωμένους Πολίτες, με χρεοκοπημένες τράπεζες, με αποψιλωμένο τον παραγωγικό της ιστό κοκ. Στα πλαίσια αυτά, οι κυρίαρχοι κοινωνικοί συνασπισμοί και τα πολιτικά κόμματα έχουν το συντριπτικό μέρος της ευθύνης της επιλογής – ενώ θα πρέπει να πάψουν αμέσως να παραπλανούν και να χειραγωγούν τους Πολίτες. Να αντιληφθούν πως οδηγούν την Ελλάδα σε μία εθνική καταστροφή άνευ προηγουμένου – από την οποία δεν θα ωφεληθεί κανένας, εκτός από τις ξένες δυνάμεις που εποφθαλμιούν τα περιουσιακά στοιχεία και τον πλούτο της χώρας μας. Κυρίως οι Τούρκοι και οι Γερμανοί, αν και οι Η.Π.Α. θέλουν το δικό τους μερίδιο στη λεία – στρατιωτικές βάσεις, αγωγούς ενέργειας κοκ.    

.

Το άρθρο αποτελείται από δύο σελίδες

.

Ανάλυση

Ο καπιταλισμός, στη νεοφιλελεύθερη του μετάλλαξη, παρομοιάζεται με ένα αεροπλάνο που παραμένει στον αέρα, μόνο όσο πετάει προς τα επάνω – ενώ όταν δεν έχει πλέον τη δυνατότητα ή το χώρο να ανεβαίνει, να αναπτύσσεται δηλαδή συνεχώς στην περίπτωση της οικονομίας, τότε ακολουθεί μία κάθετη πτωτική πορεία με τελικό αποτέλεσμα τη συντριβή του. Στα πλαίσια αυτά, έως το 1990 περίπου, η ανάπτυξη των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, των μικρότερων επίσης μεταξύ άλλων τα πρώτα χρόνια μετά την υιοθέτηση του ευρώ, βασίσθηκε στη σταθερή άνοδο των μισθών – όπου, με βάση το συγκεκριμένο μοντέλο, οι πραγματικοί μισθοί (=μείον τον πληθωρισμό), αυξήθηκαν με τον ίδιο ή με μεγαλύτερο ρυθμό από την παραγωγικότητα των εργαζομένων, τροφοδοτώντας την κατανάλωση των ιδιωτικών νοικοκυριών.

Η άνοδος της ζήτησης, λόγω της κατανάλωσης, ενεθάρρυνε τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα (οπότε μαζί και τα δύο έδιναν την απαιτούμενη ώθηση στο ΑΕΠ), οι επενδύσεις οδηγούσαν σε μία περαιτέρω αύξηση της παραγωγικότητας επειδή ευνοούσαν τη στήριξη καινοτόμων τεχνολογικών λύσεων τόσο στις διαδικασίες, όσο και στην παραγωγή, ενώ από την αυξανόμενη ζήτηση δημιουργούνταν οικονομίες κλίμακας – ένας άλλος μηχανισμός δηλαδή, με τον οποίο μπορούσε να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας.

Συνεχίζοντας, αυτό το μοντέλο ανάπτυξης που είναι προσανατολισμένο στους μισθούς, έπαψε πια να υπάρχει στην αρχική του μορφή – έχοντας υπονομευθεί τόσο από τις εθνικές, όσο και από τις διεθνείς εξελίξεις. Εν πρώτοις λόγω του αγώνα εναντίον του πληθωρισμού που οδήγησε τελικά σε μία σειρά πολιτικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων, γνωστές ως νεοφιλελεύθερες πολιτικές – σημειώνοντας πως οι μισθολογικές πιέσεις τείνουν να προκαλούν πληθωρισμό, αφού θέτουν σε λειτουργία το φαύλο κύκλο «μισθών-τιμών», οπότε την πληθωριστική άνοδο των τιμών.

Μία από αυτές τις μεταρρυθμίσεις ήταν η πλήρης ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, οι οποίες έθεσαν ως στόχο τους τη μείωση του πληθωρισμού – με σκοπό τη σταθερή αγοραστική δύναμη των νομισμάτων. Επί πλέον, η απελευθέρωση των κινήσεων των κεφαλαίων, κατέστησε αδύνατον για τους υπευθύνους χάραξης της εθνικής πολιτικής, να προσαρμόζουν τα εγχώρια επιτόκια κάτω από το επίπεδο των διεθνών αγορών. Με τον τρόπο αυτό οι επενδύσεις έγιναν πιο «ευαίσθητες», όσον αφορά την κερδοφορία τους – ενώ η διεύρυνση του διεθνούς εμπορίου μετά το «άνοιγμα» των συνόρων χωρών όπως η Κίνα, αύξησε τη συστημική σημασία της συγκράτησης των μισθών, όπως συνειδητοποίησε πρώτη η Γερμανία ήδη από το 2000. Παράλληλα, η άνοδος των μεταναστευτικών ροών από την Ανατολή προς τη Δύση, στήριξε τη συμπίεση των μισθών των δυτικών χωρών – αφού αύξησε την προσφορά εργασίας, οπότε μείωσε τις τιμές της.

Συμπερασματικά λοιπόν το μοντέλο ανάπτυξης που ήταν προσανατολισμένο στην άνοδο των μισθών στην αρχική του μορφή, έπαψε πλέον να υπάρχει – μαζί του τα σοσιαλδημοκρατικά πολιτικά κόμματα, καθώς επίσης τα εργατικά συνδικάτα που το στήριζαν, εν μέρει και τα παραδοσιακά αριστερά. Για κάποιο χρονικό διάστημα δε η ανάπτυξη μέσω της κατανάλωσης, στηρίχθηκε με δάνεια που συμπλήρωναν τα χαμηλότερα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων ή/και των κρατών – με τελικό αποτέλεσμα την υπερχρέωση τους.

Σε ένα μοντέλο ανάπτυξης τώρα βάσει των μισθών, ο περιορισμός των πραγματικών μισθών τείνει να επιβραδύνει την ανάπτυξη – ενώ, από την άλλη πλευρά, η συγκράτηση των ονομαστικών μισθών, χωρίς να λαμβάνεται δηλαδή υπ’ όψιν η αγοραστική τους δύναμη, όπως στην περίπτωση της «εσωτερικής υποτίμησης», ευνοεί τις εξαγωγές έναντι των εισαγωγών. Τότε μόνο βέβαια, όταν οδηγεί σε χαμηλότερο εγχώριο πληθωρισμό από αυτόν των εκάστοτε εμπορικών εταίρων μίας χώρας και δεν αντισταθμίζεται από την ονομαστική άνοδο (ανατίμηση) της συναλλαγματικής ισοτιμίας – όπως στην περίπτωση της Γερμανίας λόγω του κοινού νομίσματος.

Εν προκειμένω, σε συνθήκες επαρκώς ανοιχτών οικονομιών, ο περιορισμός των μισθών έχει εκτεταμένη επίδραση και λειτουργεί αναπτυξιακά – αφού η επιβράδυνση της εγχώριας ζήτησης αντισταθμίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό από την άνοδο του εξωτερικού εμπορίου, λόγω της αυξημένης ανταγωνιστικότητας εξαιτίας της πτώσης του κόστους εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος.

Οι βασικές οικονομικές τάσεις

Περαιτέρω, οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες υπόκεινται σε τρεις μεγάλες οικονομικές τάσεις για αρκετές δεκαετίες:

(α) στην απελευθέρωση των οικονομικών θεσμών της αγοράς εργασίας – όπως είναι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και γενικότερα η προστασία των εργαζομένων,

(β) στην αλλαγή όσον αφορά τη λειτουργική κατανομή των εισοδημάτων – με την απομάκρυνση από το εργατικό εισόδημα προς το εισόδημα του κεφαλαίου και

(γ) στην αυξανόμενη δυσκολία δημιουργίας επαρκούς επιπέδου συνολικής ζήτησης – έτσι ώστε να χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά όλοι οι συντελεστές παραγωγής και ειδικά η εργασία. Η τελευταία εξέλιξη έχει χαρακτηρισθεί ως «κοσμική στασιμότητα» – όπως την περιέγραψε ο Larry Summers.

Οι τρεις αυτές τάσεις όχι μόνο αλληλεπικαλύπτονται χρονικά αλλά, επίσης, έχουν μία αιτιώδη σχέση. Ειδικότερα, η απελευθέρωση των θεσμών της αγοράς εργασίας, οδηγεί στη μείωση του ποσοστού των μισθών των εργαζομένων στο εκάστοτε εθνικό εισόδημα (ΑΕΠ). Το γεγονός αυτό με τη σειρά του μειώνει τη συνολική ζήτηση για καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες – ενώ την ίδια στιγμή η ζήτηση για χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, όπως είναι οι μετοχές, τα ομόλογα και τα ακίνητα, καθώς επίσης η ζήτηση για αυξημένες αποδόσεις αυτών των περιουσιακών στοιχείων, αυξάνονται.

Αυτές οι εξελίξεις, εκτός του ότι η τελευταία έχει συμβάλει στη δημιουργία των χρηματιστηριακών και λοιπών υπερβολών που διαπιστώνονται (φούσκες), έχουν πολύ σημαντικές επιπτώσεις στα μοντέλα ανάπτυξης των καπιταλιστικών οικονομιών  – επειδή αποδυναμώνουν τη βιωσιμότητα του μακροχρόνιου μοντέλου ανάπτυξης που βασίζεται στους μισθούς (οπότε επιδεινώνουν το ασφαλιστικό κοκ.).

Προκειμένου τώρα να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα της ανεπαρκούς συνολικής ζήτησης, οι πολιτικοί παράγοντες σε εθνικό επίπεδο αναζητούν εναλλακτικές κινητήριες δυνάμεις – με δεδομένη την ύπαρξη των εξής δύο εναλλακτικών στρατηγικών:

(α) είτε η οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται από την κατανάλωση των νοικοκυριών, όπως στο παλαιότερο μοντέλο που ήταν προσανατολισμένο στους μισθούς – όπου όμως, όπως αναφέραμε, η κατανάλωση χρηματοδοτείται λιγότερο από τους πραγματικούς μισθούς και περισσότερο από την ευκολότερη πρόσβαση των νοικοκυριών στο χρέος,

(β) είτε από τη ζήτηση του εξωτερικού, ως μοχλό ανάπτυξης – η οποία αυξάνει τις εξαγωγές και συχνά οδηγεί σε υψηλά εμπορικά πλεονάσματα.

Βέβαια, συχνά μία χώρα δεν βρίσκει εναλλακτικούς τομείς ανάπτυξης, οπότε παραμένει σε στασιμότητα – η οποία όμως, όπως αναλύσαμε στην αρχή, στο καπιταλιστικό σύστημα οδηγεί αργά ή γρήγορα σε πτώση. Παράδειγμα η Ελλάδα, η οικονομία της οποίας κατέρρευσε παταγωδώς το 2020, όταν εμφανίσθηκε το πρόβλημα του Covid – όπου στην ουσία η κατάρρευση ήταν αναμενόμενη, ενώ οφείλεται στο ότι δεν έχει μία εναλλακτική στρατηγική ανάπτυξης, παραμένοντας όμηρος ενός απαρχαιωμένου και αναποτελεσματικού οικονομικού μοντέλου.

Συνέχεια στην επόμενη σελίδα, με τα τέσσερα κύρια μοντέλα ανάπτυξης……..

 


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading