.
.
Ανάλυση
Τον περασμένο Μάρτιο, όταν είχε ξεσπάσει το κραχ που τελικά αποφεύχθηκε από την εμφάνιση του Covid-19, όλος ο κόσμος ζητούσε απεγνωσμένα δολάρια. Όσον αφορά τις κεντρικές τράπεζες, παρά την πρωτόγνωρα μεγάλη αύξηση της ποσότητας χρήματος εκ μέρους τους, δεν αντιμετωπίζουν κανέναν κίνδυνο πληθωρισμού – αλλά, αντίθετα, προσπαθούν να μη βυθιστούν οι οικονομίες στον αποπληθωρισμό.
Εν προκειμένω, οι πτώσεις των τιμών που συνοδεύουν τον αποπληθωρισμό μπορούν να έχουν καταστροφικές συνέπειες, κυρίως επειδή ασκούν πίεση στους δανειολήπτες – μεταξύ άλλων επειδή μειώνονται οι τιμές των ακινήτων, με αποτέλεσμα η αξία τους να γίνεται χαμηλότερη από τα ενυπόθηκα δάνεια τους. Σε κάθε περίπτωση, η πτώση των τιμών οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο: οι αγορές αναβάλλονται λόγω του ότι οι τιμές αναμένεται να μειωθούν περαιτέρω, γεγονός που με τη σειρά του οδηγεί στην πτώση της ζήτησης, οπότε σε ακόμη χαμηλότερες τιμές κοκ. (ανάλυση).
Στην Ελλάδα βέβαια έχουν συμβεί ακριβώς τα παραπάνω από την πολιτική των μνημονίων, οπότε λογικά απορούμε πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι που τα υποστηρίζουν – ενώ συμβαίνει δυστυχώς ξανά σήμερα, αφού ο αποπληθωρισμός εκτοξεύθηκε στο -2,3% το Σεπτέμβρη χωρίς να λαμβάνεται κανένα μέτρο αντιμετώπισης του, παρά το ότι εκτός των άλλων θα πιέσει προς τα κάτω το ΑΕΠ. Σε μία χώρα όμως που οι οικονομικές γνώσεις των Πολιτών είναι ελάχιστες, αφού η ανάλογη παιδεία της είναι ελλειμματική, δεν μπορεί να περιμένει κανείς αντίδραση από τον πληθυσμό – αφού δεν καταλαβαίνει που οδηγείται, ούτε τις ευθύνες της μακροοικονομικής πολιτικής για την καταδίκη του.
Σε παγκόσμιο επίπεδο τώρα, ευρίσκεται ήδη σε εξέλιξη μία αντίδραση απέναντι στον κίνδυνο του αποπληθωρισμού – καμία δραματική κίνηση, αλλά μία σειρά από λεπτές, σημαντικές όμως προσαρμογές στην πολιτική των κεντρικών τραπεζών. Ειδικότερα, το μοντέλο της πολιτικής τους που σήμερα αντικαθίσταται, εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στον πόλεμο κατά του πληθωρισμού της δεκαετίας του 1970. Στο συγκεκριμένο μοντέλο, μία ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα χρησιμοποιούσε το εργαλείο των επιτοκίων, για να διατηρήσει τον πληθωρισμό κάτω από το 2%.
Όταν λοιπόν η ανεργία μειωνόταν σε μεγάλο βαθμό, με αποτέλεσμα να επιταχύνεται η άνοδος των τιμών λόγω του ότι τίθετο σε λειτουργία το ανοδικό σπιράλ μισθών-τιμών, η κεντρική τράπεζα αύξανε τα επιτόκια της – με στόχο την άνοδο της ανεργίας, για να αυξηθεί η προσφορά και να μειωθεί η ζήτηση. Η βασική της σκέψη ήταν να διατηρηθεί η διαπραγματευτική ισχύς των εργαζομένων υπό έλεγχο – μέσω του ελέγχου της ζήτησης και της προσφοράς εργασίας. Επειδή τώρα οι κεντρικές τράπεζες ανά τον πλανήτη υιοθετούσαν συλλογικά αυτόν τον κανόνα, αποτέλεσε έναν από τους βασικότερους πυλώνες της νεοφιλελεύθερης εποχής.
Συνεχίζοντας, το πρόβλημα του συνεχώς χαμηλού πληθωρισμού εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στην Ιαπωνία τη δεκαετία του 1990 (ανάλυση) – αποτελώντας όμως τότε μία και μοναδική εξαίρεση. Τα γεγονότα του 2008 τώρα, συγκλόνισαν τα χρηματοπιστωτικά συστήματα της Ευρώπης και των Η.Π.Α. – ενώ οι κεντρικές τράπεζες αντέδρασαν με νέα εργαλεία, όπως ήταν τα τεράστια προγράμματα αγοράς ομολόγων που είναι γνωστά ως «ποσοτική χαλάρωση» (QE).
Τα προγράμματα αυτά βοήθησαν μεν στην αποτροπή της κατάρρευσης ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά οδήγησαν σε μία αδύναμη ανάπτυξη και στη συρρίκνωση των τιμών – κάτι που έφερε τις οικονομίες στο χείλος του αποπληθωρισμού, επειδή η ζήτηση διατηρήθηκε πολύ χαμηλή. Επομένως, θα έπρεπε να υπάρξει μία αντιστάθμιση – οπότε, όταν υποχώρησε ο αρχικός ενθουσιασμός για τις πολιτικές λιτότητας που δήθεν θα μείωναν τα χρέη, οι κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης, των Η.Π.Α. και της Ιαπωνίας άρχισαν να απαιτούν υψηλότερες δημοσιονομικές δαπάνες από τις κυβερνήσεις των κρατών.
Περαιτέρω η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας, αφού είχε ήδη υιοθετήσει τα μηδενικά επιτόκια από το 1999, ενώ το 2001 ξεκίνησε πρώτη να αγοράζει ομόλογα (QE), άλλαξε την πολιτική της το 2016 – υιοθετώντας μία «πολιτική ελέγχου της καμπύλης απόδοσης», με στόχο να αποτρέψει την αύξηση των αποδόσεων των δεκαετών ομολόγων της χώρας πάνω από το μηδέν. Η ιδέα πίσω από αυτήν την ενέργεια της ήταν αφενός μεν να ελεγχθεί το δημόσιο χρέος της χώρας που ήδη πλησιάζει στο 240% του ΑΕΠ, αφετέρου να εξασφαλισθούν χαμηλά επιτόκια για τα δάνεια στην πραγματική οικονομία – τα οποία θα ενθάρρυναν με τη σειρά τους τις επενδύσεις, οπότε την καταπολέμηση του αποπληθωρισμού.
Εν τούτοις, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της παρέμεινε χαμηλός – ενώ το Μάρτιο, όταν κορυφώθηκε το σοκ του Covid-18, η κεντρική τράπεζα της Αυστραλίας αποφάσισε να ακολουθήσει μία παρόμοια προσέγγιση. Υπενθυμίζουμε εδώ πως η κεντρική τράπεζα των Η.Π.Α., η Fed, χρησιμοποίησε για τελευταία φορά τον έλεγχο της καμπύλης απόδοσης το 1940 – όταν έπρεπε να διαχειρισθεί τα βουνά του χρέους του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Το καλοκαίρι δε υπήρξαν φήμες, σχετικά με το ότι τόσο η Fed, όσο και η κεντρική τράπεζα της Αγγλίας θα ακολουθούσαν το παράδειγμα της Αυστραλίας – κάτι που όμως τελικά δεν συνέβη.
Ο έλεγχος της καμπύλης απόδοσης
Συνεχίζοντας, κατά τον έλεγχο της καμπύλης απόδοσης, η κεντρική τράπεζα καθορίζει την τιμή-στόχο για μία συγκεκριμένη απόδοση – επεμβαίνοντας προφανώς στη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς, με αποτέλεσμα να τη «σκοτώνει», με την έννοια πως παύει να λειτουργεί ο καθορισμός των τιμών μέσω της ζήτησης και της προσφοράς.
Ο στόχος αυτός έχει τοποθετηθεί στο 0,0% από την κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας, για τα δεκαετή ομόλογα (γράφημα) – όπου, όταν η πραγματική απόδοση αποκλίνει πολύ από την τιμή στόχο, η κεντρική τράπεζα παρεμβαίνει πουλώντας κρατικά ομόλογα, έως ότου αποκατασταθεί η τιμή. Στην ακραία περίπτωση, αγοράζει απεριόριστες ποσότητες ομολόγων – τυπώνοντας απλοϊκά νέα χρήματα.

Η καμπύλη απόδοσης των τριετών ομολόγων της Αυστραλίας – αριστερά/δεξιά τα επιτόκια και κάτω τα έτη.
Με τη σειρά της η κεντρική τράπεζα της Αυστραλίας ανέλαβε τον έλεγχο της καμπύλης απόδοσης το Μάρτιο του 2020. Έθεσε όμως τιμή-στόχο το 0,25%, για την απόδοση των τριετών ομολόγων (γράφημα). Ο έλεγχος της καμπύλης απόδοσης εισάγεται στην ουσία για τη διασφάλιση αποδόσεων σε χαμηλό επίπεδο, οι οποίες εγγυώνται τη βιωσιμότητα του χρέους των αδύναμων ή υπερχρεωμένων οικονομιών – αφού δεν επιτρέπει πλέον τις ανεπιθύμητες αυξήσεις των επιτοκίων δανεισμού τους.
Επομένως ο κίνδυνος ανόδου των επιτοκίων σε μη βιώσιμα επίπεδα, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας το 2010, αποτρέπεται – σημειώνοντας πως μετά την υιοθέτηση του ελέγχου καμπύλης απόδοσης, η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας αγόραζε πολύ λιγότερα ομόλογα, για να διατηρήσει τις αποδόσεις τους στο απαιτούμενο χαμηλό επίπεδο. Η αιτία ήταν το ότι, η απλή ανακοίνωση μίας τιμής-στόχου μειώνει τις διακυμάνσεις των αποδόσεων – αφού οι αγορές γνωρίζουν πως μία κεντρική τράπεζα διαθέτει πάντα περισσότερα «πυρομαχικά» από οποιονδήποτε άλλο, οπότε μπορεί να επιβάλει τις τιμές που θέλει (το γνωστό ως «ποτέ μην πολεμάτε τη Fed»).
Το μεγάλο μειονέκτημα εδώ είναι το τέλος της ελεύθερης αγοράς – αφού δεν υπάρχουν πλέον οι πληροφορίες σχετικά με την οικονομική φερεγγυότητα του εκδότη των ομολόγων, οι οποίες παρέχονται από την προσφορά και τη ζήτηση. Τα ασφάλιστρα κινδύνου δε, τα γνωστά μας CDS, είναι είτε περιορισμένα, είτε παύουν να υπάρχουν.

Επάνω η καμπύλη απόδοσης των αμερικανικών δεκαετών ομολόγων και κάτω των γερμανικών – αριστερά/δεξιά τα επιτόκια και κάτω οι μήνες του 2020.
Όσον αφορά τώρα τις Η.Π.Α., παρά το ότι έχουν ανακοινώσει πως δεν θα προβούν σε έλεγχο της καμπύλης απόδοσης, η ασυνήθιστα σταθερή πορεία των δεκαετών ομολόγων τους δίνει μία άλλη εντύπωση (γράφημα) – ενώ ο αντίστοιχος έλεγχος από την ΕΚΤ θα ήταν πολύ πιο περίπλοκος, επειδή δεν υπάρχει ευρωπαϊκό κρατικό ομόλογο. Το σημείο αναφοράς όμως της Ευρωζώνης είναι το δεκαετές γερμανικό ομόλογο – η απόδοση του οποίου έχει σταθεροποιηθεί στο περίπου -0,5% ως αποτέλεσμα των αγορών ομολόγων από την ΕΚΤ. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένδειξη ενός ήδη υφισταμένου κρυφού ελέγχου της καμπύλης απόδοσης (επιτοκίου), όπως στις Η.Π.Α.
Ανάλογα προφανώς ελέγχεται και η καμπύλη απόδοσης των δεκαετών ομολόγων των χωρών της Ευρωζώνης, τα επιτόκια δανεισμού τους δηλαδή, μέσω των αγορών των ομολόγων τους από την ΕΚΤ – τεκμηριώνοντας πως αυτά που λέει ο υπουργός οικονομικών της Ελλάδας, σχετικά με την εμπιστοσύνη των αγορών λόγω της πτώσης των επιτοκίων, είναι παραπλανητικά και εντελώς ανόητα.
Η Fed και η ΕΚΤ
Περαιτέρω, η αμερικανική κεντρική τράπεζα δεν άλλαξε τον κύριο στόχο της – ο οποίος, σε αντίθεση με την ΕΚΤ, είναι η επίτευξη της σταθερότητας των τιμών και η χαμηλότερη δυνατή ανεργία ταυτόχρονα. Ανακοίνωσε όμως πως δεν θέλει πλέον να επιβραδύνει προληπτικά το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, όπως στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ακόμη και αν η ανεργία μειωθεί σε μεγάλο βαθμό – ενώ επιθυμεί να αντιμετωπίζει πια το στόχο της για πληθωρισμό 2% μόνο ως μέσον όρο και ως σημείο αναφοράς.
Ως εκ τούτου, με δεδομένο τον επί πολλά χρόνια τώρα χαμηλό πληθωρισμό, η δήλωση της αυτή σημαίνει πως θα μπορούσε να ανεχθεί υψηλότερο για μία χρονική περίοδο, έτσι ώστε να καλύψει τη διαφορά – υποθέτοντας πως οι εργαζόμενοι έχουν σημαντικά λιγότερη διαπραγματευτική δύναμη από ότι τη δεκαετία του 1970, οπότε ο κίνδυνος έκρηξης του πληθωρισμού από τη διεκδίκηση υψηλότερων μισθών εκ μέρους τους και άρα αύξησης των τιμών των προϊόντων είναι χαμηλός.
Η ανακοίνωση της αυτή ήταν λογικό πως θα μείωνε την ισοτιμία του δολαρίου, όπως άλλωστε συνέβη – όπου όμως ένα αδύναμο δολάριο είναι θετικό για την παγκόσμια οικονομία, αφού στηρίζει όλους όσους έχουν χρέη σε δολάρια (άρα και την Τουρκία), καθώς επίσης εκείνους και τα προϊόντα που διαπραγματεύονται σε τιμές δολαρίου, όπως είναι η ενέργεια. Παράλληλα βέβαια ασκεί πιέσεις στην Ευρώπη, η οποία τιμολογεί τα εξαγωγικά προϊόντα και τις υπηρεσίες της σε ευρώ.
Εν προκειμένω, για πολλά χρόνια η Ευρώπη και ειδικά η Γερμανία μπορούσε να διατηρήσει χαμηλή την ισοτιμία του ευρώ και άρα υψηλή την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της, στηριζόμενη στις ανησυχίες από τις οικονομικές κρίσεις της Ελλάδας και της Ιταλίας – ενώ ακριβώς για το λόγο αυτό λέγαμε πως η χρεοκοπία της χώρας μας ήταν σκόπιμη, τα μνημόνια και το PSI επίσης, αφού εξυπηρετούσαν τα γερμανικά σχέδια πολλαπλά, προικίζοντας τη Γερμανία με μεγάλα πλεονάσματα της τάξης των 300 δις $ ετησίως πρόσφατα.
Η κατάσταση όμως άλλαξε πια, οι πολιτικές κρίσεις στις Η.Π.Α. αδυνατίζουν το δολάριο, ενώ η ΕΕ πέτυχε στη διαπραγμάτευση μίας οικονομικής συμφωνίας των μελών της – οπότε το ισχυρό ευρώ, ως αποτέλεσμα των παραπάνω, μείωσε τις εξαγωγές και τα πλεονάσματα της Ευρωζώνης και της Γερμανίας. Ταυτόχρονα μείωσε της τιμές των εισαγωγών της ΕΕ, αυξάνοντας τον κίνδυνο αποπληθωρισμού.
Επειδή τώρα σε αντίθεση με τις Η.Π.Α., στις οποίες οι εταιρίες χρηματοδοτούνται κυρίως μέσω των ομολόγων, οι εταιρίες της ΕΕ χρηματοδοτούνται κυρίως μέσω του τραπεζικού δανεισμού, η ΕΚΤ υιοθέτησε έναν άλλο τρόπο για να τονώσει την οικονομία – υιοθετώντας ένα κλιμακωτό επιτόκιο. Ειδικότερα, όταν οι τράπεζες δανείζουν χρήματα σε εταιρίες, μπορούν να το κάνουν μέσω του προγράμματος LTRO για «στοχευμένες μακροπρόθεσμες αναχρηματοδοτήσεις» που τους προσφέρει η ΕΚΤ – μίας επιδότησης ουσιαστικά των τραπεζικών δανείων, η οποία μπορεί μεν να μην είναι αρκετή για να αποτρέψει τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού, αλλά τουλάχιστον βοηθάει. Η επιδότηση είναι βέβαια ένα ακόμη χαρακτηριστικό στοιχείο μίας σοβιετικού τύπου οικονομίας και όχι μίας φιλελεύθερης.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, αφού σημειώσουμε πως η κεντρική τράπεζα της Κίνας δεν έχει προβεί σε έλεγχο της καμπύλης αποδόσεων των ομολόγων της, το σημαντικότερο γεγονός είναι το ότι, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη ακολουθούν πλέον διαφορετικές πορείες – οπότε το χρηματοπιστωτικό σύστημα έγινε πολυπολικό, όπως ακριβώς η νέα γεωπολιτική τάξη πραγμάτων. Κάτι τέτοιο όμως αυξάνει τους κινδύνους μίας μελλοντικής χρηματοπιστωτικής κρίσης, αφού δεν θα μπορεί πια να αντιμετωπισθεί όπως το 2008 – από όλες τις κεντρικές τράπεζες μαζί και από κοινού.
Από την άλλη πλευρά, διαπιστώνεται στη Δύση μία ριζική αλλαγή προς την κατεύθυνση της κεντρικά κατευθυνόμενης οικονομίας σοβιετικού τύπου – με αφετηρία τις κεντρικές τράπεζες που επεμβαίνουν μαζικά στην ελεύθερη αγορά, ελέγχοντας κεντρικά τις τιμές των ομολόγων και παρέχοντας επιδοτήσεις στις τράπεζες. Με δεδομένα τα παραπάνω, είναι αδύνατον να προβλέψει κανείς τι θα συμβεί στο μέλλον – διαπιστώνοντας μόνο πως οι κίνδυνοι κλιμακώνονται, ενώ οι λύσεις γίνονται λιγότερες και πιο δύσκολες.