Η στημένη, βρώμικη ληστεία – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Η στημένη, βρώμικη ληστεία

.

Η Ελλάδα είναι καταδικασμένη, εάν συνεχίσει να εφαρμόζει τα προγράμματα της Τρόικα και να διενεργεί τις σκανδαλώδεις ιδιωτικοποιήσεις που της υπαγορεύονται – με αποτέλεσμα να υφαρπαχθεί το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας και ιδιωτικής της περιουσίας, οπότε να αλλάξει το ιδιοκτησιακό της καθεστώς, μαζί με την αλλοίωση του πληθυσμού της μέσω των μεταναστευτικών ροών.

(To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)

.

“Στόχος οφείλει να είναι η απόλυτα ισορροπημένη σχέση μεταξύ του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα μίας χώρας, έτσι ώστε να προστατεύεται η αυτονομία του κράτους για την ασφάλεια των Πολιτών του – οι οποίοι το εμπιστεύθηκαν, αναθέτοντας τη δημόσια διοίκηση στους Θεσμούς του. Η εθνική κυριαρχία ενός κράτους, όπως συνήθως αποκαλείται η πλήρης αυτονομία του, είναι δυνατόν να καταλυθεί από αρνητικές εξελίξεις στο εσωτερικό του, ιδίως δε στην οικονομία του – χωρίς να είναι απαραίτητη η στρατιωτική εισβολή στην «επικράτεια» του”.

.

Ανάλυση

Διαβάζοντας την αναγγελία των επομένων ιδιωτικοποιήσεων, όπως είναι τα λιμάνια της Καβάλας, της Αλεξανδρούπολης, της Κέρκυρας κοκ., καθώς επίσης της κοινωφελούς ΕΥΑΘ, της ΕΥΠΑΠ και των υπολοίπων επιχειρήσεων του δημοσίου, θεωρήσαμε σκόπιμο να επαναλάβουμε ανανεωμένη την ανάλυση μας γενικότερα για το θέμα των ιδιωτικοποιήσεων. Στα πλαίσια αυτά τα εξής:

Το κείμενο στην εισαγωγή μας, ελαφρά διαμορφωμένο, προέρχεται από έναν πολύ γνωστό Γερμανό νομικό, ο οποίος είναι ταυτόχρονα μέλος του συνταγματικού δικαστηρίου της χώρας του. Ο καθηγητής συμπληρώνει έμμεσα ότι, η Γερμανία είναι πλέον αντιμέτωπη με ένα τεράστιο πρόβλημα, έχοντας εκποιήσει το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας περιουσίας της – γεγονός που ήδη πληρώνουν ακριβά οι Πολίτες της, μέσω της αυξημένης φορολόγησης τους και της συνεχούς μείωσης της κοινωνικής πρόνοιας, σε συνδυασμό με τη σταδιακή υποβάθμιση των υπηρεσιών στην Παιδεία, στην Υγεία και αλλού, καθώς επίσης με την κατακόρυφη άνοδο του κόστους διαβίωσης.

Από τις διαπιστώσεις αυτές συμπεραίνουμε ότι, η λειτουργία των επιχειρήσεων με αποκλειστικό στόχο το κέρδος, η οποία είναι χωρίς καμία αμφιβολία «θεμιτή» για τον ιδιωτικό τομέα, δεν μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλη για εκείνους τους τομείς, οι οποίοι αφορούν το σύνολο μίας κοινωνίας – για τους κοινωφελείς. Οι «περιοχές» αυτές οφείλουν να λειτουργούν από το Δημόσιο μίας χώρας, με στόχο τη φροντίδα των Πολιτών της και όχι το κέρδος.

Η σημερινή εξέλιξη λοιπόν, η απαίτηση δηλαδή της ιδιωτικοποίησης όλων των κλάδων της οικονομίας μίας χώρας, στην οποία συνηγορούν τόσο η ΕΕ, όσο και οι τρεις βασικοί διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου), είναι σε πλήρη αντίθεση με τα συμφέροντα της πλειοψηφίας των Πολιτών – όλων των κρατών και όχι μόνο της Ελλάδας.

Ειδικότερα, εάν το κράτος «αποσυρθεί» τόσο από την ιδιοκτησία, όσο και από τη διαχείριση των κοινωφελών επιχειρήσεων, χάνει μεταξύ άλλων τη δυνατότητα του να ασκεί Πολιτική. Δηλαδή, δεν είναι πλέον η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση αυτή η οποία δίνει τις κατευθύνσεις, διαμορφώνει και αναπτύσσει την κοινωνία, αλλά οι ιδιώτες –οι οποίοι ουσιαστικά διοικούν απολυταρχικά, χωρίς να λογοδοτούν στους Πολίτες, με αποκλειστικό στόχο το κέρδος.

Σαν έμμεσο επακόλουθο των ιδιωτικοποιήσεων, το κράτος αδυνατεί πλέον να επιβάλλει μία δίκαιη αναδιανομή των εισοδημάτων και να κατευθύνει την Οικονομία επειδή, μεταξύ άλλων, δεν μπορεί να τοποθετήσει τις εταιρείες του ή τη Ζήτηση των απασχολουμένων του στη ζυγαριά – εκτός του ότι γίνεται ταυτόχρονα «εκβιάσιμο», εκ μέρους της οικονομικής εξουσίας και του χρηματοπιστωτικού τέρατος.

Για παράδειγμα, θα μπορούσαν οι ιδιώτες στον τομέα της ενέργειας, να διατηρήσουν χαμηλή τεχνητά την προσφορά (όπως συνέβη στην Καλιφόρνια), έτσι ώστε να αυξήσουν τις τιμές – με δυσμενέστατα αποτελέσματα τόσο για το δημόσιο, όσο και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ή τα νοικοκυριά. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί με την ύδρευση, με τα λιμάνια, με τις δημόσιες συγκοινωνίες και με τις επικοινωνίες. Στην περίπτωση αυτή, είναι προφανώς αδύνατον να μιλάει κανείς για «αυτονομία» του κράτους – πόσο μάλλον για εθνική κυριαρχία, ειδικά όταν οι ιδιώτες-επιχειρηματίες είναι ξένες πολυεθνικές.

Ένα δεύτερο, γνωστό σε όλους μας παράδειγμα, είναι οι ιδιωτικές αμερικανικές εταιρείες αξιολόγησης – οι τρεις αδελφές. Εάν οποιοδήποτε κράτος, συμπεριλαμβανομένων των Η.Π.Α., της Γαλλίας και της Γερμανίας, αρνηθεί να ακολουθήσει τις εντολές τους, έρχεται αντιμέτωπο με την υποτίμηση της πιστοληπτικής του ικανότητας – η οποία επιβαρύνει με δισεκατομμύρια επί πλέον τόκους τον προϋπολογισμό του.

Συμπερασματικά λοιπόν, από την πλευρά του εκάστοτε Συντάγματος θα έπρεπε να μην επιτρέπεται οτιδήποτε μπορεί να αμφισβητήσει την αυτοδυναμία, την εθνική κυριαρχία καλύτερα ενός κράτους, από όπου και αν αυτό προέρχεται. Επομένως, οφείλει να απαγορεύεται συνταγματικά η ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων, η οποία ουσιαστικά ισοδυναμεί με την εκχώρηση της αυτονομίας του κράτους στους ιδιώτες – με την αποκρατικοποίηση της εξουσίας και με την κατάλυση της Δημοκρατίας.

Η οικονομική πλευρά των ιδιωτικοποιήσεων 

Ο ορισμός «ιδιωτικοποίηση» υιοθετήθηκε ουσιαστικά μετά τις βρετανικές εκλογές του 1979 και την εκλογή της M.Thatcher (ανάλυση) – η οποία έθεσε σε λειτουργία ένα ευρύτατο πρόγραμμα «εκποίησης» των δημοσίων επιχειρήσεων της χώρας της, «κατατροπώνοντας» τα εργατικά συνδικάτα.

Παρά το ότι όμως τα αποτελέσματα των ενεργειών της Βρετανίδας πρωθυπουργού οδήγησαν αρχικά την οικονομία της χώρας της σε μεγάλη ανάπτυξη, η μετέπειτα υπερχρέωση της απέδειξε ότι, οι ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι συνώνυμες με τη μακροπρόθεσμη ευημερία. Οι αποκρατικοποιήσεις τώρα, με την ευρύτερη έννοια τους, διαχωρίζονται στους εξής υποτομείς:

(α)  Υλική ιδιωτικοποίηση: Αφορά την εκχώρηση των συμμετοχών του κράτους σε επιχειρήσεις, οι οποίες είναι ουσιαστικά δημόσιες (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ κλπ.). Εάν το κράτος πουλήσει το σύνολο των εταιρικών μεριδίων του, το 100% δηλαδή, τότε αναφερόμαστε σε μία πραγματική ιδιωτικοποίηση ή σε μία ιδιωτικοποίηση με τη στενή έννοια του όρου. Στην περίπτωση αυτή είναι εμφανές ότι δεν αναφερόμαστε στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, αλλά στην εκποίηση της.

(β) Φιλελευθεροποίηση: Εδώ εννοούμε «αναδιαρθρώσεις» και ευρύτερες αλλαγές στους τομείς των έργων υποδομής. Η αποκλειστική χρήση εκ μέρους του δημοσίου των μονοπωλιακών υποδομών, των δικτύων καλύτερα (τραίνα, ύδρευση, τηλεπικοινωνίες, ηλεκτρισμός), εκχωρείται και στους ιδιώτες – οι οποίοι ανταγωνίζονται τις, επίσης από το δημόσιο παρεχόμενες, υπηρεσίες, χωρίς να τους ανήκουν τα δίκτυα. Πρόκειται λοιπόν για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας από τους ιδιώτες, χωρίς να απαιτείται η εκποίηση της.

(γ)  Οργανωτική ιδιωτικοποίηση: Έτσι ορίζονται όλες εκείνες οι στρατηγικές, οι οποίες υιοθετούνται για την αύξηση της παραγωγικότητας, καθώς επίσης για τη μείωση του κόστους των δημοσίων επιχειρήσεων – οι οποίες διευθύνονται από το δημόσιο, αλλά με ιδιωτικοοικονομικά πλέον κριτήρια. Η οργανωτική αυτή αλλαγή, η οποία θεωρείται ως ο ιδανικός τρόπος «ιδιωτικοποίησης», μπορεί να επιτευχθεί, χωρίς να απαιτηθεί η ενοικίαση των δικτύων, η χρήση τους από ιδιώτες ή η πώληση των κρατικών επιχειρήσεων. Εδώ αναφερόμαστε προφανώς στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, από το ίδιο το Δημόσιο.

Οι υπερασπιστές των ιδιωτικοποιήσεων

Συνεχίζοντας, η «ορθότητα» της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων τεκμηριώνεται εκ μέρους των υπερασπιστών της από την πεποίθηση τους ότι, το μερίδιο του δημοσίου οφείλει να περιορίζεται, προς όφελος του ιδιωτικού τομέα, επειδή ο τελευταίος (ιδιώτες) είναι πιο αποτελεσματικός. Σύμφωνα με πολλούς από αυτούς, η ιδιωτικοποίηση μπορεί τότε μόνο να είναι επιτυχημένη, όταν το κράτος ορίζει τους κανόνες, επιβλέπει την πιστή εφαρμογή τους και εγγυάται τον ανταγωνισμό.

Από την άλλη πλευρά, είναι μάλλον αδιανόητη η αντικατάσταση των κρατικών μονοπωλίων από ιδιωτικά μονοπώλια τα οποία, μεταξύ άλλων, έχουν μοναδικό σκοπό το κέρδος. Επομένως, το κράτος πρέπει να φροντίζει για τη διατήρηση ενός λειτουργικού ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων, τις οποίες «εκχωρεί» σε ιδιώτες.

Εάν όμως το κράτος ιδιωτικοποιεί τις επιχειρήσεις επειδή δεν έχει την ικανότητα να τις διαχειριστεί σωστά, τότε πως είναι δυνατόν να δεχθούμε ότι μπορεί να τις ελέγχει; Από την άλλη πλευρά, ιδίως όσον αφορά τις μεγάλες επιχειρήσεις (ΔΕΗ, ΟΤΕ κλπ.), δεν είναι αυτονόητο το ότι μπορούν να εξαγοραστούν, λόγω κόστους, κεφαλαιακών και λοιπών αναγκών, μόνο από τις υπερμεγέθεις πολυεθνικές, οι οποίες συνήθως δημιουργούν ολιγοπώλια; Αυτό δεν έχει αποδειχθεί στη Γερμανία, στη Μ. Βρετανία, στις Η.Π.Α. και αλλού;

Οι αντίπαλοι των ιδιωτικοποιήσεων

Οι αντίπαλοι τώρα των ιδιωτικοποιήσεων (Attac κλπ.), έχουν την πάγια άποψη ότι, δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε τους τομείς της «δημόσιας φροντίδας» (Παιδεία, Υγεία, Συγκοινωνίες, Λιμάνια, Ενέργεια και Ύδρευση) στον ιδιωτικό τομέα, επειδή εξυπηρετούν ανάγκες, οι οποίες ευρίσκονται σε αντίθεση με τους κανόνες λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς – οπότε δεν μπορούν να διαχειρίζονται με κριτήρια απόδοσης, αλλά ούτε και να αξιολογούνται με γνώμονα το κέρδος.

Για παράδειγμα, εάν οι ζημιογόνες συγκοινωνίες της Ελλάδας πωλούνταν σε ιδιώτες, η πρώτη ενέργεια των νέων ιδιοκτητών τους θα ήταν η αύξηση των εισιτηρίων, αδιαφορώντας για το «κοινωνικό κόστος», έτσι ώστε να εξασφαλισθεί η κερδοφορία τους – ενώ ενδεχομένως θα απαιτούσαν ταυτόχρονα την κρατική επιδότηση τους (οπότε θα συνέχιζαν να επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό, αλλά με διαφορετικό τρόπο, μη αντιληπτό από τους Πολίτες).

Οι εμπειρίες των ιδιωτικοποιήσεων  

Περαιτέρω, οι μέχρι σήμερα εμπειρίες από την ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων, έχουν αποδείξει ότι, αφενός μεν το Δημόσιο συνεχίζει να υπερχρεώνεται (Η.Π.Α., Μ. Βρετανία κλπ.), αφετέρου οι υπηρεσίες των ιδιωτών γίνονται πολύ πιο ακριβές, ενώ καταλύεται σταδιακά το κοινωνικό κράτος – μέχρι εκείνη τη στιγμή που ολοκληρώνεται η αποκρατικοποίηση της εξουσίας, εκ μέρους των πολυεθνικών και των διεθνών τοκογλύφων.

Εκτός αυτού τόσο στη Γερμανία (η οποία προσπαθεί πια να επανακρατικοποιήσει επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας), όσο στην Αυστρία ή στη Μ. Βρετανία, η οποία ιδιωτικοποίησε τα πάντα, οι εμπειρίες δεν είναι οι καλύτερες (στην υπερχρεωμένη Ιαπωνία επίσης, ειδικά μετά την καταστροφή της Fukushima, την  οποία προκάλεσε η ιδιωτική Tepco).

Ειδικότερα, η ιδιωτικοποίηση των βρετανικών σιδηροδρόμων αφενός μεν είχε σαν αποτέλεσμα να πληρώνει πολύ περισσότερα ο Βρετανός φορολογούμενος, αφετέρου οδήγησε σε βαριά ατυχήματα και εκτροχιασμούς τραίνων, επειδή οι ενέργειες συντήρησης του δικτύου ήταν ελλιπείς, για λόγους κόστους και απόδοσης (το ίδιο ουσιαστικά έγινε και στην Ιαπωνία). Έτσι λοιπόν, η Μ. Βρετανία αναγκάσθηκε να αγοράσει ξανά το δίκτυο από τους ιδιώτες – γεγονός που σε τελική ανάλυση της κόστισε πολλαπλάσια.

Κλείνοντας, η άμεση Δημοκρατία της Ελβετίας έχει αποφύγει εντελώς αυτές τις παγίδες, επειδή αφενός μεν δεν έχει ιδιωτικοποιήσει καμία δημόσια επιχείρηση της, αφετέρου έχει επιλέξει την αναδιοργάνωση τους με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια («οργανωτική ιδιωτικοποίηση») – εμπιστευόμενη τη διαχείριση και την ιδιοκτησία τους στα καντόνια και στις κοινότητες της, στους Πολίτες της.

Το γεγονός αυτό τεκμηριώνει πως δεν είναι «αξιωματικά» ανίκανος, δεν είναι εκ φύσεως δηλαδή ανεπαρκής ο εκάστοτε κρατικός μηχανισμός. Ανίκανες και ανεπαρκείς μπορεί να είναι κάποιες κυβερνήσεις που στελεχώνονται με διεφθαρμένους πολιτικούς – οι οποίοι δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες δεξιότητες. Σε καμία περίπτωση λοιπόν η Πολιτική εν γένει, η οποία είναι η μοναδική προστασία μας απέναντι στην οικονομική εξουσία. Τέλος, με κριτήριο την Ελβετία συμπεραίνεται ότι, η Άμεση Δημοκρατία δεν ταιριάζει με τις αποκρατικοποιήσεις, οι οποίες ουσιαστικά εμποδίζουν την επικράτηση της.

Συνεχίστε στη 2η σελίδα (…)


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading