Οι τρεις αδελφές – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Χωρίς κατηγορία

Οι τρεις αδελφές

Εταιρείες αξιολόγισης

Οι εταιρείες αξιολόγησης Standard & Poor’s, Moody’s και Fitch Rating αποτελούν ένα απίστευτα ισχυρό ολιγοπώλιο, το οποίο αξιολογεί αυθαίρετα, βαθμολογεί ανεξέλεγκτα και κυβερνάει απολυταρχικά το χρηματοπιστωτικό σύστημα του πλανήτη

(To άρθρο αποτελείται από 3 Σελίδες)

.

“Υπάρχουν δύο υπερδυνάμεις:”, έγραφε το 1996 ο βραβευμένος με Pulitzer κ. Thomas Friedman, “οι Η.Π.Α. και η εταιρεία αξιολόγησης Moodys. Πιστέψτε με, δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρο, ποια από τις δύο διαθέτει τη μεγαλύτερη ισχύ”.

.

Ανάλυση

Η μοναδική αυτή ιστορία, στην οποία είχαμε αναφερθεί ήδη από το 2009 με ιδιαίτερο άρθρο μας, υπενθυμίζουμε πως «οροθετείται» πριν από περίπου 100 χρόνια – όταν στις Η.Π.Α. ξεκίνησε η κατασκευή του τεράστιου σιδηροδρομικού δικτύου. Η εύρεση εκείνων των επενδυτών, οι οποίοι θα ήταν διατεθειμένοι να χρηματοδοτήσουν με αρκετά υψηλά ποσά τις, άγνωστες τότε, εταιρείες κατασκευής σιδηροδρομικών δικτύων, ήταν ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα.

Εκείνη ακριβώς την εποχή ο John Moody, ένας πανέξυπνος χρηματοοικονομικός αναλυτής, διέκρινε το πρόβλημα και «διέγνωσε» τη λύση του – δημιουργώντας το 1909 την πρώτη εταιρεία αξιολόγησης πιστωτικών κινδύνων. Επινοώντας την αξιολόγηση με τα αρχικά γράμματα του αλφαβήτου (ABC), καθιέρωσε τη βαθμολογία ΑΑΑ (και τα παράγωγα της), η οποία έκτοτε υποδηλώνει το χαμηλότερο δυνατό ρίσκο, με το οποίο ευρίσκεται αντιμέτωπος ένας επενδυτής, όταν δανείζει τα χρήματα του σε μία επιχείρηση (σε ένα κράτος κλπ).

Σύντομα, το 1916, εισήλθε στο χώρο η Standard Statistics (η σημερινή Standard & Poor’s), ενώ ακολούθησε (1924) η Fitch. Αυτό το ολιγοπώλιο, το «trio inferno» όπως πλέον αποκαλείται διεθνώς, κατέχει σήμερα το 95% της παγκόσμιας αγοράς. Ο πίνακας (πηγή: Spiegel για το 2007) είναι αποκαλυπτικός:

.

ΕΤΑΙΡΕΙΑ

ΤΖΙΡΟΣ $

ΚΕΡΔΗ $

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ

Standard & Poor’s*

2.654.000.000

1.055.000.000

8.500

Moody’s**

1.205.000.000

537.000.000

3.000

Fitch Rating***

727.000.000

286.000.000

2.300

 *Θυγατρική του ομίλου (media) McGraw-Hill

**16% Berkshire Hathaway (Warren Buffet) – 84% ελεύθερη διασπορά

***60% Fimalac, 40% Hearst Corporation

.

Τόσο ο τζίρος, όσο και τα τεράστια καθαρά κέρδη των «τριών αδελφών», τα οποία πλησιάζουν το 40%, αναδεικνύουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη διαχρονική αξία της επιχειρηματικής ιδέας. Η είσοδος δε του Warren Buffet στη Moody’s (αυξημένη πληροφόρηση, ενδεχομένως «έγκαιρη» γνώση των αξιολογήσεων πολλών εταιρειών κλπ – εάν τυχόν γνωρίζεις από πριν την «ύστερη» υποτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας μίας εταιρείας ή ενός κράτους, μπορείς να κερδίσεις τεράστια ποσά), ερμηνεύει, σε κάποιο βαθμό βέβαια, ένα μέρος των πασίγνωστων επενδυτικών του επιτυχιών.

Παραμένει φυσικά παράδοξο το γεγονός ότι, οι υπόλοιπες ανεπτυγμένες οικονομίες (ΕΕ, Ιαπωνία κλπ), δεν κατάφεραν ή δεν φρόντισαν να δημιουργήσουν ανάλογες εταιρείες – αφήνοντας στην κυριολεξία «έρμαιο» στις διαθέσεις των αμερικανικών εταιρειών αξιολόγησης τόσο τις επιχειρήσεις τους, όσο και τους δημόσιους τομείς τους («αλλοίμονο» σε μία επιχείρηση ή σε ένα κράτος που τυχόν βρεθεί, για παράδειγμα, στο στόχαστρο της Standard & Poor’s).

.

ΟΙ ΑΔΕΛΦΕΣ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΙΙ 

Περεταίρω, τον Ιούνιο του 1999, όταν ξεκίνησε η συνθήκη της Βασιλείας ΙΙ, μέσα στα πλαίσια της οποίας λειτουργούν (επιβλέπονται) τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αποφασίσθηκε η «συσχέτιση» της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, με τη «νόμιμη» αξιολόγηση των επενδυτικών τους τοποθετήσεων.

Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δηλαδή, τα οποία επενδύουν σε «χρεόγραφα» με υψηλή πιστωτική αξιολόγηση, χρειάζονται να «δεσμεύουν» σημαντικά χαμηλότερα «εγγυητικά» κεφάλαια – οπότε μπορούν να πολλαπλασιάζουν σημαντικά τις πιστώσεις τους (ακολούθησε ο «χορός» της υπερχρέωσης και η απόλυτη ηγεμονία των εταιρειών αξιολόγησης).

Για παράδειγμα, σύμφωνα με τους κανόνες της Βασιλείας ΙΙ, για την αγορά ενός επενδυτικού προϊόντος αξίας 1.000.000 €, με αξιολόγηση ΑΑΑ, η τράπεζα υποχρεώνεται να κατέχει ίδια κεφάλαια ύψους μόλις 5.600 € (περίπου 178 φορές λιγότερα). Εάν όμως η αξιολόγηση του προϊόντος μειωθεί στο Ba1, τότε η τράπεζα οφείλει να αυξήσει τα ίδια κεφάλαια της, για το ίδιο προϊόν, στις 200.000 € (μόλις 5 φορές λιγότερα, έναντι 178 του προηγουμένου).

Τέλος, εάν η αξιολόγηση μειωθεί ακόμη περισσότερο, στο B1, τότε η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να διατηρεί ολόκληρο το ποσόν (100%) σαν «αντίκρισμα» – επομένως, χρειάζεται 178 φορές περισσότερα ίδια κεφάλαια για ένα χρεόγραφο Β1, από ότι για ένα χρεόγραφο με την αξιολόγηση ΑΑΑ.

Εδώ οφείλουμε να φαντασθούμε τι σημαίνει για μία χώρα, η οποία έχει διαθέσει ομόλογα του δημοσίου της στις τράπεζες, η ενδεχόμενη υποτίμηση της πιστοληπτικής της ικανότητας –  τόσο σε σχέση με το επιτόκιο που η ίδια πληρώνει, όσο και σε σχέση με τα επί πλέον κεφάλαια που πρέπει να δεσμεύσουν ξαφνικά οι τράπεζες που έχουν ήδη αγοράσει τα ομόλογα της.

Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση έχει άμεση σχέση τόσο με την κεφαλαιακή επάρκεια, όσο και με τον όγκο των συναλλαγών μίας τράπεζας αφού, όσο καλύτερη αξιολόγηση διαθέτουν τα προϊόντα (χρεόγραφα) στα οποία επενδύει, τόσο λιγότερα ίδια κεφάλαια χρειάζεται και τόσο περισσότερες πιστώσεις μπορεί να προσφέρει στους υπόλοιπους πελάτες της (χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καταναλωτών κλπ).

Από την αντίθετη πλευρά, όταν μειώνεται η αξιολόγηση των χρεογράφων, στα οποία έχει ήδη επενδύσει η τράπεζα, είναι υποχρεωμένη να «αποσύρει» πολλαπλάσιες πιστώσεις από την κανονική αγορά, έτσι ώστε να διατηρήσει την υποχρεωτική από τη νομοθεσία κεφαλαιακή της επάρκεια – με δυσμενείς επιπτώσεις αφενός μεν για την πραγματική οικονομία (πιστωτική παγίδα), αφετέρου δε για την ίδια (μείωση του τζίρου και των κερδών της).

To άρθρο αποτελείται από 3 Σελίδες (…)


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading