.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις
Έναντι των δανείων που έλαβε το Μεξικό από το ΔΝΤ το Δεκέμβριο του 1982, του επιβλήθηκαν διάφορες μεταρρυθμίσεις – όπως μέτρα λιτότητας, οι ιδιωτικοποιήσεις των δημοσίων επιχειρήσεων, ο περιορισμός των εμπορικών φραγμών, η βιομηχανική απορρύθμιση και η απελευθέρωση των ξένων επενδύσεων. Έτσι το έλλειμμα του προϋπολογισμού του μειώθηκε από 17,6% το 1982 στο 8,9% το 1983 – ενώ η δημοσιονομική λιτότητα συνοδεύθηκε από μία αυστηρή νομισματική πολιτική.
Με την υιοθέτηση τώρα μίας εκτεταμένης εμπορικής μεταρρύθμισης, το ποσοστό της εγχώριας εμπορεύσιμης παραγωγής εκτός πετρελαίου που καλυπτόταν από ποσοστώσεις στις εισαγωγές μειώθηκε από το 100% το 1984 σε κάτω του 20% το 1991 – ενώ το φορολογικό σύστημα άλλαξε, ενθαρρύνοντας τις εισροές κεφαλαίων και επιβάλλοντας αυστηρές κυρώσεις στη φοροδιαφυγή.
Ουσιαστικά απελευθερώθηκαν οι χρηματοπιστωτικές αγορές, ενώ καταργήθηκαν να ανώτατα επιτόκια καταθέσεων των εμπορικών τραπεζών – τις οποίες άρχισε να ιδιωτικοποιεί το Μεξικό το 1991, όταν τις είχε εθνικοποιήσει το 1982 για να μη χρεοκοπήσουν.
Η κρίση της Τεκίλας
Περαιτέρω, από το 1988 έως το 1991 το Μεξικό εκποίησε πάνω από 250 δημόσιες επιχειρήσεις, κατ’ εντολή του ΔΝΤ, με αποτέλεσμα να μειωθεί το δημόσιο χρέος του στο 35% του ΑΕΠ – χωρίς φυσικά να δοθεί σημασία στο γεγονός ότι, παράλληλα περιορίσθηκαν τα έσοδα του προϋπολογισμού, οπότε έπρεπε να μειωθούν οι κοινωνικές δαπάνες και να αυξηθούν οι φόροι (ανάλυση).
Οι μεγάλες τώρα δυνατότητες της χώρας, λόγω των μεταρρυθμίσεων που επέβαλλε το ΔΝΤ, καθώς επίσης της απελευθέρωσης της αγοράς της, προσέλκυσαν πολλούς επενδυτές – μεταξύ άλλων επειδή δεν υπήρχαν ανάλογες ευκαιρίες στις Η.Π.Α., ενώ τα αμερικανικά επιτόκια ευρίσκονταν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα (3%).
Εκτός αυτού υπήρχε η προοπτική της εισόδου του Μεξικού στη ζώνη ελευθέρου εμπορίου της NAFTA, μαζί με τις Η.Π.Α. και τον Καναδά – ενώ η ύπαρξη πολλών ομολόγων του δημοσίου με μεγάλες δυνατότητες κερδοφορίας (έως 16%) οδήγησε τις εγχώριες τράπεζες στον υψηλό δανεισμό τους από το εξωτερικό, για να αυξήσουν τα κέρδη τους αγοράζοντας κρατικά ομόλογα. Παράλληλα προσέφεραν περισσότερα δάνεια στα νοικοκυριά για την αγορά κατοικιών και την επί πιστώσει κατανάλωση – με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα δάνεια των εγχωρίων τραπεζών στον ιδιωτικό τομέα κατά 25% ετήσια, ενώ μόνο για καταναλωτικά αγαθά κατά 67%!
Οι τράπεζες όμως στηρίζονταν σε «πήλινα πόδια», δεν υπήρχαν καθόλου κεφαλαιακοί κανόνες ούτε συστήματα ελέγχου και απολάμβαναν απεριόριστες κρατικές εγγυήσεις – ενώ οι πλέον εκπαιδευμένοι τραπεζικοί είχαν εγκαταλείψει τη χώρα κατά τη διάρκεια της κρίσης, μεταναστεύοντας στις Η.Π.Α.
Παρά το ότι λοιπόν τα εξωτερικά χρέη του Μεξικού είχαν μειωθεί στο 23% από το 46% περίπου το 1989, οι συναλλαγματικές ρεζέρβες είχαν αυξηθεί στα 24,5 δις $ από μόλις 6,4 δις $ το 1989, η οικονομία αναπτυσσόταν με ρυθμό 3% ετησίως κυρίως λόγω των επενδύσεων σε έργα υποδομής (κατασκευάσθηκαν 4.000 χιλιόμετρα εθνικές οδοί), οι εισροές κεφαλαίων ήταν της τάξης των 2,7 δις μηνιαία από τον Οκτώβρη του 1993 έως το Μάρτιο του 1994 και ο δείκτης του χρηματιστηρίου είχε διπλασιαστεί μέσα σε δύο μόλις έτη, η ευρωστία της χώρας ήταν πλασματική – ειδικά επειδή η πλειοψηφία των Πολιτών υπέφερε, καλύπτοντας τις βασικές ανάγκες τους είτε με δανεικά, είτε καθόλου.
Περαιτέρω, την 1η Ιανουαρίου του 1994, δώδεκα χρόνια περίπου μετά τη χρεοκοπία του Μεξικού, το αγροτικό κίνημα των ZAPATISTAS επαναστάτησε κηρύσσοντας τον πόλεμο στην κυβέρνηση – καταλαμβάνοντας πόλεις, διενεργώντας βομβιστικές επιθέσεις και απάγοντας πολιτικούς. Ο πρόεδρος της μεγαλύτερης τράπεζας υπήρξε θύμα απαγωγής, ενώ στους επόμενους έξι μήνες είχαν την ίδια μοίρα περίπου 150 άλλοι διευθυντές επιχειρήσεων και τραπεζών – ενώ ο υποψήφιος πρόεδρος του κυβερνώντος κόμματος δολοφονήθηκε.
Την ίδια εποχή οι Η.Π.Α. αύξησαν δυστυχώς για το Μεξικό τα βασικά τους επιτόκια ξεκινώντας από το Φεβρουάριο, στο 6% έως το τέλος του έτους, από 3% προηγουμένως – με αποτέλεσμα τα μεξικάνικά ομόλογα να χάσουν την ελκυστικότητα τους. Αμέσως μετά, το Μάρτιο, οι κερδοσκόποι επιτέθηκαν στο Pezos – όπου η κυβέρνηση, αντί να απελευθερώσει την ισοτιμία του, προσπάθησε να το στηρίξει. Αγόραζε λοιπόν τα χρέη της που ήταν σε Pezos μέσω της μαζικής έκδοσης βραχυπροθέσμων ομολόγων σε δολάρια (Tesobonos) – σκάβοντας έτσι τον τάφο της μόνη της.
Οι πιέσεις στο νόμισμα αυξήθηκαν, με αποτέλεσμα μέσα σε δύο μήνες να καταναλωθεί το 40% των συναλλαγματικών αποθεμάτων της χώρας – ενώ το Νοέμβριο του 1994 τα Tesobonos έφτασαν στα 28 δις $, ξεπερνώντας τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας. Στη συνέχεια η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να υποτιμήσει το Pezos κατά 15% στις 20 Δεκεμβρίου, μέσα σε δύο ημέρες χάθηκε το 50% των αποθεμάτων, το νόμισμα αφέθηκε ελεύθερο και υποτιμήθηκε ξανά κατά 20% – οπότε το Μεξικό δεν θα ήταν σε θέση να εξυπηρετήσει τα δάνεια του σε δολάρια, εάν δεν το στήριζαν οι Η.Π.Α. μαζί με διάφορους διεθνείς οργανισμούς με 50 δις $, έναντι των πετρελαϊκών του αποθεμάτων.
Με την υποτίμηση του νομίσματος όμως ο πληθωρισμός εκτοξεύθηκε στο 52% (δυστυχώς οι οπαδοί του εθνικού νομίσματος στην Ελλάδα μάλλον δεν το γνωρίζουν), ενώ η κυβέρνηση, στην αγωνιώδη προσπάθεια της να τον καταπολεμήσει, αύξησε τα επιτόκια στραγγαλίζοντας την οικονομία – η οποία συρρικνώθηκε το 1995 κατά -6,2%.
Τέλος, οι τράπεζες κινδύνευαν να χρεοκοπήσουν από τα κόκκινα δάνεια, οπότε το κράτος αναγκάσθηκε ξανά να τις διασώσει με χρήματα των φορολογουμένων – ενώ η ανεργία διπλασιάσθηκε και οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν σχεδόν κατά 35% μέσα στο ίδιο έτος. Έτσι, μετά την κρίση όλα ήταν όπως πριν από την κρίση – με το Μεξικό να έχει συμπληρώσει τότε 15 ολόκληρα οδυνηρά χρόνια.
Επίλογος
Όπως συμπεραίνεται από την ανάλυση μας, τίποτα δεν είναι τόσο εύκολο και απλό, όσο ακούγεται, από εκείνη τη στιγμή και μετά που μία χώρα χρεοκοπήσει – πόσο μάλλον όταν αργήσει να έλθει σε ρήξη με τους πιστωτές της, για να αποφύγει τις συνέπειες.
Σε κάθε περίπτωση, η σχέση της χώρας από τότε και μετά με το ΔΝΤ είναι μόνιμη, με την έννοια ότι βιώνει ξανά και ξανά την ίδια περιπέτεια, αφού περάσουν μερικά χρόνια – για λόγους που έχουμε αναφέρει σε πολλά άρθρα μας, με κυριότερο τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, ως αποτέλεσμα του ξεπουλήματος των επιχειρήσεων της σε ξένους (οι οποίοι εξάγουν τα κέρδη τους, δεν τα φορολογούν εκμεταλλευόμενοι τις φορολογικές οάσεις κοκ.)
Πηγές: World Bank, Rabo Bank, Odubekun, Dornbusch, Eichengreen, Buffie