Η διαχείριση της κρίσης
Συνεχίζοντας, στην Ισλανδία καταγράφηκε ρεκόρ διαγραφών, ενώ εφαρμόσθηκαν πιστά όλοι οι οικονομικοί κανόνες, οι οποίοι είναι γνωστοί όσον αφορά την καταπολέμηση των κρίσεων – βασικότερος των οποίων είναι η στάση πληρωμών, έτσι ώστε να ακολουθήσει η διαπραγμάτευση περιορισμού του χρέους, με την οποία ποτέ στην ιστορία δεν συμφώνησαν οι δανειστές, εάν προηγουμένως δεν σταματούσε να πληρώνει η επιχείρηση ή η χώρα, προστατεύοντας παράλληλα τα περιουσιακά της στοιχεία.
Παραδόξως δε, συμφώνησε με τη συγκεκριμένη διαδικασία και το ΔΝΤ, αν και εκ των υστέρων – δανείζοντας στην Ισλανδία το ποσόν των 10 δις $, χωρίς το οποίο θα χρεοκοπούσε κατά τη διάρκεια του χαοτικού πρώτου έτους που ακολούθησε το κραχ του 2008. Σε πλήρη αντίθεση όμως με την Ελλάδα, η Ισλανδία πρόσεξε όσο τίποτα άλλο τις προϋποθέσεις, με τις οποίες ήταν συνδεδεμένο το δάνειο, το μνημόνιο δηλαδή – αφού απέρριψε τα δραστικά, καταστροφικά προγράμματα του ΔΝΤ (άρθρο), έχοντας αναγκασθεί μεν να περιορίσει το κοινωνικό της κράτος, χωρίς όμως να προκαλέσει ζημίες στη βασική του δομή.
Ο εντυπωσιασμός του ΔΝΤ από την επιτυχία του προγράμματος φάνηκε από την πρόταση του στον υπουργό οικονομικών της Ισλανδίας να αναλάβει την υπευθυνότητα της διάσωσης μίας άλλης χώρας: της Ελλάδας. Μία θέση που όμως εκείνος αρνήθηκε, γνωρίζοντας προφανώς πως κανένα πρόγραμμα δεν πετυχαίνει, εάν δεν έχει την πλήρη, συλλογική, μαζική στήριξη του συνόλου των Πολιτών – γεγονός που φυσικά προϋποθέτει την ωριμότητα τους.
Περαιτέρω, σε χρόνο ρεκόρ η Ισλανδία κατάφερε να μετατραπεί σε ένα ζηλευτό πρότυπο, όσον αφορά την αντιμετώπιση κρίσεων – παρά το ότι προηγουμένως είχε θεωρηθεί ως ένα ανατριχιαστικό παράδειγμα προς αποφυγή για εκείνες τις χώρες που θα τολμούσαν να αντιπαρατεθούν με τις αγορές, καθώς επίσης ευρύτερα με το χρηματοπιστωτικό κτήνος.
Ενδιαφέρουσα δε είναι η αιτιολόγηση της θετικής αναθεώρησης της πιστοληπτικής της ικανότητας από την Fitch το 2012 – σύμφωνα με την οποία “ήταν η προσωποποίηση της επιτυχίας της εφαρμογής ανορθόδοξων μεθόδων για την καταπολέμηση της κρίσης“, με την ανεργία πλέον στο 4%, με την υποτίμηση του νομίσματος της στο 25-30%, καθώς επίσης με τον πληθωρισμό να αποτελεί παρελθόν.
Φυσικά κανένας δεν μπορεί να αποκλείσει την επίθεση των αγορών εναντίον της, όταν κάποια στιγμή κρίνουν πως θα έχει αποτέλεσμα – όχι μόνο επειδή είναι εκδικητικές, αλλά λόγω του ότι δεν θέλουν να υπάρχουν τέτοιου είδους παραδείγματα, τα οποία θα εμπνεύσουν και άλλες χώρες στο μέλλον.
Ολοκληρώνοντας, προφανώς η ύπαρξη ενός εθνικού νομίσματος διευκόλυνε την Ισλανδία, αφού αύξησε τις εξαγωγές της και μείωσε τις εισαγωγές της, προς όφελος του παραγωγικού της ιστού – παρά το ότι η ραγδαία υποτίμηση της κορώνας περιόρισε σημαντικά το ΑΕΠ σε δολάρια (γράφημα), ενώ επιβάρυνε σε τρομακτικό βαθμό τα εισοδηματικά ασθενέστερα τμήματα του πληθυσμού της.
.
.
Βέβαια η υποτίμηση έγινε πολύ πιο υποφερτή, μετά την απόφαση των δικαστηρίων της Ισλανδίας να χαρακτηρίσουν ως παράνομα (οπότε άκυρα) τα δάνεια σε ξένο συνάλλαγμα – γεγονός που τεκμηριώνει ότι, όλοι οι Θεσμοί σε μία χώρα, ειδικά τα δικαστήρια, πρέπει να λειτουργούν σωστά, για να είναι δυνατή η αντιμετώπιση μίας οικονομικής καταιγίδας.
Εν τούτοις, το εθνικό νόμισμα δεν ήταν το βασικότερο όπλο της χώρας – αλλά, κυρίως, η συνοχή και η επιμονή του λαού της, ο οποίος δεν δίστασε να βγει στους δρόμους, παραμένοντας αποφασιστικά εκεί, έως ότου να επιβάλλει τη βούληση του στην πολιτική του ηγεσία. Χωρίς να περιμένει λοιπόν να εμφανισθεί ο από μηχανής Θεός ή ο προικισμένος ηγέτης που θα κρατούσε το «λάβαρο της επανάστασης», όπως εμείς οι Έλληνες – παρά το ότι από την Ελλάδα υιοθέτησε την άμεση Δημοκρατία η Ισλανδία.
Στα πλαίσια αυτά είναι εύλογη η συμβουλή του προέδρου της Ισλανδίας, όταν ερωτάται τι πρέπει να κάνουν οι υπερχρεωμένες χώρες του ευρωπαϊκού νότου – σύμφωνα με την οποία “Οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να ακούν τις αγορές, αλλά να αφουγκράζονται τους Πολίτες τους“. Ειδικά όταν, ενώ η Ισλανδία εξόφλησε πρόωρα το ΔΝΤ, η Ελλάδα εκλιπαρεί ξανά γονατιστή για έναν νέο δανεισμό της – ενώ ο αξιοθρήνητος πρωθυπουργός της προκαλεί θλίψη σε όλους τους Ευρωπαίους.
.
Επίλογος
Η Ευρωζώνη πανηγυρίζει, επειδή το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μειώθηκε στις χώρες της κρίσης, με εξαίρεση τη Γαλλία και την Ιταλία (γράφημα). Στη Γερμανία δε αυξήθηκε επιτέλους (+15%), οπότε αποκαταστάθηκε κάπως η ισορροπία, ενώ τα επιτόκια δανεισμού μειώθηκαν ραγδαία, με τη βοήθεια των προγραμμάτων της ΕΚΤ (άρθρο) – αν και η βασική αιτία είναι το ότι, βυθίζεται στον αποπληθωρισμό.
.
.
Το πώς είναι δυνατόν να πανηγυρίζει βέβαια η Κομισιόν, όταν η ανεργία συνεχίζει να αυξάνεται, τα χρέη επίσης, ενώ η μείωση των μισθών, με την οποία επιτεύχθηκε ο «άθλος», περιορίζει συνεχώς την κατανάλωση και τις επενδύσεις, προκαλεί ύφεση και επιδεινώνει την ήδη δυσχερή θέση του χρηματοπιστωτικού της συστήματος (άρθρο), με τη μία τράπεζα μετά την άλλη να εγγράφει μεγάλες ζημίες, απολύοντας μαζικά προσωπικό, είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς.
Πόσο μάλλον όταν το συνολικό χρέος της Ιρλανδίας είναι εκτός ελέγχου, η Ισπανία παραποιεί συνεχώς τα στατιστικά της στοιχεία, η Ελλάδα και η Πορτογαλία είναι αδύνατον να επιβιώσουν χωρίς την ονομαστική διαγραφή του χρέους τους, ενώ χώρες όπως η Ολλανδία έχουν έναν υπερχρεωμένο ιδιωτικό τομέα – κρύβοντας τα προβλήματα τους κάτω από το χαλί.
Την ίδια στιγμή το ευρώ, στο οποίο είναι κυριολεκτικά εγκλωβισμένες όλες σχεδόν οι χώρες, χρησιμοποιείται για την επιβολή της δικτατορίας των τραπεζών, παράλληλα με την κατάργηση της Δημοκρατίας – ενώ δρομολογείται η δημιουργία του οικονομικού ΝΑΤΟ, μέσω του οποίου τα κράτη της Ευρωζώνης θα γίνουν έρμαιο τόσο των αγορών, όσο και των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων.
Στα πλαίσια αυτά, εύλογα κράτη όπως η Ισλανδία αρνούνται να συμμετέχουν στην ΕΕ, πολύ περισσότερο στην Ευρωζώνη – γνωρίζοντας πλέον πως θα επρόκειτο για την εκούσια καταδίκη των Πολιτών τους σε μία φυλακή, από την οποία θα ήταν αδύνατον ποτέ να αποδράσουν.
Ολοκληρώνοντας η Ελλάδα θα μπορούσε να αποτελέσει τη σπίθα, η οποία θα έβαζε φωτιά στο απολυταρχικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα της παγκόσμιας ελίτ – εάν φυσικά διέθετε έναν αποφασισμένο, ώριμο λαό.
Πολίτες που δεν θα είχαν την ψευδαίσθηση πως είναι δυνατόν να κερδίσουν τον πόλεμο από τον καναπέ τους, χωρίς να δώσουν καμία μάχη και χωρίς να αντιδράσουν στη συνεχή ληστεία τους – μέσω των υπερβολικών φόρων, των μειώσεων των μισθών και συντάξεων, της πτώσης των τιμών των περιουσιακών τους στοιχείων, του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας κοκ.
Το ζητούμενο δεν είναι ασφαλώς η καταστροφή της Ευρωζώνης, αλλά η επιστροφή στις ιδρυτικές της αξίες – στην Ευρώπη των Πολιτών της. Εναλλακτικά, η επάνοδος όλων των κρατών μαζί στην αφετηρία – στην προ ευρώ εποχή δηλαδή, στην οποία δεν κυριαρχούσαν οι αγορές, ενώ η πολιτική είχε την πρωτοκαθεδρία.
.