Το δημόσιο χρέος, ο δανεισμός και η ανεργία
Βέβαια, το δημόσιο χρέος της ως προς το ΑΕΠ εκτοξεύθηκε στα ύψη, παρά το ότι δεν ανέλαβε τα χρέη των τραπεζών της – μεταξύ άλλων λόγω της πτώσης του ΑΕΠ, καθώς επίσης της υποτίμησης του νομίσματος της. Εν τούτοις, κάτι ανάλογο συνέβη και στην Ελλάδα (γράφημα), παρά τη διπλή διαγραφή μέρους του χρέους της (PSI, επαναγορά ομολόγων) – με την τεράστια διαφορά όμως του ότι, το χρέος της Ισλανδίας είναι αποκλειστικά και μόνο στο εθνικό της νόμισμα, οπότε δεν έχει το ρίσκο της αδυναμίας εξόφλησης των ομολόγων του δημοσίου της.
.
.
Αντίστοιχα όμως, εάν όχι σημαντικά περισσότερο, αυξήθηκε το δημόσιο χρέος της Ιρλανδίας, της Ισπανίας, της Κύπρου κλπ., χωρίς να έχει επιλυθεί το πρόβλημα τους – ενώ είναι εξαρτημένες από τις επεμβάσεις της ΕΚΤ στην αγορά ομολόγων, με τα χρέη τους να παραμένουν σε ξένο νόμισμα, όπως είναι για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης το ευρώ.
Περαιτέρω, ακόμη και στην εποχή της κρίσης το επιτόκιο δανεισμού της Ισλανδίας (αποδόσεις 10ετών ομολόγων), δεν ξεπέρασε πολύ το 6% – ενώ της Ελλάδας, μετά τα απίστευτα βρώμικα παιχνίδια εις βάρος της, όσον αφορά την τεχνητή διόγκωση του ελλείμματος, καθώς επίσης τη διεθνή δυσφήμιση της με στόχο την έλευση του ΔΝΤ, υπερέβη κατά πολύ το 8%.
Τα επιτόκια των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου αντιμετώπισαν ανάλογα προβλήματα μετά το 2010 – τα οποία τελικά καταπολεμήθηκαν με τη βοήθεια της ΕΚΤ, χωρίς όμως να αποκλείεται η επανάληψη τους στο μέλλον. Αντίθετα, η Ισλανδία δεν θα προβληματισθεί από τις αγορές, αρκεί φυσικά να έχει πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της – κάτι που απαιτείται από όλες τις χώρες που δεν ανήκουν σε μία νομισματική ένωση, ενώ θα αποτελούσε την πρώτη προϋπόθεση τυχόν επιστροφής της Ελλάδας στο εθνικό της νόμισμα.
Όσον αφορά τώρα την ανεργία, πριν από την κρίση ήταν της τάξης του 3%, αυξήθηκε το 2009 στο 8% περίπου, ενώ σήμερα περιορίσθηκε στο 2,9% – κάτι που δεν έχει συμβεί σε καμία χώρα της Ευρωζώνης, στην οποία ο μέσος όρος φτάνει στο 11%. Σε σχέση με την Ελλάδα (γράφημα), δεν υπάρχει καμία απολύτως σύγκριση – ενώ το 25% που ανακοινώθηκε χθες οφείλεται κυρίως σε ανθρώπους που έχουν εξαφανισθεί από τις στατιστικές (μακροχρόνια ανεργία), καθώς επίσης στη μαζική μετανάστευση των νέων, η οποία αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες πληγές της χώρας μας.
.
.
Φυσικά υπήρξε μετανάστευση και στην Ισλανδία, την εποχή της κρίσης – υπολογιζόμενη στα 10.000 άτομα ή στο 2,5% του πληθυσμού της χώρας (400.000 κάτοικοι). Αποτελεί όμως σήμερα παρελθόν, σύμφωνα με τις στατιστικές της (πηγή) – ενώ η Ελλάδα βρίσκεται ακόμη στην αρχή, όπως επίσης πολλά άλλα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου.
.
Οι υπόλοιποι οικονομικοί δείκτες
Η επόμενη ερώτηση αφορά προφανώς τη φτώχεια στη χώρα, καθώς επίσης τη δίκαιη ή μη αναδιανομή των εισοδημάτων – όπου ο δείκτης των Ισλανδών που ζουν κάτω από το επίπεδο της φτώχειας μειώθηκε από 10,2% το 2009 στο 7,9% σήμερα (πηγή). Αντίθετα, στην Ελλάδα έχει εκτοξευθεί στα ύψη, υπερβαίνοντας το 30% – ενώ μετά την «αποτέφρωση» των κατώτερων εισοδηματικών τάξεων, θα ολοκληρωθεί με το τρίτο μνημόνιο ο θάνατος της μεσαίας τάξης.
Η διαδικασία αυτή δεν θα είναι μόνο το αποτέλεσμα των υπερβολικά υψηλών φόρων αλλά, κυρίως, της είσπραξης των κόκκινων δανείων των τραπεζών, από «εταιρείες-γύπες» του εξωτερικού, στις οποίες θα ανατεθούν. Στα πλαίσια αυτά, χιλιάδες ελληνικά σπίτια θα κατασχεθούν και θα πλειστηριασθούν, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών επιχειρήσεων, τραγικών θυμάτων των μνημονίων, θα αλλάξουν χέρια – καταλήγοντας σε ξένους ιδιοκτήτες, σε εξευτελιστικές τιμές.
Συνεχίζοντας, από την ανάλυση τεκμηριώθηκε πως η Ισλανδία κατάφερε καλύτερα να ξεφύγει από την κρίση, με την πολιτική που εφάρμοσε – ειδικά όσον αφορά την ύφεση και την ανεργία. Παρά την υποτίμηση του νομίσματος της δε, προβλήματα στην τροφοδοσία της με ενέργεια δεν υπήρξαν – ενώ ο διακανονισμός (ρευστοποίηση) των τραπεζών της, ως αποτέλεσμα της χρεοκοπίας τους, επικεντρώθηκε στην ασφάλεια των αποταμιεύσεων, με τη δημιουργία «κακών τραπεζών» (Bad Banks), έτσι ώστε να μην απαιτηθεί η διάσωση τους από τους καταθέτες.
Όσον αφορά την πραγματική οικονομία της χώρας, δεν ζημιώθηκε παρά τους ελέγχους κεφαλαίων που επιβλήθηκαν – μία από τις σημαντικότερες συνέπειες των οποίων, σε συνδυασμό με τον αρχικό πληθωρισμό, ήταν η ραγδαία αύξηση των τιμών των ακινήτων. Αντίθετα, οι τιμές των μετοχών στο χρηματιστήριο της παρέμειναν χαμηλές, μετά τη ραγδαία πτώση τους – όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί.
.
.
Συμπερασματικά λοιπόν, τα βασικά στοιχεία της πολιτικής διαχείρισης της κρίσης εκ μέρους της Ισλανδίας, η οποία βέβαια συνεχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα παρά την επιτυχία της, ήταν τα εξής:
Ο διακανονισμός των τραπεζών της που τις άφησε να χρεοκοπήσουν, με στόχο να μην χρησιμοποιηθούν οι καταθέσεις για τη διάσωση τους, η υποτίμηση του νομίσματος, οι έλεγχοι κεφαλαίων, καθώς επίσης μία αναπτυξιακή δημοσιονομική πολιτική – χωρίς καμία μείωση των μισθών.
Όλα αυτά δεν συνέβησαν στις χώρες της Ευρωζώνης, με κύριο θύμα την Ελλάδα, ενώ δεν ήταν δυνατόν να υιοθετηθούν ανάλογα μέτρα, λόγω της απώλειας της νομισματικής κυριαρχίας εκ μέρους των κρατών-μελών της.
Εάν βέβαια κάποια χώρα αποφάσιζε να επαναφέρει το εθνικό της νόμισμα, εξερχόμενη από την Ευρωζώνη, δεν θα μπορούσε να τα καταφέρει εάν τα χρέη της δεν μετατρεπόταν στο εθνικό της νόμισμα – μία δυνατότητα που έχασε η Ελλάδα, μετά την υπογραφή του PSI, όταν προηγουμένως πάνω από το 90% των χρεών της μπορούσε να μετατραπεί σε ένα νέο νόμισμα, απλά και μόνο με την ψήφιση ενός νόμου από το Κοινοβούλιο.
Φυσικά αυτό δεν ισχύει για τις μεγάλες χώρες, όπως η Γερμανία, το νόμισμα των οποίων θα ανατιμούταν μετά την έξοδο τους (Σενάρια δραχμής και μάρκου) – αν και θα αντιμετώπιζαν άλλου είδους προβλήματα, ιδιαίτερα όσον αφορά την είσπραξη των απαιτήσεων τους.
Σε κάθε περίπτωση, η μέχρι σήμερα εμπειρία της Ισλανδίας τεκμηριώνει πως υπάρχουν και άλλοι δρόμοι, εκτός από την πολιτική της λιτότητας και των μνημονίων – η οποία, ειδικά όσον αφορά το πρώτο πειραματόζωο, την Ελλάδα, ήταν καταστροφική (ανάλυση).
.
Επίλογος
Επανερχόμενοι στο αρχικό μας ερώτημα, στο εάν υπάρχει ζωή εκτός του ευρώ, θεωρούμε πως δεν απαντάται με ασφάλεια από το ισλανδικό παράδειγμα – αφού η Ισλανδία δεν είναι μέλος της Ευρωζώνης, ούτε της ΕΕ, είχε το δικό της νόμισμα, ενώ βοηθήθηκε σημαντικά από το ΔΝΤ, λόγω της μεγάλης προσπάθειας του Ταμείου να καλυτερεύσει την άθλια εξωτερική του εικόνα.
Αυτό αφορά βέβαια τόσο την Ελλάδα, όσο και τις υπόλοιπες υπερχρεωμένες, μικρές χώρες της Ευρωζώνης, με αρνητικά ισοζύγια εξωτερικών συναλλαγών, καθώς επίσης με αποψιλωμένο παραγωγικό ιστό – σε καμία περίπτωση τις μεγαλύτερες, χωρίς μεγάλα οικονομικά προβλήματα, καθώς επίσης με λειτουργικότερους Θεσμούς, όπως είναι η Ιταλία, η Γαλλία, η Γερμανία κοκ.
Εν τούτοις, εάν η Ελλάδα κατάφερνε να διαγράψει ένα μεγάλο μέρος του χρέους της, όχι επειδή θα το αρνούταν αλλά λόγω του ότι το δικαιούται ως αποζημίωση για τις καταστροφές των μνημονίων, έτσι ώστε να είναι χαμηλότερο του 100% του ΑΕΠ, καθώς επίσης να μετατρέψει το υπόλοιπο σε εθνικό νόμισμα, θα υπήρχε ζωή εκτός του ευρώ (πόσο μάλλον εάν της κατέβαλλε η Γερμανία τις πολεμικές αποζημιώσεις).
Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε βέβαια επί πλέον ένα χρονικό διάστημα προετοιμασίας τουλάχιστον δύο ετών, έτσι ώστε να λύσει τα τεράστια προβλήματα της – όσον αφορά την έλλειψη επαρκών (ικανών) Θεσμών, τη δημιουργία ενός ορθολογικού επιχειρηματικού και φορολογικού πλαισίου, το μηδενισμό της γραφειοκρατίας, την καταπολέμηση της διαφθοράς, της διαπλοκής, του πελατειακού κράτους και της φοροδιαφυγής, καθώς επίσης τη δημιουργία επαναλαμβανόμενων, σταθερών πλεονασμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της (άρθρο).
Ακόμη και τότε όμως, θα έπρεπε να ηγείται της χώρας μία ικανότατη κυβέρνηση, η οποία θα πλαισιωνόταν από μία αντίστοιχα ικανή αντιπολίτευση – καθώς επίσης από ανάλογα μικρότερα κόμματα, τα οποία θα ενδιαφερόταν περισσότερο για το καλό της πατρίδας τους και λιγότερο για το δικό τους.
Υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις λοιπόν, ασφαλώς υπάρχει ζωή εκτός του ευρώ, με την υιοθέτηση μίας πολιτικής αντίστοιχης με αυτήν της Ισλανδίας – ενώ η Ελλάδα πρέπει να προετοιμασθεί για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, στα δύο περίπου χρόνια που της απομένουν, εάν τελικά καταφέρει να εισπράξει τα χρήματα που συνοδεύουν το τρίτο μνημόνιο.
Ολοκληρώνοντας, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς πως, εάν κατορθώναμε τελικά να εξασφαλίσουμε όλες τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, δεν θα υπήρχε λόγος να εγκαταλείψουμε την Ευρωζώνη. Δυστυχώς όμως δεν ισχύει, αφού μάλλον η Γερμανία δεν θα αλλάξει πολιτική, επιμένοντας να απομυζεί τους εταίρους της, με υποχείριο της την ΕΚΤ – ενώ είναι δεδομένη η διάλυση της Ευρωζώνης, εάν δεν ακολουθήσει η πολιτική και η δημοσιονομική της ένωση.
.