Στρατηγική σοκ και δέος (α) – The Analyst
ΓΕΩΟΙΚΟΝΟΜΙΑ & ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Στρατηγική σοκ και δέος (α)

Ρωσία-και-κίνδυνος-χρεοκοπίας-v2

Οι εγκληματικοί μέθοδοι του ΔΝΤ στις χώρες που εισβάλλει δεν διαφέρουν από το βομβαρδισμό τους, με θύματα τον έμψυχο πληθυσμό – ενώ οι σημερινές συνθήκες που επικρατούν στη Ρωσία, θυμίζουν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης    

(To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)

.

“Μόνο η μέθοδος του κεραυνοβόλου πολέμου (δόγμα του σοκ), κατά τη διάρκεια ενός παραθύρου ευκαιριών (υπερχρέωση) που το δημιουργεί η ομίχλη της μετάβασης («εξυγίανσης»), μπορεί νε επιφέρει τις απαραίτητες αλλαγές – προτού ο πληθυσμός προλάβει να οργανωθεί, για να προστατεύσει τα προϋπάρχοντα συμφέροντα του (J. Stieglitz).

Εκατομμύρια Ρώσοι μεσοαστοί έχασαν της αποταμιεύσεις τους όταν υποτιμήθηκε το νόμισμα (συμβαίνει σήμερα στην Ουκρανία), ενώ οι απότομες περικοπές των επιδοτήσεων είχαν ως αποτέλεσμα εκατομμύρια εργαζόμενοι να μείνουν απλήρωτοι για μήνες. Ο μέσος Ρώσος κατανάλωνε το 1992 περίπου 40% λιγότερο από το 1991 – ενώ τον 35% του πληθυσμού ζούσε κάτω από τα όρια της φτώχειας”.

 .

Άρθρο   

Η σημερινή κατάσταση της Ρωσίας, από οικονομικής πλευράς, μοιάζει σε μεγάλο βαθμό με αυτήν που προηγήθηκε της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης – κάτι που αξίζει την αναφορά στα τότε γεγονότα, με βάση λεπτομερείς περιγραφές (πηγή), σύμφωνα με τις οποίες η πτώση της «αυτοκρατορίας» συνδέθηκε με μία από τις πολλές ληστρικές επιδρομές των αρχιερέων της δύναμης: του ΔΝΤ. Ειδικότερα τα εξής:

Όταν ο M. Gorbatschow ανέλαβε τη θέση του τελευταίου γραμματέα του κομμουνιστικού κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (1985), η μεγαλύτερη χώρα του πλανήτη ήταν βυθισμένη στη μέχρι τότε βαθύτερη κρίση της ιστορίας της – παρά το ότι η κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία, την οποία υιοθέτησε με την επανάσταση του 1917, είχε πράγματι βοηθήσει σε μεγάλο βαθμό την αγροτική χώρα, να εξελιχθεί σε μία παγκόσμια υπερδύναμη.

Εν τούτοις, ο στρατιωτικός ανταγωνισμός με τις Η.Π.Α. κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, με τη βοήθεια των δυτικών συμμάχων τους και του ΝΑΤΟ, είχε απορροφήσει τεράστια ποσά από την οικονομία της Ρωσίας – ενώ ο πόλεμος του Αφγανιστάν (1979) είχε κοστίσει πανάκριβα.

Παράλληλα η κακή διαχείριση, σε συνδυασμό με τη διαφθορά της κομματικής ελίτ, καθώς επίσης με την υστέρηση της χώρας στον τομέα της σύγχρονης τεχνολογίας (ηλεκτρονικοί υπολογιστές), είχαν σαν αποτέλεσμα να χάσει την ανταγωνιστικότητα της διεθνώς – οπότε είχε πάψει να αναπτύσσεται, για έκτη συνεχή χρονιά.

Συνεχίζοντας, μισό χρόνο μετά την ανάληψη των κυβερνητικών καθηκόντων εκ μέρους του νέου γραμματέα, η Σαουδική Αραβία ανακοίνωσε το τέλος των δεσμεύσεων της στο θέμα των τιμών του πετρελαίου – τετραπλασιάζοντας μέσα στους επόμενους έξι μήνες την παραγωγή της. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου, με αποτέλεσμα η Σοβιετική Ένωση η οποία, όπως και σήμερα, ήταν εξαρτημένη από τις εξαγωγές του μαύρου χρυσού, να υποστεί μία πτώση των εσόδων της στο απαραίτητο για την οικονομία της ξένο συνάλλαγμα, της τάξης των 20 δις $ ετήσια.

Ο γενικός γραμματέας προσπάθησε τότε να μετακυλήσει τα προβλήματα της Ρωσίας στους συμμάχους της – αυξάνοντας τις εισαγωγές από το ανατολικό μπλοκ, χωρίς όμως να πληρώνει τα εμπορεύματα τους με χρήματα, αλλά με πετρέλαιο, τοποθετώντας την τιμή του πολύ υψηλότερα, από την τρέχουσα στις διεθνείς αγορές. Παράλληλα, άρχισε να κάνει μεγάλες παραχωρήσεις στο καπιταλιστικό σύστημα, επιτρέποντας τις κοινές εταιρείες (Joint Ventures), μεταξύ των σοβιετικών ομίλων και των δυτικών επιχειρήσεων.

Εξασφάλισε περαιτέρω τη συμμετοχή των 50 στελεχών του κόμματος στα κέρδη αυτών των επιχειρήσεων, προσπαθώντας επίσης να ενισχύσει τη σοβιετική οικονομία με μεγάλα δάνεια από το εξωτερικό – με αποτέλεσμα να αυξηθεί το δημόσιο χρέος στα επίπεδα των 54 δις $, στα τέλη του 1989.

Όταν όμως η αγωνιώδης έκκληση της Σοβιετικής Ένωσης σε ένα διεθνές κονσόρτσιουμ, αποτελούμενο από 300 τράπεζες, για την επείγουσα έγκριση ενός μεγάλου δανείου απορρίφθηκε, ενώ η άνοδος των τιμών του πετρελαίου λόγω της κρίσης του περσικού κόλπου δεν ήταν αρκετή για να την βοηθήσει, ο M. Gorbatschow απευθύνθηκε στους G7 και ειδικά στον αμερικανό πρόεδρο Bush.

Η έκκληση του όμως δεν ευοδώθηκε επειδή ο αμερικανός, προβλέποντας την κατάρρευση όλων των κομμουνιστικών κρατών, είχε τα δικά του σχέδια. Οι χώρες της G7 ανέθεσαν στην ΕΕ τη φροντίδα της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ ο ίδιος έδωσε εντολή τόσο στο ΔΝΤ, όσο και στην Παγκόσμια Τράπεζα, να συντάξουν μία μελέτη της σοβιετικής οικονομίας.

Συνεχίζοντας, ο τότε διευθυντής του ΔΝΤ, ο οποίος διοικούσε από το 1978 έως το 1984 το «κλαμπ του Παρισιού» (υπεύθυνο για τις αναδιαρθρώσεις χρεών μεταξύ κρατών, ενώ το «κλαμπ του Λονδίνου» μεταξύ κρατών και ιδιωτών), καθώς επίσης αργότερα την κεντρική τράπεζα της Γαλλίας για τρία έτη, έστειλε αμέσως μία ομάδα νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων στη Μόσχα – έτσι ώστε να ενημερωθούν για την κατάσταση της ρωσικής οικονομίας επί τόπου.

Μετά από έρευνες που διήρκεσαν πέντε μήνες, η μελέτη ολοκληρώθηκε (19.12.1990) – ενώ δεν άφηνε καμία αμφιβολία, σχετικά με το τι θα επιδίωκε ο αμερικανός πρόεδρος στη Ρωσία: τη ριζική μετατροπή της σε μία καπιταλιστική χώρα, μέσω ενός «προγράμματος σοκ» κατά τα πρότυπα της Χιλής.

Αυτοί που θα πλήρωναν λοιπόν την «εγχείρηση» θα ήταν τα μεσαία και κατώτερα εισοδηματικά στρώματα της χώρας – σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη συνταγή, η οποία είχε επινοηθεί από τη Σχολή του Σικάγο.

.

Η άνοδος του B. Jelzin

Ενώ όμως η κυβέρνηση των Η.Π.Α., σε συνεργασία με το ΔΝΤ προετοίμαζε τα σχέδια της, για την εφαρμογή του προγράμματος «σοκ και δέος», η οικονομική κατάσταση της Ρωσίας επιδεινωνόταν ραγδαία. Η χρηματοδοτική αδυναμία, σε συνδυασμό με την έλλειψη επενδύσεων, είχαν σαν αποτέλεσμα την κατάρρευση των εξαγωγών πετρελαίου περισσότερο από 50% – από τα 125 εκ. βαρέλια, στα 60 εκ. το Μάρτιο του 1991.

Παράλληλα, η πολιτική κατάσταση χειροτέρευε, ενώ ο M. Gorbatschow επενέβη στρατιωτικά στις χώρες της Βαλτικής τον Ιανουάριο του 1991, για να εμποδίσει τις προσπάθειες ανάκτησης της ανεξαρτησίας τους – τρεις μήνες μετά την απονομή του Νομπέλ Ειρήνης στον ίδιο. Περαιτέρω, το Μάρτιο και Απρίλιο ξέσπασαν απεργίες στη Σιβηρία από τους εργαζόμενους στα ορυχεία άνθρακα, χάθηκαν πάνω από 2 εκ. ημέρες εργασίας και άρχισε να κερδίζει σε ισχύ ο κυριότερος πολιτικός του αντίπαλος – ο B. Jelzin, ο οποίος είχε παραιτηθεί από το κόμμα το 1990, έχοντας «δεξιές», νεοφιλελεύθερες πολιτικές πεποιθήσεις.

Η συνεχής άνοδος του ανάγκασε τον M. Gorbatschow να «αντεπιτεθεί», παρουσιάζοντας ένα πρόγραμμα εναντίον της κρίσης – το οποίο υποσχόταν ένα σύστημα τιμών στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς, την αποκέντρωση του εξωτερικού εμπορίου, καθώς επίσης την ιδιωτικοποίηση των ζημιογόνων κρατικών επιχειρήσεων.

Αποφασίσθηκε το τέλος των «κοινωνικοποιημένων» επιχειρήσεων κατά τα κομμουνιστικά πρότυπα, η κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στις εξαγωγές, καθώς επίσης η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από ιδιώτες. Επομένως, αφαιρέθηκε από την «νομενκλατούρα», από την κυρίαρχη τάξη των κομματικών γραφειοκρατών δηλαδή, στους οποίους ανήκε και ο ίδιος, η κοινωνική της βάση, -η οποία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τα προνόμια, καθώς επίσης με τις γραφειοκρατικές δομές της κεντρικά κατευθυνόμενης οικονομίας.

Ο γενικός γραμματέας λοιπόν άνοιξε ουσιαστικά, άθελα του, το δρόμο στον αντίπαλο του, αφού ο B. Jelzin είχε ήδη τη στήριξη της νέας τάξης των ιδιοκτητών που είχε δημιουργηθεί – αυτής που αργότερα θα ονομαζόταν «τάξη των Ολιγαρχών».

Συνεχίστε στη 2η σελίδα (…)

Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading