Η μη εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών της Ελλάδας, οι οποίες είναι περί τα 22,5 δις € το 2015, δεν αποτελεί επιλογή, αλλά αδυναμία – αφού μάλλον δεν υπάρχουν τα χρήματα, ενώ δεν είναι τόσο βέβαιη η πληρωμή των τρεχουσών υποχρεώσεων της χώρας
(To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)
.
“Όλοι οι πολιτικοί έχουν αναμφίβολα τις καλύτερες των προθέσεων. Ο δρόμος όμως προς την κόλαση ήταν ανέκαθεν στρωμένος με τριαντάφυλλα, με καλές προθέσεις δηλαδή – ενώ οι πιο καυτές θέσεις είναι κρατημένες για αυτούς που, σε περιόδους κρίσεων, διατηρούν ουδέτερη, μη κριτική ή ανεύθυνη στάση”.
.
Άρθρο
Όπως έχουμε αναλύσει πρόσφατα, ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της Ελλάδας είναι η μειωμένη ανταγωνιστικότητα της – η οποία, παρά το ότι αυξήθηκε μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, συνεχίζει να υπολείπεται κατά 13% περίπου έναντι της Γερμανίας (άρθρο), αλλά και πολλών άλλων χωρών.
Για να μπορέσει τώρα να καλύψει η Ελλάδα την απόσταση, θα πρέπει η εσωτερική υποτίμηση να διαρκέσει ακόμη τέσσερα χρόνια, με τον ίδιο ρυθμό – γεγονός που είναι προφανώς αδύνατο. Η αιτία είναι το ότι, η συνέχιση των ίδιων μέτρων, με κέντρο βάρους τις μειώσεις μισθών και συντάξεων, παράλληλα με τον περαιτέρω περιορισμό του κοινωνικού κράτους, δεν θα ήταν αποδεκτή από την κοινωνία – η οποία θα εξαθλιωνόταν εντελώς, οδηγούμενη επαναστατικά στους δρόμους.
Με δεδομένο δε το ότι, ο παραγωγικός ιστός της χώρας έχει καταστραφεί εντελώς, ενώ η έστω και μερική αναβίωση του θα απαιτούσε ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών, εάν διενεργούταν μαζικές επενδύσεις, είναι αυτονόητο πως η εσωτερική υποτίμηση, ακόμη και αν συνεχιζόταν ως έχει, δεν θα βοηθούσε καθόλου.
Ένα επόμενο πρόβλημα είναι η κατανάλωση των Ελλήνων, η οποία έχει φτάσει στο 120% των ετησίων εισοδημάτων τους (ανάλυση), έχοντας εκτοξεύσει το δείκτη χρεοκοπίας της χώρας σε επίπεδα υψηλότερα από το 2010 – αυτή τη φορά λόγω του ιδιωτικού χρέους, το οποίο αυξήθηκε αφενός μεν επειδή χρεοκόπησαν οι τράπεζες στα πλαίσια του PSI (άρθρο), αφετέρου λόγω του ότι υπερχρεώθηκαν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, με αιτία τις διαρκείς μειώσεις των μισθών, καθώς επίσης τις αυξήσεις των φόρων.
Εάν θεωρήσουμε τώρα (υπόθεση εργασίας) ότι, η κατανάλωση είναι της τάξης των 130 δις € (λίγο υψηλότερη του 70% του ΑΕΠ), ενώ θα πρέπει να μειωθεί κάτω του 100% των εισοδημάτων, από 120% σήμερα, τότε θα έπρεπε να φτάσει τουλάχιστον στα 105 δις € – οπότε το ΑΕΠ θα περιοριζόταν αυτόματα κατά 25 δις € ετήσια. Επομένως στα 155 δις €, από την πλευρά της κατανάλωσης (ΑΕΠ = Κατανάλωση + Επενδύσεις + Δημόσιες Δαπάνες + {Εξαγωγές – Εισαγωγές}) – με οδυνηρά αποτελέσματα για τα δημόσια έσοδα, για την απασχόληση, για το έλλειμμα του προϋπολογισμού κοκ.
Το τρίτο μεγάλο πρόβλημα είναι εκείνα τα χρέη του ιδιωτικού τομέα, τα οποία ευρίσκονται σε καθυστέρηση – υπολογιζόμενα κατ’ ελάχιστο στα 70 δις € απέναντι στο δημόσιο, καθώς επίσης στα 70 δις € στις τράπεζες. Υπάρχουν ακόμη χρέη σε άλλους οργανισμούς, όπως στη ΔΕΗ, καθώς επίσης στα ασφαλιστικά ταμεία – υπενθυμίζοντας πως το ασφαλιστικό είναι μία τεράστια, βραδυφλεγής βόμβα στα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας.
Πρόκειται λοιπόν για ένα ποσόν που πλησιάζει επικίνδυνα το 100% του ΑΕΠ το οποίο, εάν προστίθετο στο δημόσιο χρέος (318 δις € ή 175% του ΑΕΠ), θα το εκτόξευε στο 275% του ΑΕΠ. Προφανώς δε, εάν θα υποχρεωνόταν οι τράπεζες να διαγράψουν όλες τις επισφάλειες τους, στα πλαίσια της υιοθέτησης κάποιου είδους «σεισάχθειας», θα χρεοκοπούσαν ακαριαία – αν και κατά πολλούς είναι ήδη αφερέγγυες.
Περαιτέρω, όσον αφορά το πρωτογενές πλεόνασμα, ακόμη και αν δεν είναι πλασματικό, θεωρείται ως μη επαναλαμβανόμενο – αφού έχει αποκτηθεί, μεταξύ άλλων, με τον καταστροφικό μηδενισμό των δημοσίων επενδύσεων, καθώς επίσης με υπερβολικούς φόρους.
Σαν να μην έφταναν δε όλα αυτά, ανακοινώθηκε πως οι πρόωρες εκλογές δημιούργησαν ένα κενό στα έσοδα του δημοσίου, το οποίο πλησιάζει τα 7 δις €, εάν συμπεριληφθούν ορισμένα άλλα ποσά – οπότε «εξανέμισαν» εντελώς το υποθετικό πρωτογενές πλεόνασμα, μετατρέποντας το σε έλλειμμα.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο δεν στηρίζεται στην αύξηση των εξαγωγών, αλλά στη μείωση των εισαγωγών λόγω της περιορισμένης ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας. Επίσης στον τουρισμό, ο οποίος όμως είναι ένας πολύ επισφαλής παράγοντας, ειδικά σε εποχές παγκόσμιας ύφεσης. Άλλωστε, το ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο (γράφημα) αποτελεί έναν καλύτερο δείκτη – σύμφωνα με τον οποίο η χώρα είναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, στο σημείο μηδέν.
.
.
Συνεχίζοντας, ένα επίσης μεγάλο πρόβλημα είναι οι ιδιωτικοποιήσεις – τα έσοδα εκ των οποίων είτε οδηγούνται στη μείωση του χρέους, όπως επιβάλλουν τα μνημόνια, είτε στα ταμεία του κράτους, εάν δεν τηρηθούν τα μνημόνια. Εξαιρώντας τις κοινωφελείς, τις στρατηγικές, καθώς επίσης τις μονοπωλιακές κερδοφόρες επιχειρήσεις, οι οποίες είναι απαράδεκτο να πωλούνται (ανάλυση), η εποχή δεν είναι προφανώς κατάλληλη για να αποκρατικοποιηθούν οι υπόλοιπες – συμπεριλαμβανομένης της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου.
Η αιτία είναι η κατακόρυφη μείωση των τιμών τους, λόγω της ύφεσης (αποπληθωρισμού), στην οποία έχει βυθιστεί η χώρα – γεγονός που φαίνεται καθαρά από την κεφαλαιοποίηση του χρηματιστηρίου, η οποία ευρίσκεται σήμερα στα 54,5 δις €, όταν στα τέλη του 2007 υπολογιζόταν στα 196,39 δις € (ενώ θα έπρεπε να πλησιάζει στα 300 δις € με κριτήριο τις πρόσφατες εξελίξεις – μεγάλα πακέτα ποσοτικής διευκόλυνσης των κεντρικών τραπεζών).
Το ίδιο συμπεραίνεται και για την ακίνητη περιουσία, οι τιμές της οποίας έχουν μειωθεί τουλάχιστον κατά 50% (υπολογίζουμε πως έχουν «χαθεί» πάνω από 500 δις €), όταν στις περισσότερες άλλες χώρες έχουν εκτοξευθεί στα ύψη – λόγω του αναμενομένου πληθωρισμού, από την αύξηση της ποσότητας χρήματος διεθνώς.
Δεν θα αναφερθούμε βέβαια στις νέες δαπάνες που έχουν εξαγγείλει τα μεγάλα κόμματα, οι οποίες θα απαιτούσαν επί πλέον χρήματα – αφού δεν νομίζουμε πως έχουν πραγματικά την πρόθεση να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους. Ακόμη όμως και αν το ήθελαν, θεωρούμε πως δεν θα έχουν τις οικονομικές δυνατότητες να το κάνουν – τουλάχιστον όχι βραχυπρόθεσμα, αφού οι πηγές που δηλώνουν ότι θα τις χρηματοδοτήσουν (φοροδιαφυγή, λαθρεμπόριο καυσίμων, λίστες φοροφυγάδων κλπ.), είναι σχεδόν οι ίδιες που ακούγονται τα τελευταία 40 χρόνια.