Αυτό που εντυπωσιάζει είναι το ενδιαφέρον των ξένων εταιριών για τις οφειλές των εργαζομένων τους, στους οποίους παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες διακανονισμού με τις τράπεζες – χωρίς να περιμένουν τα πάντα από το κράτος
(To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)
.
Ασφαλώς δεν κατανοούμε στην Ελλάδα το πρόβλημα που δημιουργείται, όταν αποδεχόμαστε δημοσίως ότι, το χρέος δεν είναι βιώσιμο – κάτι που θα έπρεπε να συζητείται μόνο πίσω από κλειστές πόρτες, με τους αμέσως ενδιαφερόμενους (χώρες της Ευρωζώνης), αναζητώντας λύσεις που δεν θα προκαλούσαν προβλήματα στις άλλες κυβερνήσεις.
Το πρώτο δυσμενές επακόλουθο της συμπεριφοράς μας αυτής δεν είναι τόσο ο αποκλεισμός της χώρας μας από τις αγορές, όσο η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού (spreads) – τα οποία είναι μεν αδιάφορα για το δημόσιο, αφού δεν δανείζεται, αλλά πολύ σημαντικά για τις τράπεζες, οπότε για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Η αιτία είναι το ότι, οι τράπεζες δανείζονται με τα επιτόκια που διαμορφώνονται στις αγορές, ενώ τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που διατηρούν στα χαρτοφυλάκια τους χάνουν συνεχώς την αξία τους, ως εγγυήσεις στην ΕΚΤ. Εκτός αυτού, οι Ισολογισμοί των τραπεζών επιδεινώνονται, η χρηματιστηριακή τους αξία επίσης, έχουν ανάγκη νέων κεφαλαίων, οι δυνατότητες δανεισμού τους από την κεντρική περιορίζονται, το κόστος δανεισμού τους αυξάνεται, τα χρήματα που μπορούν να δανείσουν στην πραγματική οικονομία ή να επενδύσουν μειώνονται, ενώ τα επιτόκια χορηγήσεων κλιμακώνονται επικίνδυνα.
Ένα επόμενο πρόβλημα είναι η συνεχώς επιδεινούμενη πιστοληπτική ικανότητα των Ελλήνων, καθώς επίσης η μείωση της αξίας των παγίων περιουσιακών τους στοιχείων (ακίνητα, μετοχές κλπ.), τα οποία μπορούν να δοθούν ως εγγυήσεις στις τράπεζες για την παροχή δανείων – με αποτέλεσμα να περιορίζεται η ποσότητα χρήματος στην αγορά, να μην υπάρχει ρευστότητα δηλαδή, οπότε να γίνονται όλο και πιο δύσκολες οι επενδύσεις, καθώς επίσης να υποφέρει η κατανάλωση, το ΑΕΠ, τα έσοδα του δημοσίου κοκ.
Έτσι συνεχίζεται η κατάρρευση του χρηματιστηρίου, καθώς επίσης των τιμών των ακινήτων – οπότε διευκολύνεται η λεηλασία της Ελλάδας, όπως στο παράδειγμα της Ουρουγουάης, η οποία έχασε το 40% των εδαφών της, χωρίς καν να απαιτηθεί στρατιωτική εισβολή (άρθρο).
Ο ισχυρισμός λοιπόν περί μη βιωσιμότητας του χρέους, εύλογος ή μη, όταν ανακοινώνεται επίσημα από την κυβέρνηση ή από την αξιωματική αντιπολίτευση, χαρακτηρίζεται αναμφίβολα ως «το ζενίθ της ανευθυνότητας» – αφού βυθίζει τη χώρα στην ύφεση, οδηγώντας την ξανά στη χρεοκοπία και στην έξοδο από το κοινό νόμισμα.
Ευτυχώς για όλους μας, ολόκληρος ο πλανήτης είναι βυθισμένος στα προβλήματα – όπως φαίνεται στο παράδειγμα της Νοτίου Αφρικής που ακολουθεί. Διαφορετικά θα είχαμε ήδη περάσει στην «απέναντι όχθη», αποκλειστικά και μόνο με δική μας ευθύνη – επιμένοντας να ανακοινώνουμε δημόσια ότι δεν πρέπει να μας δανείζουν, καθώς επίσης πως τα επιτόκια οφείλουν να αυξηθούν όσο περισσότερο γίνεται.
.
Η Νότια Αφρική
Εισαγωγικά η χώρα, μέλος των BRICS, έχει έλλειμμα προϋπολογισμού που κυμαίνεται μεταξύ 6,6% (2010) και 4% (2014), αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο, ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (5,8% του ΑΕΠ), πληθωρισμό της τάξης του 5,8%, καθώς επίσης σχετικά χαμηλά συναλλαγματικά αποθέματα – ενώ ο δανεισμός των νοικοκυριών της αυξάνεται συνεχώς (γράφημα), ακόμη και μετά την κρίση του 2008.
.
.
Περαιτέρω, ας υποθέσουμε ότι θέλει να δανειστεί κάποιος στη Νότια Αφρική το ποσόν των 50.000 Rand (περί τα 3.500 €), για να ανακαινίσει το σπίτι του – χωρίς όμως να διαθέτει εγγυήσεις, για να δώσει στην τράπεζα. Το επιτόκιο με το οποίο επιβαρύνεται τότε ανέρχεται τουλάχιστον στο 30% – στο τετραπλάσιο δηλαδή, από αυτό που ισχύει κανονικά, όταν υπάρχει η δυνατότητα παροχής εγγυήσεων.
Εάν πέσει τώρα στην παγίδα, εάν δηλαδή θελήσει να δανειστεί το παραπάνω ποσόν από την τράπεζα, μη δίνοντας την απαιτούμενη σημασία στο επιτόκιο, τότε θέτει σε λειτουργία το σπιράλ του χρέους – αφού ο ετήσιος τόκος ανέρχεται στα 15.000 Rand, με αποτέλεσμα το δάνειο να διπλασιάζεται μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.
Έτσι λοιπόν αναγκάζεται να ζητήσει το διακανονισμό ή τη διαγραφή μέρους του χρέους του – ενδεχομένως να χρεοκοπήσει, εάν έχει ενδιάμεσα χάσει τη δουλειά του ή δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις του, για οποιονδήποτε άλλο λόγο.
Με προβλήματα όπως το παραπάνω είναι αντιμέτωπο το τραπεζικό σύστημα της Νοτίου Αφρικής, το μέγεθος των οποίων θυμίζει πλέον την κρίση των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης των Η.Π.Α. – παρά το ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας θεωρούνται ως τα πιο προηγμένα της μαύρης ηπείρου.
Τα μη καλυμμένα δάνεια, αυτά δηλαδή που έχουν δοθεί χωρίς την παροχή εγγυήσεων, έχουν φτάσει στα 14 δις $ – στο 11% των συνολικών τραπεζικών δανείων. Την ίδια στιγμή, η ποιότητα τους επιδεινώνεται ραγδαία, αφού το 25% περίπου των συγκεκριμένων δανείων είναι επισφαλές – με την έννοια ότι δεν εξυπηρετείται για ένα χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τους τρεις μήνες, όταν το 2012 το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνούσε το 14%.
To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες (…)