Η χαμηλή εκτίμηση του εαυτού μας, συνδέεται με κοινωνικές και αλτρουιστικές συμπεριφορές, καθώς επίσης με τις προσπάθειες που κάνουμε, για να κερδίσουμε τη συμπάθεια των άλλων – η υψηλή, τροφοδοτείται από την γνώση της ατομικής επάρκειας
.
“Όταν μια χώρα οδηγείται στη χρεοκοπία, οι Πολίτες της νοιώθουν ότι έχουν αποτύχει οι ίδιοι – ακόμη και αν δεν οφείλεται σε αυτούς το «ατύχημα», αλλά σε ορισμένες ανεπαρκείς, ανίκανες ή διεφθαρμένες κυβερνήσεις τους.
Από την άλλη πλευρά το περιβάλλον, οι άλλες χώρες δηλαδή, αντιδρούν με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, απέναντι στις αποτυχίες – όπως ακριβώς οι άνθρωποι, όπου ορισμένοι χαίρονται με τα προβλήματα των άλλων, επειδή με αυτόν τον τρόπο βελτιώνουν την εικόνα του εαυτού τους και αποδέχονται καλύτερα τα λάθη τους.
Υπάρχουν επίσης πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι τονίζουν ξανά και ξανά τις αποτυχίες των άλλων, με στόχο να τους χειραγωγήσουν – άλλοι που θεωρούν ότι δεν θα τους συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο, υπερηφανευόμενοι για τις ικανότητες τους.
Ο μόνος τρόπος να αντιδράσει κανείς και να μην χάσει το παιχνίδι, σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι να μην περιμένει τη βοήθεια κανενός, για να λύσει τα προβλήματα του. Το βασικότερο όπλο του δε εναντίον αυτών των «επιθέσεων», δεν είναι άλλο από την υγιή αυτοπεποίθηση – η οποία, στην περίπτωση της Ελλάδας σήμερα, προϋποθέτει την αυτοεκτίμηση των Πολιτών της τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Άλλωστε το αξίζουν και μπορούν να πετύχουν θαύματα, εάν το καταλάβουν. Σε αυτήν ακριβώς την αυτοεκτίμηση επικεντρώνεται η ανάλυση που ακολουθεί” (Analyst team).
.
Ανάλυση
Η αυτοεκτίμηση είναι η αξία που «εκχωρεί» ένα άτομο στον εαυτό του. Με απλά λόγια, είναι μια υποκειμενική αξιολόγηση του ίδιου μας εαυτού. Αυτή η υποκειμενική «αντίληψη» βέβαια, δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκη με την αντικειμενική πραγματικότητα [1].
Υπάρχουν άνθρωποι που υποτιμούν πλήρως τις ικανότητές τους. Στην περίπτωση αυτή, το άτομο «αυτοβαθμολογείται» αρνητικά, σε σχέση με τις ικανότητες και τα επιτεύγματά του. Υπάρχουν επίσης άνθρωποι, οι οποίοι υπερεκτιμούν τον εαυτό τους – γεγονός που σημαίνει ότι, η «αυτοαξιολόγηση» είναι υπερβολικά θετική.
Βεβαίως, δεν είναι σαφές το πότε η αυτοεκτίμηση είναι πραγματικά η σωστή, η πρέπουσα, η καταλληλότερη κατά κάποιον τρόπο. Το ενδιαφέρον όμως ερώτημα εδώ είναι η αιτία, η οποία οδηγεί σε μια θετική ή σε μία αρνητική αυτοαξιολόγηση – από τι εξαρτάται δηλαδή, ποιοι παράγοντες διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στη δημιουργία της, καθώς επίσης πώς μπορεί κανείς να ενισχύσει την αυτοεκτίμηση του.
Στα πλαίσια αυτά, οφείλουμε να τονίσουμε εν πρώτοις πως η προώθηση της αυτοεκτίμησης, ξεκινάει ήδη σε πολύ μικρή ηλικία. Με δεδομένο δε το ότι, τα παιδιά δεν μπορούν να θεωρηθούν ακόμη ως μία ανεξάρτητη οντότητα, ξεχωριστή από την οικογένεια, η αίσθηση της αυτοεκτίμησης εξαρτάται από την οικογένεια τους.
Τα συναισθήματα της θετικής αυτοεκτίμησης μπορούν να «ανθίσουν» μόνο μέσα σε μια οικογενειακή ατμόσφαιρα, όπου οι ατομικές διαφορές εκτιμούνται και τα λάθη είναι ανεκτά – σε μια ατμόσφαιρα, στην οποία τα μέλη μπορούν να μιλούν ανοιχτά μεταξύ τους, ενώ υπάρχει η δυνατότητα της συνεχούς αναπροσαρμογής των υφισταμένων κανόνων. Η συγκεκριμένη ατμόσφαιρα είναι αυτή που δίνει στα παιδιά τη σωστή ανατροφή, φιλική προς τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας – προάγοντας, διευκολύνοντας καλύτερα τη θετική τους εξέλιξη.
Αντίθετα, τα παιδιά που προέρχονται από οικογένειες με πολλά προβλήματα, αισθάνονται συχνά λιγότερη αυτοεκτίμηση – υποτιμούν την αξία του εαυτού τους. Η αιτία είναι το ότι μεγάλωσαν με μια «συγκαλυμμένη» επικοινωνία, με άκαμπτους κανόνες, με σκληρή κριτική, καθώς επίσης με πολλές τιμωρίες [2].
Το επόμενο ερώτημα έχει σχέση με το ποιες είναι οι συγκεκριμένες συνθήκες, οι συμπεριφορές ή οι εμπειρίες, οι οποίες θεωρούνται επωφελείς για την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης μας. Επίσης, ποιες συνθήκες έχουν την ικανότητα να «επιτίθενται» και να αποδυναμώνουν τη δική μας αξιολόγηση του ίδιου μας του εαυτού.
Μια απλή και ασφαλής «πηγή ενδυνάμωσης» της αυτοεκτίμησης, είναι οι θετικές απόψεις των άλλων, σχετικά με τις επιδόσεις μας – δηλαδή, ο έπαινος που εισπράττουμε για κάτι που έχουμε καταφέρει. Στην περίπτωση αυτή, είναι σημαντικό να μας παρέχονται «πληροφορίες κοινωνικής σύγκρισης».
Για παράδειγμα, η δήλωση “Έχετε λύσει το πρόβλημα καλύτερα από όλους τους προηγούμενους εργαζόμενους” λειτουργεί περισσότερο προς όφελος της αυτοεκτίμησης μας, σε σχέση με τη δήλωση “Έχετε λύσει το πρόβλημα πολύ καλά“.
Αντίθετα, η αυτοεκτίμηση μας αποδυναμώνεται από τις αρνητικές απόψεις ή δηλώσεις, σχετικά με τις επιδόσεις μας, οπότε από την απογοήτευση που μας προκαλούν. Και πάλι, η «κοινωνική αναφορά» σε μία δήλωση, η σύγκριση μας δηλαδή με κάποιον άλλο, έχει μεγαλύτερη επίδραση στην αυτοαξιολόγηση μας.
.
Περαιτέρω, οι κύριες πηγές που ενισχύουν, που λειτουργούν θετικά δηλαδή, όσον αφορά την αυτοεκτίμηση, μπορούν να συνοψιστούν στις εξής [3]:
(1) Οι δικές μας επιτυχίες και οι ατομικές μας δεξιότητες – για παράδειγμα, η επαγγελματική επιτυχία, καθώς επίσης τα υφιστάμενα προσωπικά μας ταλέντα.
(2) Η ικανοποίηση και η ασφάλεια, όταν βιώνουμε υγιείς κοινωνικές σχέσεις – παραδείγματα: η ευτυχία στη σχέση με το άλλο φύλο, οι αξιόπιστες φιλίες
(3) Οι δεξιότητες, στην κοινωνική αλληλεπίδραση – παραδείγματα: η ανοικτή προσέγγιση άλλων ανθρώπων, η θετική γνώμη των άλλων για εμάς.
(4) Η στάση της «αυτοαποδοχής», ανεξάρτητα από τις επιδόσεις, τις δεξιότητες ή τις κοινωνικές επιτυχίες – παραδείγματα: σεβασμός στον ίδιο τον εαυτό μας από εμάς, αυτοϋπεράσπιση των πράξεων μας.
(5) Υπεροχή έναντι των άλλων ανθρώπων ή ακόμη και χειραγώγηση τους – παραδείγματα: η ικανότητα του να επηρεάζει κανείς άλλα άτομα, να εντυπωσιάζει τους άλλους με δεξιότητες που είναι υψηλότερες του μέσου όρου. Προσοχή: Εκείνοι που αψηφούν τις ανάγκες των άλλων και ασκούν εξουσία στους συνανθρώπους τους, για να αυξήσουν την αυτοεκτίμηση τους, μπορεί να προκαλέσουν μεγάλο πόνο στο περιβάλλον τους. Αυτή είναι η λεγόμενη «δυσπροσαρμοστική» πηγή της αυτοεκτίμησης (δεν προωθεί την προσαρμογή).
.
Οι πηγές που απειλούν την αυτοεκτίμηση τώρα, που λειτουργούν δηλαδή αρνητικά, μπορούν να συνοψιστούν στις ακόλουθες [3]:
(1) Όταν αισθανόμαστε παραμελημένοι, επειδή ένα άτομο που έχει μεγάλη σημασία για εμάς, δεν μας αφιερώνει αρκετό χρόνο.
(2) Όταν νοιώθουμε πως δεν μας καταλαβαίνει κάποιος, επειδή δεν συμπάσχει μαζί μας, δεν νοιώθει τα δικά μας προβλήματα.
(3) Όταν αισθανόμαστε τον εαυτό μας «υποτιμημένο», επειδή η δουλειά που κάνουμε δεν αξιολογείται σωστά.
(4) Η αίσθηση αμηχανίας, όταν μας επικρίνουν οι άλλοι ή μας γελοιοποιούν μπροστά σε τρίτους.
(5) Η αδικαιολόγητη κριτική, εάν κάποιος μας κατακρίνει για περιπτώσεις ή για καταστάσεις, όπου δεν είχαμε τη δυνατότητα να ενεργήσουμε διαφορετικά. Οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ πως ακόμη και η δικαιολογημένη κριτική, μπορεί να επηρεάσει την αυτοεκτίμησή μας.
(6) Η αυτοκριτική, όταν ένα άτομο δεν είναι ικανοποιημένο με ορισμένα χαρακτηριστικά του εαυτού του (αυτή είναι η πιο απειλητική πηγή!).
(7) Όταν κάποιος αισθάνεται αβοήθητος, επειδή πιστεύει ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του.
.
Η χαμηλή αυτοεκτίμηση συνδέεται με κοινωνικές και «αλτρουιστικές» συμπεριφορές, καθώς επίσης με τις προσπάθειες που κάνει ένα άτομο, για να κερδίσει τη συμπάθεια των άλλων ανθρώπων. Η υψηλή αυτοεκτίμηση τροφοδοτείται από την γνώση της ατομικής επάρκειας, καθώς επίσης από τις επιτυχίες – όχι όμως από την συμπάθεια και την κοινωνική αναγνώριση.
Οι άνθρωποι με μια σταθερή αυτοεκτίμηση είναι πιο ισορροπημένοι και πολύ πιο ευτυχισμένοι, συγκριτικά με αυτούς που χαρακτηρίζονται από μια ασταθή αυτοεκτίμηση. Το θεμέλιο αυτής της υψηλής σταθερότητας, είναι η ρεαλιστική στάση προς τη ζωή. Για παράδειγμα, η αναγνώριση ή η κατανόηση του ότι, είναι απόλυτα φυσιολογικό να έχουμε αυτό-αμφιβολίες, αδυναμίες και προβλήματα.
Παράλογα και τελειομανή πρότυπα ζωής, καθώς επίσης η ισχυρή εξάρτηση της δικής μας εκτίμησης, από την εκτίμηση που έχουν οι άλλοι για εμάς, συνδέονται με μία μεγάλη αστάθεια της ίδιας μας της αυτοεκτίμησης.
Βιβλιογραφία
[1] Potreck-Rose, F. (2010). Von der Freude, den Selbstwert zu stärken. Klett-Cotta Verlag.
[2] Satir, V. (2009). Selbstwert und Kommunikation: Familientherapie für Berater und zur Selbsthilfe. Klett-Cotta Verlag.
[3] Jacob, G., Potreck-Rose, F. (2008). Selbstzuwendung, Selbstakzeptanz, Selbstvertrauen: Psychotherapeutische Interventionen zum Aufbau von Selbstwertgefühl. Klett-Cotta Verlag.
.