Αυτό ακριβώς συνέβη τη δεκαετία του 1930 (Μεγάλη Ύφεση), ενώ πολλές χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, βιώνουν κάτι ανάλογο σήμερα. Ειδικά στην Ελλάδα, οδηγηθήκαμε σε εποχές στασιμοπληθωρισμού (αύξηση των τιμών εν μέσω ύφεσης), παράλληλα με μία πρωτοφανή στα χρονικά μείωση των ονομαστικών αμοιβών, οι οποίες έφεραν στα όρια τον πληθυσμό της χώρας, εξαθλιώνοντας τον.
.
.
Στο προηγούμενο διάγραμμα φαίνεται η εξέλιξη των τιμών καταναλωτή στις Η.Π.Α., κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Η μικρή «αναλαμπή» μετά το 1927 δημιούργησε εκείνη την πλασματική αισιοδοξία, η οποία οδήγησε στη φούσκα των χρηματιστηρίων που έσπασε το 1929, με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα.
Κάτι ανάλογο παρατηρείται σήμερα σε αρκετές χώρες, πολύ πιθανόν με τις ίδιες συνέπειες αργότερα. Η μείωση δε των ονομαστικών επιτοκίων των ομολόγων που παρατηρείται, δεν οφείλεται μόνο στις πυροσβεστικές παρεμβάσεις της ΕΚΤ, αλλά, επίσης, στον προβλεπόμενο αποπληθωρισμό: ο οποίος κάνει εξαιρετικά συμφέρουσες τις τοποθετήσεις σε ασφαλή κρατικά ή εταιρικά ομόλογα.
.
Η σημασία των πραγματικών επιτοκίων και το τέλος της συμβατικής νομισματικής πολιτικής
Το σημαντικότερο «οικονομικο-πολιτικό» εργαλείο στα χέρια των κεντρικών τραπεζών είναι συνήθως το βασικό επιτόκιο. Εάν λοιπόν υπάρχουν δείγματα μείωσης του ρυθμού ανάπτυξης από την πλευρά της ζήτησης, όπως το αναλύσαμε παραπάνω, τότε η κεντρική τράπεζα μπορεί να μειώσει το βασικό επιτόκιο, οπότε γενικά το κόστος του χρήματος.
Η ενέργεια αυτή έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους των επενδύσεων, καθώς επίσης των δανείων, οπότε την αύξηση των τιμών των παγίων περιουσιακών στοιχείων. Η αιτία είναι το ότι, τα χαμηλότερα επιτόκια οδηγούν στην αύξηση των μελλοντικών κερδών (λόγω μείωσης του δανειακού κόστους), οπότε στη μεγαλύτερη απόδοση και στην αξία τους. Ακριβώς εδώ οφείλεται η αύξηση των τιμών των μετοχών, όταν μειώνονται τα επιτόκια (επίσης η μείωση τους, όταν αυξάνονται).
Εκτός αυτού, πυροδοτείται η κατανάλωση ενώ, επειδή το νόμισμα υποτιμάται (ανατιμάται όταν αυξάνονται τα βασικά επιτόκια), γίνονται ελκυστικότερες οι επενδύσεις σε άλλες χώρες, με την παράλληλη αύξηση των καθαρών εξαγωγών (εξαγωγές μείον τις εισαγωγές). Με απλά λόγια, ο ρυθμός ανάπτυξης μίας οικονομίας αυξάνεται, όταν μειώνονται τα βασικά επιτόκια, με εξαίρεση όμως εκείνη την περίπτωση, κατά την οποία πολλές χώρες μαζί κάνουν το ίδιο (όπως συμβαίνει σήμερα).
Αυτό που έχει αποφασιστική σημασία όμως δεν είναι τα ονομαστικά επιτόκια, αλλά τα πραγματικά: δηλαδή, αυτά που διαμορφώνονται μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού ή την πρόσθεση του αποπληθωρισμού. Για παράδειγμα, εάν λαμβάνει κανείς επιτόκιο για τις καταθέσεις του ύψους 2%, ενώ ο πληθωρισμός είναι 3%, τότε ουσιαστικά χάνει κάθε χρόνο το 1% της αγοραστικής αξίας των χρημάτων του. Το πραγματικό επιτόκιο στην προκειμένη περίπτωση είναι -1%.
Στην περίπτωση του αποπληθωρισμού, εάν λαμβάνει κανείς 2% επιτόκιο, ενώ ο αποπληθωρισμός είναι -1%, τότε κερδίζει κάθε χρόνο 3%. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με αυτόν που δανείζεται χρήματα αφού, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, εάν το κράτος δανείζεται με επιτόκιο 5%, ενώ ο αποπληθωρισμός είναι -1%, τότε το πραγματικό επιτόκιο που πληρώνει είναι 6%. Όταν δε ο ρυθμός ανάπτυξης είναι μικρότερος από το πραγματικό επιτόκιο, αυξάνεται το δημόσιο χρέος, εάν η διαφορά δεν καλύπτεται από τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού.
Περαιτέρω, όταν μία κεντρική τράπεζα προσπαθεί να αντιμετωπίσει μία ύφεση (κρίση), τότε μειώνει το βασικό της επιτόκιο. Εάν όμως καθυστερήσει να το κάνει, τότε η ύφεση επιδεινώνεται, ο πληθωρισμός μειώνεται δηλαδή ραγδαία, ενώ μπορεί να καταλήξει σε αποπληθωρισμό. Μόνο και μόνο όμως η ύπαρξη αποπληθωρισμού, αυξάνει τα πραγματικά επιτόκια, ακόμη και όταν τα ονομαστικά είναι μηδενικά.
Επομένως, εάν η κεντρική τράπεζα καταλήξει να έχει μηδενικά επιτόκια, όπως σήμερα η ΕΚΤ, τότε έχει οδηγηθεί στην ονομαζόμενη «παγίδα ρευστότητας». Εκείνη τη στιγμή αυτό που της απομένει είναι η λήψη μη συμβατικών μέτρων (αρνητικά βασικά επιτόκια, αύξηση της ποσότητας χρήματος), τα αποτελέσματα των οποίων όμως δεν είναι καθαρά, με στόχο να αποφύγει την περαιτέρω επιδείνωση της κρίσης.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα στην Ευρωζώνη, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται προ πολλού σε αυτήν την κατάσταση, αδυνατώντας να ξεφύγει. Όταν δε κάποιος ισχυρίζεται ότι, το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, με επιτόκια δεκαετούς δανεισμού της τάξης του 5%, καθώς επίσης με την οικονομία σε αποπληθωρισμό, πόσο μάλλον όταν διοικεί τη χώρα, είναι κυριολεκτικά επικίνδυνος.
.
Επιμύθιο
Στο αμέσως επόμενο, δεύτερο μέρος του κειμένου, θα αναφερθώ στον αποφασιστικό ρόλο που διαδραματίζουν οι «προσμονές» (προβλέψεις) στο θέμα του αποπληθωρισμού, στο πόσο σημαντική είναι η διατήρηση μετρητών χρημάτων, στη νομοτελειακή αύξηση των χρεών σε περιόδους αποπληθωρισμού, δημοσίων και ιδιωτικών, στο πρόβλημα των μισθών, καθώς επίσης στις κατάλληλες επενδύσεις ή τοποθετήσεις σε τέτοιες εποχές.
Επειδή δε η Ελλάδα ευρίσκεται σε ένα πραγματικό αδιέξοδο, με την αξία των παγίων περιουσιακών της στοιχείων να καταρρέει, χωρίς τη νομισματική της κυριαρχία, με το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της ήδη εξαθλιωμένο και με τεράστια εξωτερικά χρέη, εκτεθειμένη παράλληλα σε ένα εξαιρετικά προβληματικό παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, θα ήταν καλύτερα να αποφεύγονται τα μεγάλα λόγια από όλους τους πολιτικούς.
Σε κάθε περίπτωση, όχι μόνο δεν φαίνεται φως στο τούνελ, αλλά και δεν γνωρίζει κανείς το δρόμο που οδηγεί στην έξοδο του, εάν υποθέσουμε πως υπάρχει κάποιος. Χωρίς εξωτερική βοήθεια δε, υπό τις σημερινές συνθήκες, είναι εντελώς αδύνατη η καταπολέμηση της κρίσης, ακόμη και αν είχαμε έναν ηγέτη, κυριολεκτικά με θεϊκές ικανότητες.