Άτοκο πάγωμα χρεών – Σελίδα 2 – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Άτοκο πάγωμα χρεών

ΛΙΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΞΟΦΛΗΣΗ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ

Η μείωση των δαπανών του δημοσίου, παράλληλα με τον περιορισμό των μισθών, έτσι ώστε να μειωθεί το κόστος παραγωγής, να αυξηθούν οι εξαγωγές και να δημιουργηθούν πλεονάσματα, οπότε να μπορούν να εξοφληθούν τα χρέη μίας χώρας, «ακούγεται» εν πρώτοις πολύ καλά.

Εν τούτοις, κάτι που θα μπορούσε να αποδειχθεί σωστό εάν επρόκειτο για ένα νοικοκυριό, για μία επιχείρηση (όσον αφορά το πρώτο σκέλος), ακόμη και για ένα μεμονωμένο κράτος (όσον αφορά και τα δύο σκέλη), δεν έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, όταν πολλά κράτη μαζί επιδιώκουν ακριβώς το ίδιο.

Ειδικότερα, τόσο ο ιδιωτικός, όσο και ο δημόσιος τομέας, μπορούν να μειώσουν το δανεισμό τους μόνο με τη δημιουργία πλεονασμάτων – όταν τα έσοδα τους δηλαδή είναι υψηλότερα από τα έξοδα, οπότε με το «περίσσευμα» να μπορούν να πληρωθούν τα χρέη τους.

Επειδή όμως σε μία οικονομία τα έσοδα του ενός είναι οι δαπάνες του άλλου, όταν όλοι μαζί μειώνουν τα έξοδα τους, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, από αυτό που επιδιώκεται: όσο περισσότερο μειώνονται οι δαπάνες και περιορίζονται οι μισθοί, τόσο μεγαλύτερη γίνεται η κρίση, συνεχώς «αυτοενισχυόμενη» από την ύφεση που προκαλείται.

Στην περίπτωση τώρα της Ευρωζώνης, υπάρχει ένα επί πλέον μεγάλο πρόβλημα. Λόγω της αδυναμίας υποτίμησης του νομίσματος σε εθνικό επίπεδο, με στόχο την αύξηση των εξαγωγών (τουρισμού κλπ.), παράλληλα με τη μείωση των εισαγωγών, η μοναδική λύση είναι η «εσωτερική υποτίμηση» – η μείωση δηλαδή του κόστους, μέσω του περιορισμού των ονομαστικών αμοιβών.

Η μέθοδος όμως αυτή προκαλεί υψηλή ανεργία, χρεοκοπίες επιχειρήσεων, καθώς επίσης αύξηση του κοινωνικού κόστους, με λογικό επακόλουθο να μειώνεται το παραγόμενο προϊόν (ΑΕΠ) – οπότε, παράλληλα με την αύξηση των δαπανών, περιορίζονται τα έσοδα, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η εξυπηρέτηση του χρέους.

.

ΑΥΞΗΣΗ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

Σύμφωνα με τη θεωρία του Keynes, σε περιόδους υφέσεων το κράτος οφείλει να αυξάνει τις δαπάνες και τις επενδύσεις του – έτσι ώστε να εξισορροπείται η μείωση της ιδιωτικής ζήτησης, καθώς επίσης η επενδυτική «απουσία» του ιδιωτικού τομέα.

Βέβαια, στην εποχή του Keynes, τα χρέη των κρατών δεν ήταν στα σημερινά, απόλυτα τρομακτικά επίπεδα. Εκτός αυτού, η εφαρμογή αυτής της μεθόδου, η οποία λειτούργησε με επιτυχία για αρκετά έτη, προϋποθέτει ότι το κράτος θα περιορίζει, σε εποχές ανάπτυξης, τόσο τις δαπάνες, όσο και τις επενδύσεις του – έτσι ώστε να έχει τα μέσα, για να ανταπεξέλθει με τις απαιτήσεις των περιόδων ύφεσης.

Η «συνταγή» όμως αυτή δεν εφαρμόσθηκε ποτέ από τα κράτη, όσον αφορά την «απόσυρση» τους σε εποχές ανάπτυξης – με αποτέλεσμα να καταλήξουμε στη σημερινή κρίση υπερχρέωσης της Δύσης, αναμένοντας την τέλεια καταιγίδα.

Περαιτέρω, σε παγκόσμιο επίπεδο, υπάρχει σήμερα ένα ακόμη σοβαρότατο πρόβλημα. Τη δεκαετία του 1950, η χρέωση του δημοσίου, η αύξηση των δαπανών του δηλαδή κατά ένα δολάριο, δημιουργούσε ΑΕΠ της τάξης των 0,60 $ – είχε μία απόδοση λοιπόν της τάξης του 60%.

Σήμερα, για πολλούς και διάφορους λόγους, η αύξηση των δημοσίων δαπανών κατά 1 δολάριο, δημιουργεί ΑΕΠ μόλις 0,10 $ – γεγονός που σημαίνει ότι είμαστε αντιμέτωποι με μία τεράστια πτώση, εάν όχι με μία κατάρρευση των «κεφαλαιακών αποδόσεων», από το 60% στο 10%.

Επομένως, η «συνταγή» του Keynes είναι αδύνατον να μας οδηγήσει, υπό τις σημερινές συνθήκες, στον περιορισμό των χρεών – πόσο μάλλον όταν τα χρέη είναι διπλάσια παγκοσμίως, σε σχέση με το 1980.

.

ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ

Η αύξηση της ποσότητας χρήματος εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών (τύπωμα), έτσι ώστε να υποτιμάται το νόμισμα, χρησιμοποιείται ήδη τόσο από τις Η.Π.Α., όσο και από την Ιαπωνία, με στόχο τη μείωση των υπέρογκων χρεών τους – αν και έχει προκαλέσει έναν παγκόσμιο συναλλαγματικό πόλεμο, με απρόβλεπτες συνέπειες.

Εν τούτοις, αυτό που έχει περισσότερη σημασία είναι το ύψος του βασικού επιτοκίου, με απώτερο στόχο να παραμένει χαμηλότερο από το ρυθμό ανάπτυξης. Η σύγχρονη ορολογία της συγκεκριμένης μεθόδου είναι «χρηματοοικονομική καταστολή» – με την έννοια αυτή να ορίζει τη «χειραγώγηση» των επιτοκίων στις χρηματοπιστωτικές αγορές εκ μέρους της κυβέρνησης, με τη βοήθεια της εκάστοτε κεντρικής τράπεζας, έτσι ώστε τόσο οι αποταμιευτές, όσο και οι επενδυτές να υφίστανται ζημίες, προς όφελος του κράτους.

Για παράδειγμα, εάν η κεντρική τράπεζα υιοθετήσει μία πολιτική χαμηλών βασικών επιτοκίων, τότε οι ιδιώτες καταθέτες δεν μπορούν να απαιτήσουν μεγαλύτερα επιτόκια από τις τράπεζες, ακόμη και αν ο πληθωρισμός είναι υψηλότερος – επειδή οι τράπεζες μπορούν να χρηματοδοτούνται φθηνά από την κεντρική. Με τον τρόπο αυτό διατηρούνται χαμηλά τα επιτόκια των ομολόγων που εκδίδει το δημόσιο – οπότε ουσιαστικά ωφελείται, εις βάρος των αποταμιευτών και επενδυτών.

Σύμφωνα όμως με πολλούς συναδέλφους μας, η διαφορά μεταξύ επιτοκίου δανεισμού και ρυθμού ανάπτυξης πρέπει να είναι αρκετά μεγάλη, για να λειτουργήσει ανάλογα, μειώνοντας τα χρέη. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Ιρλανδίας θα απαιτούταν μία διαφορά της τάξης του 5% για να μπορέσουν τα χρέη της να επανέλθουν σε φυσιολογικά επίπεδα. Δηλαδή, εάν το επιτόκιο δανεισμού της θα ήταν 2%, τότε ο ρυθμός ανάπτυξης θα έπρεπε να υπερβαίνει το 7%, εάν ήταν 4%, τότε το 9% κοκ. – κάτι που είναι μάλλον απίθανο να επιτευχθεί.

Εκτός αυτού υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος δημιουργίας υπερπληθωρισμού – ο οποίος θα μπορούσε να καταστρέψει εντελώς το σημερινό μας χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στην τυφλή εμπιστοσύνη των ανθρώπων απέναντι στα χάρτινα, χωρίς αντίκρισμα χρήματα (Fiat money).

Τις περισσότερες φορές δε ο πληθωρισμός επιβαρύνει δυσανάλογα τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα, ενώ προκαλούνται λαϊκές εξεγέρσεις και επαναστάσεις, οι οποίες επιδεινώνουν κατά πολύ τα ήδη υφιστάμενα προβλήματα..


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.