ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΤΟΥ MINSKY – Σελίδα 2 – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΤΟΥ MINSKY

ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΧΙΟΝΟΣΤΙΒΑΔΑΣ

Χωρίς να θέλουμε να είμαστε απαισιόδοξοι ή καταστροφολόγοι, δεν μπορούμε παρά να συμμεριστούμε το ότι, «το παράδοξο του Minsky» (Minsky-Meltdown) φαίνεται σήμερα να επιβεβαιώνεται.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεωρία οι επενδυτές, στο ξεκίνημα ενός οικονομικού κύκλου, επιλέγουν μία εξασφαλισμένη χρηματοδότηση – μία σίγουρη δηλαδή τοποθέτηση των χρημάτων τους. Τα έσοδα τώρα της επένδυσης αυτής, είναι συνήθως αρκετά για την αποπληρωμή των δανείων, τα οποία παρέχουν.

Στα μέσα ενός οικονομικού κύκλου, όπου η ανάπτυξη της οικονομίας δεν είναι πολύ μεγάλη, αλλά σταθερή, είναι ακόμη αποδοτικές οι χρηματοδοτήσεις – αν και θεωρούνται μάλλον κερδοσκοπικές. Η αιτία είναι το ότι, τα έσοδα φτάνουν για να καλύψουν μόνο τους τόκους των οφειλών – ενώ οι δόσεις, το κεφάλαιο δηλαδή, εξοφλείται με τη σύναψη νέων δανείων, τα οποία αντικαθιστούν ουσιαστικά τα παλαιότερα (όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα, με τα ομόλογα που εκδίδουν τα κράτη, αλλά και πολλές επιχειρήσεις).

Στο τέλος όμως ενός οικονομικού κύκλου, οι επενδυτές οδηγούνται σε ένα άκρως κερδοσκοπικό «σύστημα χιονοστιβάδας» (Ponzi scheme) – όπου πλέον με τα νέα δάνεια δεν εξοφλούνται (ανανεώνονται ουσιαστικά) μόνο οι δόσεις (χρεολύσια), αλλά και οι τόκοι. Παραδόξως δε οι επενδυτές συνεχίζουν να πιστεύουν ότι, τα έσοδα από τις επενδύσεις, για τις οποίες χρησιμοποιούνται τα δικά τους κεφάλαια, θα φτάσουν τελικά για την εξυπηρέτηση των δανείων τους.

Στα πλαίσια αυτά, η οικονομία γίνεται συνεχώς πιο ασθενής και πολύ περισσότερο ευάλωτη – έως εκείνη τη χρονική στιγμή όπου, η «πιστωτική φούσκα» εκρήγνυται, ξεσπάει η χρηματοπιστωτική κρίση και ο οικονομικός κύκλος τελειώνει αυτοκαταστρεφόμενος.

Σύμφωνα με τον Minsky, η διαδικασία της χρηματοδότησης μίας καπιταλιστικής οικονομίας, δημιουργεί αυτόματα ενδογενείς, αποσταθεροποιητικές δυνάμεις – είναι δηλαδή εκ των πραγμάτων, από τη φύση της και από μόνη της, αυτοκαταστροφική. Με βάση τη θέση του αυτή ήταν της άποψης πως οφείλουμε να αποδεχθούμε ότι, το πεδίο της «επάρκειας», καθώς επίσης της «επιθυμητής» ελεύθερης αγοράς, είναι περιορισμένο – έχει δηλαδή ημερομηνία λήξης.

Επομένως, ο Minsky ευρίσκεται σε αντίθεση με την κλασσική ή νεοκλασική θεωρία, σύμφωνα με την οποία οι αγορές τείνουν πάντοτε προς ένα σημείο ισορροπίας, αυτόματα και χωρίς να υπάρχει ανάγκη ρύθμισης τους – υπό ορισμένες απαραίτητες προϋποθέσεις φυσικά όπως, για παράδειγμα, ο «πλήρης» ανταγωνισμός, η μη επέμβαση του κράτους στην Οικονομία ή/και «η συμμετρία» της πληροφόρησης (ισότιμη, ταυτόχρονη πρόσβαση από όλους, σε όλες οι πληροφορίες).

Όμως, οι προϋποθέσεις αυτές είναι πρακτικά ανέφικτες, ουτοπικές – με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν αδύνατη η αυτορύθμιση των αγορών, ακόμη και αν αποδεχθούμε πως είναι σωστή η κλασσική θεωρία (ή, έστω, η νεοφιλελεύθερη εκδοχή της, με βάση την οποία τα πάντα πρέπει να ανήκουν στους ιδιώτες, αφού διαφορετικά δεν μπορούμε να εξασφαλίσουμε την αυτορύθμιση του καπιταλιστικού συστήματος).

.

Η ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΦΟΥΣΚΑ

Με κριτήριο όλα όσα αναλύσαμε, η πιστωτική φούσκα κινδυνεύει να εκραγεί – με την τελική φάση της κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος να διακρίνεται από το ότι, τα περισσότερα κεφάλαια εξυπηρετούν την εξόφληση χρεών, την ανανέωση των τοκοχρεολυσίων καλύτερα ή/και τη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία, αντί να τοποθετούνται σε επενδύσεις στην πραγματική οικονομία.

 Κατ’ επέκταση συμπεραίνεται ότι, ο οικονομικός κύκλος, ο οποίος σήμερα είναι μεγαλύτερος από ποτέ (άρα πολύ πιο επικίνδυνος), διανύει τα τελευταία του στάδια – αν και δεν μπορούμε να υπολογίσουμε με ακρίβεια το πόσο θα διαρκέσει η αντίστροφη μέτρηση.

Αναλυτικότερα, με τη δυνατότητα των κεντρικών τραπεζών να παράγουν χρήματα από το πουθενά, σε απεριόριστες ποσότητες (άρθρο μας), φτάσαμε στο κρίσιμο εκείνο σημείο όπου, οι «επενδύσεις», ο δανεισμός δηλαδή, εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο την πληρωμή των παλαιότερων χρεών – ενώ ήδη,   όσον αφορά κάποιες υπερχρεωμένες χώρες, τα νέα δάνεια δεν φτάνουν πλέον για την αποπληρωμή των παλαιοτέρων (τόκων και κεφαλαίων).

Τα χρήματα λοιπόν, τα οποία μοιράζουν («τυπώνουν») αφειδώς οι κεντρικές τράπεζες, οδηγούνται όλο και λιγότερο στις παραγωγικές επενδύσεις – στην πραγματική ανάπτυξη της οικονομίας (Διάγραμμα ΙΙ).3

.

minskDiagr2

 .

Σύμφωνα τώρα με την οικονομική επιστήμη, “Η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει, όταν τα περιουσιακά στοιχεία, στα οποία επιθυμεί κανείς να επενδύσει, αποτελούν ένα πολύ μεγάλο ρίσκο, για ένα πολύ μικρό κέρδος“.

Στα πλαίσια αυτά οι επενδυτές γίνονται, σταδιακά αλλά συνεχώς, πιο ρεαλιστικοί – πολύ περισσότερο πραγματιστές. Ο στόχος τους είναι πλέον η εξασφάλιση των κεφαλαίων τους απέναντι στον πληθωρισμό – ο οποίος, αργά ή γρήγορα, ακολουθεί πιστά την αύξηση της ποσότητας χρήματος, εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών.

Επιλέγουν επομένως πολύ πιο σίγουρους προορισμούς – σήμερα, μη δυτικές αλλά και μη «επικίνδυνες» χώρες, όπως τη Βραζιλία, την Αυστραλία, ή το Μεξικό. Επιδιώκουν επίσης υψηλές και σχετικά γρήγορες αποδόσεις, για ένα μέρος του επενδυτικού χαρτοφυλακίου τους (διασπορά του ρίσκου), όπως τα βραχυπρόθεσμα ομόλογα ορισμένων χωρών του ευρωπαϊκού νότου – με την ελπίδα να μπορέσουν να «αποδράσουν» πρώτοι και έγκαιρα, πριν από κάποια ενδεχόμενη χρεοκοπία, από μία διαγραφή χρέους ή από την ξαφνική έκρηξη του πληθωρισμού.

Φυσικά δε τοποθετούνται παραδοσιακά στα ευγενή μέταλλα, όπως στο χρυσό, αφού ανήκουν σε εκείνα τα ελάχιστα περιουσιακά στοιχεία, απέναντι στα οποία δεν υπάρχουν χρέη (ενώ δεν αναπαράγονται τόσο γρήγορα, όσο τα χρέη).


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.