Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΙΣΛΑΝΔΙΑΣ – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΙΣΛΑΝΔΙΑΣ

Πως μία χώρα, με πολύ μεγαλύτερα χρέη από την Ελλάδα, η οποία όμως δεν υποχρεώθηκε στο ρόλο του Δούρειου Ίππου για την εισβολή στη Ευρωζώνη, ούτε του πειραματόζωου της Γερμανίας, κατάφερε να ξεφύγει από τη χρεοκοπία και να επιστρέψει στις αγορές – η πτώχευση
.
(To άρθρο αποτελείται από 4 Σελίδες)
.
Η νέα πρωθυπουργός επιθυμούσε να προωθήσει γρήγορα τη σύμβαση με τη Μ. Βρετανία και με την Ολλανδία. Έτσι, έφερε βιαστικά τη συμφωνία στη Βουλή, όπου τελικά εγκρίθηκε με 33 ψήφους υπέρ και 30 κατά, με την αιτιολογία ότι «το κράτος έχει συνέχεια, οπότε πρέπει να τηρούνται οι προηγούμενες δεσμεύσεις». 
.
Εν τούτοις, οι Πολίτες της χώρας είχαν εντελώς διαφορετική άποψη – με αποτέλεσμα να διαδηλώνουν συνεχώς εναντίον της συμφωνίας. Παράλληλα, 56.000 Ισλανδοί (το 23% των συνολικών ψηφοφόρων της χώρας), κατέθεσαν έγγραφη διαμαρτυρία στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, απαιτώντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος αποδέχθηκε την επιθυμία των Πολιτών, αρνούμενος να υπογράψει το νόμο που είχε ψηφισθεί από τη Βουλή. 
.
Όπως φάνηκε λοιπόν, παρά το ότι σε μία κοινοβουλευτική δημοκρατία, στην οποία η εκτελεστική εξουσία είναι η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός, ενώ η νομοθετική το κοινοβούλιο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι αυτός που τελικά επικυρώνει τις αποφάσεις όλων των υπολοίπων. Επομένως, η εξουσία που απορρέει από τη θέση του δεν είναι τόσο περιορισμένη, όσο μας παρουσιάζεται – γεγονός που σημαίνει πως οι ευθύνες του είναι κατά πολύ μεγαλύτερες, από αυτές όλων των υπολοίπων (ιδιαίτερα εάν τυχόν υπογράφει μνημόνια υποτέλειας, εις βάρος της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας του και των συνταγματικών δικαιωμάτων των Πολιτών της)”.  

 

Ανάλυση

Η κάθε χώρα έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά – συνήθως δε είναι τα μέσα, με τη βοήθεια των οποίων οι Πολίτες της αντιμετωπίζουν την καταστροφή, τον πόνο και την οδύνη. Μεταξύ όλων, το σημαντικότερο είναι ίσως η πίστη απέναντι σε κάτι – απέναντι στο Θεό, στο κράτος ή σε οποιαδήποτε άλλη έννοια και θεσμό. Για παράδειγμα, οι Αμερικανοί πιστεύουν στο όνειρο της επιτυχίας (American dream) – οπότε υποφέρουν αδιαμαρτύρητα μέχρι να τα καταφέρουν, ενώ δημιούργησαν ένα κράτος και δόμησαν μία κοινωνία, με αποκλειστικό στόχο την υλική ευτυχία. Ακριβώς για το λόγο αυτό θεοποιήθηκε ουσιαστικά ο πλούτος, άνθησε ο νεοφιλελευθερισμός και «μεγαλούργησαν» τα παιδιά του Σικάγου, εις βάρος του κοινωνικού κράτους προνοίας.

Αντίθετα, οι Γερμανοί πιστεύουν σε ένα ηγεμονικό κράτος στρατόπεδο, ενώ δεν έχουν στόχο την ευτυχία, αλλά τη λιγότερη δυνατή δυστυχία – θέτοντας έτσι τις βάσεις του κοινωνικού κράτους πρόνοιας, το οποίο όμως είναι παράλληλα αστυνομικό (η ελευθερία και η ασφάλεια είναι αντικρουόμενες έννοιες). Στα πλαίσια αυτά, επιλέγεται σκόπιμα η χαμηλή αμοιβή από την ανεργία, «τιμωρείται» ουσιαστικά ο υπερβολικός πλούτος, η χώρα τοποθετείται πάνω από όλα, ενώ απαιτείται από τους Πολίτες πειθαρχία – καθώς επίσης απόλυτη συμμόρφωση με τους αυστηρούς κανόνες του κράτους.

Συνεχίζοντας, οι Έλληνες δυστυχώς δεν πιστεύουν σε τίποτα άλλο, εκτός από τον ίδιο τους τον εαυτό – οπότε δεν εκτιμούν το κράτος τους και δεν σέβονται τους Θεσμούς ή τους κοινωνικούς και λοιπούς κανόνες συμβίωσης, με τα γνωστά μας αποτελέσματα. Η αυτοπροβολή υπερέχει της ευτυχίας, ενώ ο φθόνος αποτελεί φυσικό επακόλουθο – αφού, θεωρώντας ο καθένας πως είναι ίσος, εάν όχι καλύτερος από όλους τους άλλους, δεν αποδέχεται την επιτυχία του διπλανού (ισχυριζόμενος συνήθως πως η επιτυχία «των άλλων» προέρχεται από την τύχη, από τη διαφθορά, από τη διαπλοκή κλπ.).

Όπως φαίνεται, η πίστη των Ελλήνων στην ελευθερία αποτελεί παρελθόν – κρίνοντας τουλάχιστον από την πολιτική ηγεσία, η οποία αποδέχθηκε πως ψήφισε το εγκληματικό μνημόνιο υποτέλειας, επειδή η εξ αυτού καταστροφή θα είναι μικρότερη (ανάλογα θα είχε συμπεριφερθεί η Ελληνική ηγεσία στο 2οΠαγκόσμιο Πόλεμο, εάν επέλεγε την ελεύθερη εισβολή των Γερμανών, αντί της αντίστασης – αφού η πρώτη επιλογή θα ήταν φυσικά λιγότερο καταστροφική). Προφανώς λοιπόν η αρετή και η τόλμη των Ελλήνων, βασικές προϋποθέσεις της διατήρησης της ελευθερίας, δεν κυριαρχούν πια – έχοντας πιθανότατα «απωθηθεί» από την καλοπέραση των τελευταίων δεκαετιών. 

Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή μας, οι Ισλανδοί πιστεύουν στην αυτοδιάθεση και στη συλλογικότητα, η οποία όμως δεν είναι εις βάρος της ατομικότητας – έχοντας εξελίξει την Άμεση Δημοκρατία (την ενεργό συμμετοχή δηλαδή των Πολιτών ενός κράτους στις κρίσιμες αποφάσεις, μέσω των δημοψηφισμάτων), σε βασικό πολιτικό όργανο της χώρας τους (η οποία ιδρύθηκε τον 9ο αιώνα μ.Χ. από Νορβηγούς εποίκους, ενώ διοικείται από το αρχαιότερο ενεργό ακόμη κοινοβούλιο του πλανήτη, το Althing, το οποίο ανάγεται στο 930 μ.Χ.).

Στα πλαίσια αυτά, η επιλογή της χρεοκοπίας των τραπεζών εκ μέρους τους ανεξαρτήτως κόστους, η αντίσταση των υπερήφανων, κελτικής καταγωγής Ισλανδών καλύτερα απέναντι στους διεθνείς τοκογλύφους, οι οποίοι απαιτούσαν την ανάληψη των χρεών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από τους Πολίτες, ήταν μάλλον αναμενόμενη.

Σε γενικές γραμμές δε, διαπραγματεύθηκαν την κρίση δανεισμού της χώρας τους (οι οικονομικές κρίσεις δεν είναι ντροπή για κανέναν, αφού όλα σχεδόν τα κράτη έχουν αντιμετωπίσει ανάλογες καταστάσεις, πολλές φορές στην Ιστορία τους), με κριτήριο το πώς θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν με τις υποχρεώσεις που θα αναλάμβαναν – γνωρίζοντας ότι, μία επιτυχημένη διαπραγμάτευση εξαρτάται από το εάν το χρέος γίνεται βιώσιμο, ενώ μόνο αυτό εκτιμάται από τις αγορές.

Δεν υπέκυψαν λοιπόν στις απαιτήσεις των δανειστών τους, όπως η Ελλάδα, η οποία δυστυχώς επέλεξε μία διαγραφή χρέους που συνεχίζει να μην αποτελεί βιώσιμη λύση και δεν την προστατεύει από την απόλυτη χρεοκοπία (αντί της έντιμης επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής με χαμηλά επιτόκια και με εφικτές δόσεις, χωρίς καμία διαγραφή) – ενώ θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια και ιδιωτική περιουσία των Πολιτών της (εθνική κυριαρχία), χωρίς κανένα απολύτως αντίκρισμα.            

 

ΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Λίγο μετά τη χρεοκοπία της Lehman Brothers, τον Οκτώβριο του 2008, το 85% του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ισλανδίας κατέρρευσε – με αποτέλεσμα να αλλάξουν τα πάντα στη χώρα, μέσα σε λίγες μόνο ημέρες. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι τρεις μεγάλες τράπεζες, οι οποίες τελικά χρεοκόπησαν (Kaupthing Bank, Landsbanki, Glitnir Bank), είχαν αποκτήσει το δεκαπλάσιο μέγεθος του ΑΕΠ της Ισλανδίας, παρά το ότι είχαν ιδιωτικοποιηθεί μόλις το 2002 – ενώ μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα είχαν εξαγοράσει, με τη βοήθεια της άμετρης μόχλευσης, πολυάριθμες επιχειρήσεις στη Σκανδιναβία, στις Η.Π.Α. και στη Μ. Βρετανία. 

Σε αντίθεση τώρα με πολλές άλλες χώρες (Ιρλανδία, Γερμανία, Ισπανία κλπ.), οι κυβερνήσεις των οποίων επέλεξαν τη διάσωση των χρεοκοπημένων τραπεζών τους (θύματα της μεγαλύτερης ληστείας όλων των εποχών, εκ μέρους των Η.Π.Α.), με τα χρήματα των Πολιτών τους, οι Ισλανδοί αποφάσισαν να αφήσουν τις τράπεζες να πτωχεύσουν – με αποτέλεσμα να χάσουν τα χρήματα τους γερμανικές, γαλλικές και βρετανικές τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες και ιδιώτες (οι οποίοι είχαν καταθέσει χρήματα, λόγω των υψηλών επιτοκίων).

Στους χαμένους ανήκαν και οι Πολίτες της Ισλανδίας, οι οποίοι είχαν εμπιστευθεί τις αποταμιεύσεις τους στις τρεις μεγάλες τράπεζες. Δόθηκαν μόλις 20.887 € ανά καταθέτη, όσο ουσιαστικά ήταν η εγγύηση εκ μέρους του κράτους, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή οδηγία, η οποία ίσχυε και στην Ισλανδία – αφού, παρά το ότι η χώρα δεν είναι μέλος της Ευρωζώνης, ανήκει στον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο, οπότε είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει τους κανόνες και τις συνθήκες της ΕΕ.

Ένα μεγάλο μέρος των ιδιωτικών αποταμιεύσεων λοιπόν χάθηκε, η ανεργία διευρύνθηκε επικίνδυνα, οι τιμές των προϊόντων πρώτης ανάγκης έγιναν απρόσιτες, ενώ οι κοινωνικές υπηρεσίες (παιδεία, υγεία κλπ.) έπαψαν στην κυριολεξία να υπάρχουν.

Οι δείκτες του χρηματιστηρίου κατέρρευσαν, εμφανίζοντας μεγαλύτερη πτώση από αυτούς του αμερικανικού κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 1930, ενώ η ιδιωτική ζήτηση περιορίσθηκε, μεταξύ των ετών 2007 και 2010, κατά 25%. Το εθνικό νόμισμα της χώρας, η ισλανδική κορώνα, υποτιμήθηκε κατά 50% σε σχέση με το Ευρώ, ενώ το έλλειμμα του προϋπολογισμού ανήλθε στο 13,5% (2008).

Το συνολικό δημόσιο χρέος αυξήθηκε στο 130% του ΑΕΠ (ύψους 12,14 δις $ το 2009), με αποτέλεσμα 8.000 Ισλανδοί (320.000 συνολικός πληθυσμός) να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, αναζητώντας εργασία στο εξωτερικό. Οι μετανάστες αυτοί αποτελούσαν το 2,5% των κατοίκων της χώρας – γεγονός που σημαίνει ότι, σε μία ανάλογη διαδικασία, οι Έλληνες μετανάστες θα έφθαναν στους 275.000 περίπου.

To άρθρο αποτελείται από 4 Σελίδες (…)


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.