Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
“Με εξαίρεση τα απόρθητα μονοπώλια, τα κέρδη είναι ταυτόχρονα η «κορωνίδα» και η «αχίλλειος πτέρνα» του καπιταλισμού – επειδή καμία επιχείρηση δεν μπορεί να κρατήσει μόνιμα τις τιμές της, πολύ επάνω από το κόστος. Με έναν μόνο τρόπο μπορούν να διαιωνίζονται τα κέρδη: η επιχείρηση, ή ολόκληρη η οικονομία, πρέπει συνεχώς να επεκτείνονται” (K.Marx).
Αναμφίβολα, ένα από τα παρακλάδια της γαλλικής επανάστασης οδήγησε στην ιδιαίτερη οικονομία της ελεύθερης αγοράς, την οποία βίωσε με επιτυχία η δύση μέχρι σήμερα – μέσα από έναν «δημοκρατικό σοσιαλισμό», «κοινωνικό καπιταλισμό» κατά άλλους, ο οποίος, στηριζόμενος κυρίως στο νεωτεριστή επιχειρηματία, στον ανταγωνισμό, στην ανάπτυξη, στην ιδιοτέλεια, στη φορολογία και στο δανεισμό (παραγωγή χρημάτων από το πουθενά), σηματοδότησε μία εποχή τεράστιας υλικής προόδου, καθώς επίσης μεγάλης ευμάρειας για το μεγαλύτερο μέρος του δυτικού πληθυσμού.
Εν τούτοις, η κατωτέρω περιγραφή της εξέλιξης και του τέλους της ελεύθερης αγοράς (καπιταλισμού), με βάση την επιγραμματική παρουσίαση των αναλύσεων του K.Marx, φαίνεται να είναι σήμερα περισσότερο επίκαιρη από ποτέ:
Με βάση το νομικό καθεστώς της ατομικής ιδιοκτησίας, οι επιχειρηματίες είναι οι ιδιοκτήτες των θέσεων εργασίας, στο βαθμό που είναι οι κάτοχοι των μηχανών και του εξοπλισμού – χωρίς τα οποία οι άνθρωποι δεν μπορούν να εργασθούν. Εάν κάποιος δεν είναι διατεθειμένος να εργασθεί τις ώρες που απαιτεί ο επιχειρηματίας, ή με το μισθό που προσφέρει, δεν βρίσκει δουλειά. Όπως και κάθε άλλος μέσα στο «σύστημα», ο εργαζόμενος δεν έχει το δικαίωμα ή την ισχύ να ζητήσει περισσότερα, από όσο αξίζει ο χρόνος εργασίας του, σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού – ο οποίος έχει σήμερα δυστυχώς παγκοσμιοποιηθεί, με αποτέλεσμα ο Αμερικανός (για παράδειγμα) εργαζόμενος, να υποχρεωθεί κάποια στιγμή να ανταγωνισθεί τον Κινέζο «ομόλογο» του.
Το «σύστημα» είναι «δίκαιο», χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι, οι εργαζόμενοι δεν είναι θύματα εκμετάλλευσης – επειδή υποχρεώνονται να εργάζονται περισσότερες ώρες και με χαμηλότερους μισθούς, εάν θέλουν να διατηρηθεί η επιχείρηση, η οποία τους προσφέρει εργασία.
Από την άλλη πλευρά τώρα, όλοι οι επιχειρηματίες έχουν κέρδη – αλλά και όλοι ευρίσκονται σε μεταξύ τους διαρκή ανταγωνισμό. Προσπαθούν λοιπόν να «συσσωρεύσουν», να επεκτείνουν δηλαδή την κλίμακα παραγωγής τους, εις βάρος των ανταγωνιστών τους. Η επέκταση όμως δεν είναι καθόλου εύκολη – μεταξύ άλλων επειδή απαιτεί περισσότερους εργαζομένους, η απόκτηση των οποίων σημαίνει ότι, πρέπει να αυξηθούν οι προσφερόμενοι μισθοί (οι επιχειρηματίες δηλαδή αναγκάζονται να «πλειοδοτήσουν» μεταξύ τους, για τις υπηρεσίες του εργατικού δυναμικού).
Οι μισθοί λοιπόν τείνουν να αυξηθούν, η υπεραξία (κέρδος) ακολουθεί πτωτική πορεία (τα κέρδη διαβρώνονται από τους αυξανόμενους μισθούς), ο επιχειρηματίας εγκαθιστά στο εργοστάσιο του μηχανές, οι οποίες εξοικονομούν εργατικά χέρια και μειώνουν το κόστος, οι ανταγωνιστές του τον ακολουθούν και το ποσοστό κέρδους του συνεχίζει να μειώνεται – μέχρι το σημείο που η παραγωγή δεν είναι πλέον κερδοφόρα. Παράλληλα, η κατανάλωση περιορίζεται, αφού οι μηχανές αντικαθιστούν τους εργαζομένους και αυξάνεται η ανεργία ή μειώνονται οι μισθοί – οπότε η οικονομία εισέρχεται σε ύφεση (κρίση του καπιταλισμού), η οποία συνοδεύεται από χρεοκοπίες, με αποτέλεσμα να κλείνουν οι μικρότερες επιχειρήσεις.
Μία καπιταλιστική κρίση όμως δεν σημαίνει ότι το «παιχνίδι τελείωσε» – το αντίθετο μάλιστα. Καθώς οι εργαζόμενοι χάνουν τις δουλειές τους, αναγκάζονται να αποδεχθούν χαμηλότερους μισθούς. Επειδή οι μηχανές ή οι μικρές επιχειρήσεις πωλούνται σε χαμηλές τιμές, οι μεγαλύτερες εταιρείες μπορούν να τις αποκτήσουν, πληρώνοντας πολύ λιγότερα από την αξία τους. Επομένως,η κρίση εξυπηρετεί ουσιαστικά την ικανότητα του «συστήματος» να επεκτείνεται – οπότε, είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί και όχι ο τρόπος, με τον οποίο αποτυγχάνει. Εν τούτοις, κάποια στιγμή ολόκληρη η διαδικασία φτάνει στο τέλος της, το οποίο περιγράφεται πάρα πολύ καλά από τον K. Marx ως εξής:
“Μαζί με την αδιάκοπη μείωση του αριθμού των μεγιστάνων του κεφαλαίου, οι οποίοι σφετερίζονται και μονοπωλούν όλα σχεδόν τα πλεονεκτήματα αυτής της διαδικασίας «μετασχηματισμού», μεγαλώνει και το πλήθος εκείνων που βιώνουν τη φτώχεια, την καταπίεση, τη δουλεία, την εξαχρείωση και την εκμετάλλευση. Η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας φθάνουν τελικά σε ένα σημείο, όπου είναι ασύμβατα με το καπιταλιστικό τους περίβλημα – με αποτέλεσμα να διαρρηγνύεται. Έτσι λοιπόν φθάνει το τέλος της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας, όπου οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται”.
Σε κάθε κρίση λοιπόν, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις απορροφούν τις μικρότερες (ενδεχομένως αυτό να συμβεί και με τα κράτη, όπως παρατηρείται σήμερα), έως εκείνο το χρονικό σημείο, κατά το οποίο θα χρεοκοπήσουν τελικά ακόμη και οι βιομηχανικοί κολοσσοί – οπότε το σύστημα καταρρέει, αφού έχει εξαντλήσει την ίδια την πηγή της ενέργειας του: την υπεραξία(κέρδος). Αν και επιδρούν δε δυνάμεις, οι οποίες βοηθούν και παρατείνουν το τέλος του (όπως ίσως η διάσωση των τραπεζών σήμερα, από τους φορολογουμένους πολίτες των κρατών), ο «επιθανάτιος ρόγχος» είναι αναπόδραστος, ισχυρίζεται ο πνευματικός ηγέτης του σοσιαλισμού.
.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
“Η άριστη μορφή κράτους ή πολιτεύματος, η πιο ευεργετική δηλαδή για την πλειονότητα του λαού και με το μικρότερο κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί για εγωιστικούς σκοπούς, με βάση την αρχή της χρυσής μεσότητας, είναι ο συνδυασμός δημοκρατίας και ολιγαρχίας – όπου θα αποφεύγονται τόσο η φτώχεια, όσο και ο υπερβολικός πλούτος και όπου τα περισσότερα δικαιώματα θα εκχωρούνται στη μεσαία τάξη των πολιτών” (Αριστοτέλης)
Όπως διαπιστώσαμε αναλύοντας «επιγραμματικά» το σύστημα του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού (σοσιαλισμός), δεν υπάρχουν «καταρρεύσεις», αλλά μετεξελίξεις. Έτσι λοιπόν, ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» δεν οδήγησε τις οικονομίες, στις οποίες εφαρμόσθηκε (με όποιον τρόπο), στον «γνήσιο κομμουνισμό», αλλά στον απολυταρχικό καπιταλισμό: στην παντοδυναμία δηλαδή ενός κρατικού μηχανισμού, μίας ολιγαρχίας καλύτερα, η οποία θέλει να ελέγχει τα πάντα «δικτατορικά» – δυστυχώς όχι σε συνδυασμό με τη δημοκρατία, όπως πρότεινε ο Αριστοτέλης. Αποδείχθηκε λοιπόν ότι επρόκειτο για μία ουτοπία, για μία φαντασίωση καλύτερα ή για ένα αυθαίρετο ευχολόγιο του εμπνευστή του.
Από την άλλη πλευρά, η ελεύθερη αγορά, μέσα από υφέσεις, διαρκείς κρίσεις και πολιτικές ανακατατάξεις (με πρόσφατη τον εγκληματικό νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος επιβάλλεται με τη βοήθεια του ΔΝΤ, του ΝΑΤΟ κλπ.), φαίνεται να οδηγείται στομονοπωλιακό καπιταλισμό: στην παντοδυναμία δηλαδή των αγορών (Καρτέλ, χρηματοπιστωτική μαφία), οι οποίες θέλουν επίσης να ελέγχουν τα πάντα δικτατορικά. Επομένως, ήταν επίσης μία ουτοπία του εμπνευστή της, του A.Smith, ο οποίος ισχυρίσθηκε εσφαλμένα πως, όταν οι άνθρωποι καλύπτουν τις ανάγκες τους, παύουν πια να συσσωρεύουν (άρθρο μας).
Οι δύο αυτές σύγχρονες μετεξελίξεις, οι καρκινογόνες μεταστάσεις καλύτερα κάποιων περισσότερο ή λιγότερο υγιών «κυττάρων», φαίνεται ότι θα βρεθούν στο μέλλον αντιμέτωπες μεταξύ τους: αφού τόσο η μία, όσο και η άλλη, δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς να αναπτύσσονται και να επεκτείνονται.
Εμείς έχουμε την άποψη ότι, το καταστροφικό αυτό ενδεχόμενο ίσως μπορεί ακόμη να αποφευχθεί, εάν περιορισθεί η ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση, καθώς επίσης εάν αποτραπεί ο πόλεμος μεταξύ των πλεονασματικών με τα ελλειμματικά κράτη – έτσι ώστε να μεσολαβήσει εκείνο το χρονικό διάστημα, το οποίο χρειάζονται οι όποιες υγιείς δυνάμεις έχουν απομείνει στο σύστημα, οι απλοί πολίτες ουσιαστικά, καθώς επίσης οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, για να μπορέσουν να αντιστρέψουν την τάση.
Εάν δε απαιτηθεί η βραχυπρόθεσμη επιστροφή στα εθνικά κράτη, κάτι που μάλλον φαίνεται απαραίτητο, δεν θα πρέπει να υπάρξει κανένας δισταγμός – αφού η σύγκρουση των δύο σημερινών κυρίαρχων συστημάτων θα σήμαινε ίσως την «αμετάκλητη» κατάρρευση ολόκληρης της ανθρωπότητας.