Η ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ
Ποτέ μέχρι σήμερα δεν συσσωρεύτηκαν στην παγκόσμια οικονομία τόσο μεγάλες ποσότητες συναλλαγματικών αποθεμάτων. Στα πρώτα χρόνια της τρίτης χιλιετίας τοποθετούνται στα 5 τρις $ – όταν τη δεκαετία του 1990 δεν υπερέβαιναν το 1 τρις $. Δηλαδή, μέσα σε ένα χρονικό διάστημα περίπου 15 ετών, τα αποθέματα των κρατών σε ξένο συνάλλαγμα πενταπλασιάστηκαν – ενώ στην Κίνα συνέχισαν την ανοδική τους πορεία, ακόμη και κατά τη διάρκεια της κρίσης, ξεπερνώντας πλέον τα 2 τρις $ (το 40% των παγκόσμιων συνολικών αποθεμάτων). Το ίδιο συνέβη και στην υπόλοιπη Ασία, όπως στο Χονγκ Κονγκ, στη Μαλαισία, στη Σιγκαπούρη και στις Φιλιππίνες.
.
Στο παρελθόν, θεωρούταν ότι υφίστανται τρείς διαφορετικές αιτίες, με βάση τις οποίες όφειλε ένα κράτος να διατηρεί αποθέματα (ρεζέρβες) σε ξένο νόμισμα:
(α) Για να έχει τη δυνατότητα να πληρώνει τις εισαγωγές του, όπου ο «κανόνας» ήταν η διατήρηση τόσων συναλλαγματικών αποθεμάτων, όσων για την εξόφληση του 25% – 50% των ετησίων εισαγωγών του (έτσι ώστε να είναι ασφαλές, εφόσον ξαφνικά μειώνονταν οι εξαγωγές του).
(β) Για να μπορεί να εξοφλεί τα βραχυπρόθεσμα (έως ένα έτος) εξωτερικά χρέη του, όπου το «μέτρο» ήταν η 100% αποπληρωμή τους (έτσι ώστε να μην επηρεάζεται από μία ενδεχόμενη φυγή κεφαλαίων προς το εξωτερικό).
(γ) Για να διατηρεί την συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος του, στα πλαίσια ενός συστήματος σταθερών ισοτιμιών, όπως αυτό του Bretton Woods ή το ενδο-ευρωπαϊκό. Το συγκεκριμένο «μέτρο» αφορά μόνο τις ελλειμματικές χώρες, οι οποίες επιθυμούν την προστασία των νομισμάτων τους από την υποτίμηση – οι πλεονασματικές αντίθετα, αγοράζουν συνάλλαγμα διαρκώς, με στόχο την αποφυγή της ανατίμησης των νομισμάτων τους.
.
Σήμερα όμως, πολλές χώρες έχουν «υπερβεί» σε μεγάλο βαθμό τους παραπάνω κανόνες, συσσωρεύοντας πολύ μεγαλύτερα αποθέματα συναλλάγματος. Για παράδειγμα, τα αποθέματα της Κίνας, ήδη στις αρχές του 2009, ξεπερνούσαν το 45% του ΑΕΠ της – ενώ πλησίαζαν το 100% των ετησίων εισαγωγών της (σύμφωνα με την τράπεζα διεθνών διακανονισμών). Δηλαδή, η Κίνα θα μπορούσε να εισάγει προϊόντα από το εξωτερικό και να τα πληρώνει για ένα ολόκληρο έτος, χωρίς να χρειασθεί να καταφύγει καθόλου στην αγορά ξένου συναλλάγματος.
Στην ίδια χώρα, τα αποθέματα (σήμερα άνω των 2,5 τρις $) φθάνουν για την εξόφληση του 1.873% των βραχυπρόθεσμων εξωτερικών χρεών της, ενώ η διατήρηση της ισοτιμίας του νομίσματος της απέναντι στο δολάριο (το γουάν θεωρείται τουλάχιστον κατά 40% υποτιμημένο), απαιτεί όλο και μεγαλύτερες αγορές συναλλάγματος.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σε άλλες μικρότερες ασιατικές χώρες, όπως και σε αυτές που εξάγουν πετρέλαιο. Για παράδειγμα η Ρωσία, η οποία διαθέτει συναλλαγματικά αποθέματα ύψους 368 δις $, καλύπτει το 446% των βραχυπρόθεσμων εξωτερικών χρεών της – καθώς επίσης τις εισαγωγές προϊόντων για ενάμιση περίπου έτος (2009).
Φυσικά, όπως όλα τα πράγματα στον κόσμο, υπάρχουν αιτίες, με βάση τις οποίες οι λιγότερο «ευκατάστατες» χώρες, διατηρούν τόσο μεγάλα συναλλαγματικά αποθέματα – σε πλήρη αντίθεση με την πλούσια «δύση». Η βασικότερη από όλες είναι οι οικονομικές κρίσεις (χρεοκοπίες) που αναγκάσθηκαν να αντιμετωπίσουν, κατά τη διάρκεια κυρίως της δεκαετίας του 1990 – όπου, αφενός μεν διέφυγαν τεράστιες ποσότητες χρημάτων στο εξωτερικό, αφετέρου λεηλατήθηκαν στην κυριολεξία από το ΔΝΤ.
Είναι προφανές ότι δεν έχουν πλέον καμία διάθεση να υποφέρουν ξανά, ενώ εκμεταλλεύθηκαν την (βασισμένη στα χρέη) ανάπτυξη της δύσης που ακολούθησε, αυξάνοντας τις εξαγωγές τους – αντί της μέχρι τότε επιδότησης των εισαγομένων επενδυτικών κεφαλαίων, μέσω των υψηλών επιτοκίων και των σταθερών νομισμάτων. Οι μεγαλύτερες απαιτήσεις τους λοιπόν στο εξωτερικό, είναι η καλύτερη προστασία τους απέναντι στις κρίσεις – καθώς επίσης, απέναντι στις «σωτήριες» επεμβάσεις του ΔΝΤ.
.
Η υπερβολική συσσώρευση συναλλαγματικών αποθεμάτων, αν και απολύτως κατανοητή, όσον αφορά τις αναπτυσσόμενες χώρες, εμπεριέχει δυστυχώς δύο σημαντικότατους κινδύνους για την παγκόσμια Οικονομία:
(α) Το ρίσκο του πληθωρισμού στα προϊόντα και/η στις εμπράγματες αξίες (assets). Η αυξημένη προσφορά χρήματος (Μ3) εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών, η οποία ουσιαστικά ξεκίνησε μετά την κρίση του 2000 (dot.com crash), έθεσε τις βάσεις μίας «αρρωστημένης» ανάπτυξης. Οι συναλλαγματικές Υπηρεσίες των φτωχότερων κρατών «ανέλαβαν» ουσιαστικά την ευθύνη της αμερικανικής αντι-αποπληθωριστικής πολιτικής, «παράγοντας» ένα πληθωριστικό υπόβαθρο – ενώ συνεχίζουν να το κάνουν, αυξάνοντας σε μεγάλο βαθμό την προοπτική μίας επόμενης, πολύ πιο ισχυρής κρίσης.
(β) Το ρίσκο της απώλειας (απομείωσης) δημόσιας περιουσίας. Το μέγεθος των συναλλαγματικών αποθεμάτων, τα οποία σε πολλές ασιατικές χώρες υπερβαίνουν το 50% του ΑΕΠ τους, είναι επικίνδυνο για τις Οικονομίες τους. Σύμφωνα με τους Οικονομολόγους της ΕΚΤ (2001-2006), μία ανατίμηση ύψους 15% του τοπικού νομίσματος (κάτι απόλυτα «αποδεκτό», σε σύγκριση με τα τεράστια εμπορικά πλεονάσματα των ασιατικών χωρών), έχει σαν αποτέλεσμα μία σημαντική μείωση των περιουσιακών τους στοιχείων – ύψους 10,5% του ΑΕΠ για το Χονγκ Κονγκ, 8,2% για τη Μαλαισία, 6% για την Κίνα, 4,5% για τη Ρωσία, 4% για την Κορέα κλπ.
.
Ειδικά η συγκέντρωση των επενδύσεων των πλεονασματικών αυτών Οικονομιών σε «δολαριακά ομόλογα» χαμηλού επιτοκίου, είναι αναμφίβολα μία εξαιρετικά λανθασμένη επιλογή. Δηλαδή, τα μεγάλα συναλλαγματικά αποθέματα, τα οποία δημιουργήθηκαν με πολύ κόπο, τοποθετούμενα μονόπλευρα σε δολάρια, μειώνουν ουσιαστικά τη δημόσια περιουσία (αφού το δολάριο είναι εξαιρετικά υπερτιμημένο). Με στόχο λοιπόν τον περιορισμό αυτού του ρίσκου, οι πλεονασματικές χώρες ακολουθούν πλέον το παράδειγμα των πετρελαϊκών (Ρωσία, Αραβία, Νορβηγία), ιδρύοντας κρατικά κεφάλαια (sovereignwealth funds), τα οποία τοποθετούνται πια σε εμπράγματες δυτικές αξίες – ενώ εξαγοράζουν ακόμη και ολόκληρες επιχειρήσεις.
Φυσικά, το γεγονός αυτό είναι εξαιρετικά ανησυχητικό για τη δύση, αφού πρόκειται ουσιαστικά για μία επανακρατικοποίηση των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, από ξένες όμως χώρες – κάτι εντελώς ασύμβατο με την επικρατούσα φιλελεύθερη πολιτική. Για παράδειγμα, η εξαγορά του λιμανιού του Πειραιά από την Costco, το έχει ουσιαστικά «κρατικοποιήσει» – ο ιδιοκτήτης όμως δεν είναι το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά το Κινεζικό. Επίσης, η αγορά ενός μεγάλου πακέτου μετοχών της Mercedes από το Abu Dhabi, σημαίνει την, σε μεγάλο βαθμό ,κρατικοποίηση της – με ιδιοκτήτη όμως το αραβικό κράτος.
Επόμενη ανησυχία είναι το ότι, οι περισσότερες από τις αναπτυσσόμενες χώρες κυβερνώνται από μη δημοκρατικά καθεστώτα –απειλώντας, μεταξύ άλλων, με την εξαγωγή των πολιτευμάτων τους στη δύση. Ο κίνδυνος είναι κάτι παραπάνω από πιθανός, κυρίως επειδή τα ολοκληρωτικά καθεστώτα έχουν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες επίλυσης δύο κεντρικών σημερινών προβλημάτων της δύσης: της ανεργίας, καθώς επίσης της αναδιανομής εισοδημάτων (σχετικά άρθρα μας στο τέλος).
.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η Ευρώπη ευρίσκεται αντιμέτωπη, αφενός μεν με τον μονοπωλιακό καπιταλισμό των Η.Π.Α., ο οποίος έχει στη διάθεση του πανίσχυρα «επιθετικά» μέσα (ΔΝΤ, Εταιρείες αξιολόγησης, ΜΜΕ, Wall Street κλπ), ενώ μάχεται για την επιβίωση του, αφετέρου δε με τον απολυταρχικό καπιταλισμό, ο οποίος επικρατεί σε πολλές από τις ισχυρές, «ασύμμετρα» αναπτυσσόμενες χώρες του πλανήτη, ενώ επιθυμεί να αναδειχθεί κυρίαρχος. «Ελλοχεύει» δε ένας επί πλέον κίνδυνος στο εσωτερικό της, προερχόμενος από τις επεκτατικές βλέψεις της Γερμανίας, η οποία κάποιες φορές συμπεριφέρεται απίστευτα «ολοκληρωτικά».
Το νεωτεριστικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα λοιπόν, αποτελούμενο από πλούσιες, δημοκρατικές (κοινωνικός καπιταλισμός), πολιτισμένες και ανεξάρτητες μεταξύ τους χώρες, απειλείται από πάρα πολλές πλευρές – αποτελώντας μεταφορικά το «χρυσόμαλλο δέρας». Εάν λοιπόν δεν επικρατήσει η λογική εντός του, εάν δεν βαδίσει δηλαδή με γρήγορα βήματα προς την κατεύθυνση της «αλληλέγγυας» ολοκλήρωσης του, χωρίς να επιτρέπει τη συμμετοχή τρίτων στο εσωτερικό του (ΔΝΤ κλπ), είναι μάλλον απίθανο να επιβιώσει στη σημερινή του μορφή.
–