Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΥΚΟΛΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
Ενδεχομένως είναι σκόπιμο να αναφερθούμε κατ’ αρχήν στον τρόπο, με τον οποίο δημιουργούνται τα χρήματα στο «μονεταριστικό» μας σύστημα – έτσι ώστε να αναδείξουμε μία βασική «πτυχή» του προβλήματος, τόσο της υπερχρέωσης, όσο και του πληθωρισμού. Ουσιαστικά λοιπόν, τα χρήματα δημιουργούνται από τις τράπεζες, μέσω του δανεισμού των πελατών τους.
Για παράδειγμα, όταν εγκρίνεται σε έναν πελάτη δάνειο ύψους 30.000 € για την αγορά αυτοκινήτου, δημιουργείται μία νέα ποσότητα χρήματος, ύψους 30.000 €. Τα χρήματα τώρα αυτά δεν έχουν πλέον αντίκρισμα σε χρυσό, όπως στο απώτερο παρελθόν, ούτε στηρίζονται στο σύστημα του Bretton Woods (αντίκρισμα σε δολάρια και τα δολάρια σε χρυσό), το οποίο ουσιαστικά καταργήθηκε, μονομερώς από τις Η.Π.Α., τη δεκαετία του 70.
Η δημιουργία χρημάτων είναι επομένως ταυτόσημη με την παροχή πιστώσεων – ενώ η «κάλυψη» της νέας ποσότητας χρημάτων κάθε φορά (η οποία ευρύτερα έχει αντίκρισμα το ΑΕΠ), επαφίεται στις τράπεζες που δανειοδοτούν τους πελάτες τους. Στην ιδανική περίπτωση τώρα, σε αυτήν δηλαδή που όφειλε να στηρίζεται η δημιουργία νέων ποσοτήτων χρημάτων, η χορήγηση πιστώσεων αφορά τις επενδύσεις – έτσι ώστε το επιτόκιο δανεισμού να εξοφλείται από τα έσοδα της επένδυσης. Όπως φαίνεται καθαρά εδώ, τα δάνεια με σκοπό την κατανάλωση δημιουργούν χρήματα, τα οποία διαστρεβλώνουν αισθητά την ορθολογική λειτουργία του συστήματος μας.
Επίσης, από εδώ φαίνεται η αιτία της χρηματοπιστωτικής κρίσης (subprimes), αφού δόθηκαν δάνεια (δημιουργήθηκαν δηλαδή νέα χρήματα), για την αγορά υπερτιμημένων κατοικιών – σε ανθρώπους που αδυνατούσαν να τα επιστρέψουν (πόσο μάλλον να πληρώσουν τα επιτόκια). Στην περίπτωση αυτή, εξέλειπαν από τις τράπεζες οι απαιτούμενες «καλύψεις», οι οποίες θα έδιναν αξία στις απαιτήσεις τους – ενώ θα εξυπηρετούσαν τις δικές τους πιστωτικές ανάγκες (πληρωμή τόκων και χρεολυσίων). Επίσης, τα νέα αυτά χρήματα είχαν σαν αντίκρισμα ένα «πλασματικό» ΑΕΠ – ένα υπερτιμημένο δηλαδή ακαθάριστο εθνικό προϊόν.
Εάν λοιπόν οι τράπεζες δεν στηρίζονταν από τα κράτη, θα ήταν υποχρεωμένες να «αποσβέσουν» τις απαιτήσεις τους – επομένως, να μειώσουν την ποσότητα χρημάτων, την οποία είχαν δημιουργήσει, μέσω των «ακάλυπτων» δανείων προς τους αφερέγγυους πελάτες τους (με καταστροφικά τότε αποτελέσματα για τους ισολογισμούς τους, όπως και για την δυνατότητα αποπληρωμής των δικών τους δανείων – αδυναμία εξόφλησης, χρεοκοπία κλπ). Η «συρρίκνωση» τώρα αυτή, θα προκαλούσε επί πλέον προβλήματα, αρκετά δύσκολα στην επίλυση τους.
Συνεχίζοντας, οι κεντρικές τράπεζες διαδραματίζουν έναν βασικό ρόλο στη διαδικασία δημιουργίας χρημάτων. Στο παράδειγμα του δανείου των 30.000 € για την αγορά αυτοκινήτου, όταν κατατίθενται στο λογαριασμό του πελάτη τα 30.000 €, τότε αυτός πληρώνει το αυτοκίνητο του. Η εξόφληση αυτή μπορεί να γίνει είτε μετρητοίς, είτε μέσω εμβάσματος προς την εταιρεία, από την οποία το αγόρασε.
Στην πρώτη περίπτωση, η πίστωση αυξάνει την κυκλοφορία των μετρητών χρημάτων στην Οικονομία. Στη δεύτερη, αυξάνεται το υπόλοιπο του λογαριασμού της εταιρείας αυτοκινήτων – γεγονός που υποχρεώνει την τράπεζα, στην οποία διατηρείται ο λογαριασμός της εταιρείας, να διατηρήσει υψηλότερες ελάχιστες ρεζέρβες στην κεντρική τράπεζα. Για όλες τις βραχυπρόθεσμες καταθέσεις τους τώρα οι τράπεζες, οφείλουν να διατηρούν ρεζέρβες ίσες με το 2% στις κεντρικές τράπεζες. Επομένως, η παροχή πίστωσης οδηγεί τις τράπεζες, είτε να χρησιμοποιούν περισσότερα μετρητά χρήματα, είτε να διατηρούν υψηλότερο υπόλοιπο στις κεντρικές.
Το σύνολο τώρα των μετρητών χρημάτων, καθώς επίσης των καθαρών υπολοίπων των τραπεζών στις κεντρικές τράπεζες, ονομάζεται «νομισματική βάση» (monetary base) – επειδή έχει σχέση με τις βασικές αρχές της παροχής πιστώσεων (δημιουργίας χρημάτων) εκ μέρους των τραπεζών. Η κεντρική τράπεζα είναι ο μοναδικός «πάροχος» νομισματικής βάσης – οπότε εδώ ακριβώς ευρίσκεται η δυνατότητα ελέγχου της συνολικής οικονομικής διαδικασίας εκ μέρους της.
Κατά κανόνα, η «νομισματική βάση» δημιουργείται από την βραχυπρόθεσμη προσφορά πιστώσεων, για την αναχρηματοδότηση των τραπεζών, εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας. Η ζήτηση δανείων εκ μέρους των εμπορικών τραπεζών, ρυθμίζεται μέσω των βασικών επιτοκίων για τις συγκεκριμένες πιστώσεις. Έναντι αυτών των πιστώσεων, οι εμπορικές τράπεζες οφείλουν να καταθέτουν αξιόγραφα (εγγυήσεις) στην κεντρική.
Η «νομισματική βάση» τώρα μπορεί να «επεκτείνεται» επίσης, εάν μία κεντρική τράπεζα αγοράζει ομόλογα από τις εμπορικές τράπεζες – κάτι που έγινε στο παρελθόν, σε μεγάλη έκταση, από τη Fed. Όταν η ΕΚΤ όμως αγοράζει ομόλογα του δημοσίου από τις τράπεζες, έχει τη δυνατότητα να περιορίσει τη «νομισματική βάση» σε κάποιες άλλες «περιοχές» – για παράδειγμα, προσφέροντας λιγότερα δάνεια αναχρηματοδότησης των πιστώσεων των τραπεζών, προς τους πελάτες τους.
Επομένως, όταν η κεντρική τράπεζα (ΕΚΤ) αγοράζει ομόλογα δημοσίου, οφείλει ουσιαστικά να μειώνει τα δάνεια προς τη πραγματική Οικονομία, εάν θέλει να διατηρεί την ίδια ποσότητα χρημάτων στην αγορά. Κατά συνέπεια, η αγορά κρατικών ομολόγων είναι δυνατόν να μην επηρεάσει τον ουσιώδη έλεγχο της διαδικασίας δημιουργίας πιστώσεων (χρημάτων). Εν τούτοις, είναι δυνατόν να προκαλέσει λειτουργικές ζημίες στην κεντρική τράπεζα, εάν τα ομόλογα αυτά δεν εξοφληθούν από τα κράτη.
Ολοκληρώνοντας, με την έκφραση «προσφορά χρήματος» (money supply), εννοούμε το συνολικό απόθεμα σε χρήματα, το οποίο έχει στη διάθεση της μία Οικονομία. Το σύνολο των μετρητών χρημάτων, καθώς επίσης των καταθέσεων όψεως, ονομάζεται πραγματική προσφορά (ποσότητα) χρήματος (Μ1). Η προσφορά χρήματος μπορεί να αυξηθεί μέσω της δημιουργίας πιστώσεων, καθώς επίσης να μειωθεί, μέσω της «καταστροφής» χρημάτων (απόσβεσης επισφαλών πιστώσεων).
.
Τέλος, ο ορισμός της προσφοράς χρήματος δεν είναι ο ίδιος για όλες τις κεντρικές τράπεζες. Για παράδειγμα, η ΕΚΤ διακρίνει τα παρακάτω:
(α) Μ1 (συνολικά 4.242,7 δις € τον Ιούνιο του 2009): Καταθέσεις όψεως των μη τραπεζών (ιδιώτες, επιχειρήσεις κλπ), καθώς επίσης μετρητά χρήματα, τα οποία ευρίσκονται στην κυκλοφορία.
(β) Μ2 (συνολικά 8.148,0 δις € τον Ιούνιο του 2009): Το Μ1, συν τις καταθέσεις με συμφωνημένο χρόνο λήξης έως δύο έτη, καθώς επίσης καταθέσεις με νόμιμη προθεσμία καταγγελίας έως τρείς μήνες.
(γ) Μ3 (συνολικά 9.424,9 δις € τον Ιούνιο του 2009): Το Μ2, συν μερίδια σε money market funds, υποχρεώσεις σε repos, καθώς επίσης money market αξιόγραφα και ομόλογα τραπεζών, με χρόνο λήξης έως δύο χρόνια.
Το Μ1 θεωρείται αντιπροσωπευτικός δείκτης για την ανάπτυξη, ενώ το Μ3 για τον πληθωρισμό. Ουσιαστικά, το Μ3 τον Ιούνιο του 2009 ήταν ελαφρά υψηλότερο του ΑΕΠ της Ευρωζώνης.
.
Συνεχίζοντας στο θέμα μας, διαπιστώνεται ότι η πολιτική του εύκολου χρήματος, της πιστωτικής επέκτασης δηλαδή, συνεχίζεται (χαμηλά βασικά επιτόκια, «ενέσεις» ρευστότητας κλπ), με την «αμέριστη» βοήθεια των κεντρικών τραπεζών της «δύσης». Η προσφορά χρήματος (Μ3) αυξάνεται για πάρα πολλά χρόνια τώρα με υπερδιπλάσιο ρυθμό, σε σχέση με την οικονομική ανάπτυξη, ενώ κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι κεντρικές τράπεζες αύξησαν επικίνδυνα την «ποσότητα» χρήματος. Στην αρχή, ο στόχος ήταν η διάσωση των τραπεζών, ενώ στη συνέχεια η αποφυγή της χρεοκοπίας κρατών – τα οποία θα συμπαρέσυραν όχι μόνο τις τράπεζες, αλλά και πολλούς άλλους «συμμετέχοντες» στην πραγματική οικονομία.
Οι κεντρικές τράπεζες, παρά το ότι είχαν «υποσχεθεί», ήδη από το 2008, ότι θα απορροφήσουν την υπερβάλλουσα προσφορά (ποσότητα) χρήματος από τις αγορές, επιστρέφοντας σε μία αυστηρή αντιπληθωριστική πολιτική, συνεχίζουν να προσθέτουν ρευστότητα – τόσο η Fed, όσο και η ΕΚΤ ή η BoE. Κατ’ επακόλουθο, οι τιμές των ακινήτων, οι οποίες συνήθως χαρακτηρίζουν τις «υπερβολές» (φούσκες), έχουν επανέλθει σχεδόν στα «υπερτιμημένα» επίπεδα του παρελθόντος (στο 75% των χωρών του ΟΟΣΑ οι τιμές της ακίνητης περιουσίας αυξάνονται), ενώ στην Κίνα η αγορά έχει υπερθερμανθεί σε μεγάλο βαθμό – αναγκάζοντας το κράτος να επέμβει με στόχο τη ρύθμιση της. Παράλληλα, αυξάνουν μαζικά οι πιστώσεις στην Κίνα – ένα κλασσικό «μίγμα» μίας επικίνδυνης υπερβολής (φούσκας).
Επί πλέον, η «παγκόσμια πλεονασματική ρευστότητα» – δηλαδή, το μέρος εκείνο των χρημάτων που ευρίσκεται στις αγορές, χωρίς να χρειάζεται για τις συναλλαγές στην πραγματική οικονομία – έχει αυξηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η αιτία είναι φυσικά η ως άνω επεκτατική πολιτική παροχής χρημάτων των κεντρικών τραπεζών, η οποία έχει διαρκέσει ένα υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς επίσης η αδυναμία ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος – συμπεριλαμβανομένων τόσο των κανονικών, όσο και των «σκιωδών» τραπεζικών ιδρυμάτων (hedge funds κλπ).
Η απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος έχει οδηγήσει σε ευρηματικές μεθόδους «υπερπαραγωγής πιστώσεων» (άρα χρημάτων), οι οποίες έχουν συμβάλλει ακόμη περισσότερο στην ύπαρξη υπερβολικής ρευστότητας στις αγορές – γεγονός που σχεδόν πάντοτε προδιαγράφει το ξέσπασμα καταστροφικών κρίσεων, μετά από περιόδους συνεχούς αστάθειας (volatility).
.
Η ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΙΣΟΤΙΜΙΩΝ
Στην πραγματικότητα, το σημερινό διεθνές συναλλαγματικό σύστημα κατάφερε να επιβιώσει, επειδή η αστάθεια της δύσης (η οποία έγινε σαφής μέσα από τη χρηματοπιστωτική κρίση, ενώ απειλεί να εξελιχθεί σε μία σειρά πληθωριστικών κρίσεων, καθώς επίσης κρίσεων δημοσίων χρεών), κατάφερε να εξαχθεί στον υπόλοιπο κόσμο (από τις Η.Π.Α. στην Ευρώπη κλπ).
Ειδικότερα, το αργότερο στις αρχές του έτους 2006, ήταν φανερό ότι, οι τιμές καταναλωτή σε πολλές αναπτυσσόμενες Οικονομίες αυξάνονταν μαζικά – πόσο μάλλον οι τιμές των ακινήτων, καθώς επίσης των λοιπών αξιών (assets). Εν τούτοις, οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών δεν ήταν πρόθυμες να «διορθώσουν» τις ισοτιμίες των νομισμάτων τους, ακολουθώντας μία πιο αυστηρή νομισματική πολιτική. Η δυνατότητα αυτή υπήρχε για τις περισσότερες κυβερνήσεις, χωρίς να χρειασθεί η «αποσύνδεση» των νομισμάτων τους από το δολάριο – την οποία είχαν αποφασίσει, επειδή δεν είχαν τη δυνατότητα αυτόνομης διαχείρισης των δικών τους νομισμάτων. Απλούστατα, θα έπρεπε να καθορίσουν μία καινούργια «ισοτιμία ανταλλαγής» με το δολάριο, ανάλογη με τις νέες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί στις Οικονομίες τους.
Αντίθετα όμως, οι χώρες αυτές προτίμησαν να συνεχίσουν την «κερδοσκοπική» πολιτική τους, η οποία στηριζόταν στηνανάπτυξη μέσω των εξαγωγών – παρά το ότι συνέβαλλε στην επικίνδυνη υπερθέρμανση της παγκόσμιας Οικονομίας (κάτι ανάλογο συνέβη και στη Γερμανία, όπου η χρήση του κοινού νομίσματος διατηρούσε ουσιαστικά «κερδοσκοπικά» υποτιμημένο το γερμανικό ευρώ το οποίο, στηριζόμενο επί πλέον στον συνεχή περιορισμό του εργατικού κόστους, διευκόλυνε τα μέγιστα τις γερμανικές εξαγωγές στην Ευρώπη – εις βάρος φυσικά των ευρωπαίων εταίρων της).
Περαιτέρω, το δολάριο είναι πλέον ένα παγκόσμιο νόμισμα, το οποίο εξαρτάται απόλυτα από τις διαθέσεις της Κίνας, της Ρωσίας και των Αραβικών χωρών. Τα δημόσια χρηματικά αποθέματα αυτών των χωρών, αποτελούν τις σημαντικότερες πηγές χρηματοδότησης των αμερικανικών ελλειμμάτων. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το 40% των κεφαλαιακών εισροών στις Η.Π.Α. προέρχεται από τις παραπάνω χώρες – ένα «σήμα» για τους ιδιώτες επενδυτές να επενδύουν επίσης στις Η.Π.Α. Η εξ αυτών διαπίστωση τώρα είναι απόλυτα σαφής: σε μία αληθινά παγκοσμιοποιημένη Οικονομία της ελεύθερης αγοράς, χωρίς «πλαστογραφημένες» συναλλαγματικές ισοτιμίες, το δολάριο θα ήταν από αρκετά χρόνια πριν, πολύ πιο αδύναμο.
Σήμερα, οι ειδικοί στην αγορά συναλλάγματος, οι οποίοι καθορίζουν την πολιτική των αναπτυσσόμενων Οικονομιών, είναι σε κάποιο βαθμό πανικοβλημένοι – με αποτέλεσμα να επιθυμούν την αποσύνδεση των νομισμάτων τους από το δολάριο. Εν τούτοις, κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο, επειδή οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών δεν έχουν τη δυνατότητα (γνώσεις κλπ) να αναλάβουν μόνες τους τη διαχείριση των νομισμάτων τους.
Εάν κάτι τέτοιο πράγματι συνέβαινε, εάν δηλαδή αποσύνδεαν τα νομίσματα τους από το δολάριο και σταματούσε η πλαστογράφηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, τότε θα επέστρεφε η ισορροπία στο σύστημα. Για παράδειγμα, στις Οικονομίες με εμπορικά πλεονάσματα, θα αυξανόταν η ζήτηση των νομισμάτων τους – γεγονός που θα τα οδηγούσε σε ανατίμηση. Η ανατίμηση αυτή θα εμπόδιζε την υπερθέρμανση της εκάστοτε πλεονασματικής Οικονομίας, επειδή οι εξαγωγές της θα ακρίβαιναν στις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα τη μείωση της ζήτησης των προϊόντων της. Από την άλλη πλευρά, οι ελλειμματικές χώρες (Η.Π.Α., Βρετανία κλπ) θα υποτιμούσαν το νόμισμα τους – οπότε η ανταγωνιστικότητα τους θα καλυτέρευε, οδηγώντας τες σε αυξημένες εξαγωγές.
Σε τελική ανάλυση, ο μηχανισμός της ελεύθερης αγοράς δεν θα επέτρεπε την μη ισορροπημένη συνύπαρξη πλεονασματικών και ελλειμματικών χωρών, επειδή οι ελεύθερες συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό μέσον για την καταπολέμηση των παγκοσμίων ανισοτήτων. Επίσης, προστατεύουν σε κάποιο βαθμό από τον εισαγόμενο πληθωρισμό, επειδή οι χώρες με χαμηλότερους πληθωριστικούς δείκτες «ανατιμώνται», απέναντι σε αυτές με υψηλότερους – οπότε εμποδίζονται οι εισαγόμενες πληθωριστικές πιέσεις. Για παράδειγμα, η αύξηση της αγοραστικής αξίας του εγχώριου νομίσματος επιτρέπει την αγορά ιδίων ποσοτήτων εισαγομένων προϊόντων, παρά την αύξηση της τιμής εξαγωγής τους – οπότε «εμποδίζεται» ο πληθωρισμός.
.
Παρά τα πλεονεκτήματα όμως της ελεύθερης διακύμανσης των συναλλαγματικών ισοτιμιών, ελάχιστες χώρες το επιτρέπουν. Οι περισσότερες,
(α) είτε επεμβαίνουν μέσω των κεντρικών τραπεζών τους (Ελβετία, Ιαπωνία κλπ),
(β) είτε καθορίζουν «κεντρικά» τις ισοτιμίες (Κίνα, Αραβικές χώρες, Περσία και άλλες),
(γ) είτε τις «επηρεάζουν» σε μεγάλο βαθμό, επεμβαίνοντας διαρκώς στον καθορισμό τους (Ινδία, Ρωσία κλπ).
.
Επομένως, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες ουσιαστικά «πλαστογραφούνται» από την πλειοψηφία των κρατών (άνω του 50% του διεθνούς εμπορίου), με καταστροφικά αποτελέσματα για την παγκόσμια οικονομία («φούσκες», κρίσεις, πληθωρισμός σε χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα, μεγάλες αυξήσεις των πρώτων υλών κλπ).