Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η επίθεση των κερδοσκόπων εναντίον μίας χώρας της Ευρωζώνης, δεν είναι δυνατόν να κατευθυνθεί στο (κοινό) νόμισμα της – πόσο μάλλον όταν τα «αντίπαλα» νομίσματα, κυρίως το δολάριο, είναι πολύ πιο ασθενή από το Ευρώ. Είναι δυνατόν όμως να «επικεντρωθεί» στα κρατικά ομόλογα της, με τα οποία χρηματοδοτείται το δημόσιο χρέος της.
Ή καλύτερη στρατηγική για την επιτυχή «εκτέλεση» ενός τέτοιου «σχεδίου» είναι αναμφίβολα εκείνη, στην οποία προηγείται (ένα μικρό χρονικό διάστημα πριν από το καθορισμένο «σημείο μηδέν», την τελική επίθεση δηλαδή), η «αξιολόγηση» της χώρας-στόχου από κάποια «επίσημη» εταιρεία του χώρου – ενδεχομένως, εφ’ όσον κριθεί απαραίτητο, από περισσότερες. Η υποβάθμιση τότε της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, μία ή διαδοχικές φορές, έχει τα εξής, μεταξύ άλλων, «αλυσιδωτά» αποτελέσματα:
(α) Αυξάνεται το επιτόκιο του δανεισμού, ο οποίος πραγματοποιείται από την εκάστοτε χώρα μέσω της έκδοσης κρατικών ομολόγων – οπότε κερδίζουν περισσότερο οι υψηλού ρίσκου και αυξημένης επικινδυνότητας δανειστές της, οι οποίοι συνήθως «αντικαθιστούν» τους συντηρητικούς επενδυτές σταθερών αξιών.
(β) Αυξάνονται τα ασφάλιστρα των δημοσίων ομολόγων (CDS), με αποτέλεσμα να κερδίζουν περισσότερα οι ασφαλιστικές εταιρείες. Το ύψος των ασφαλίστρων προστίθεται φυσικά στο επιτόκιο «βάσης», οπότε ουσιαστικά πληρώνεται από τον δανειζόμενο (η αξία ενός CDS των 100 μονάδων βάσης σημαίνει ότι, η ασφάλεια κοστίζει ετήσια 1% της απαίτησης).
(γ) Η χώρα δυσκολεύεται σε μεγάλο βαθμό να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της, όταν ένα μέρος του καθίσταται ληξιπρόθεσμο – ειδικότερα, ακόμη και όταν βρίσκει πρόθυμους δανειστές, επιβαρύνεται με συνεχώς υψηλότερους τόκους.
(δ) Υποβαθμίζονται αντίστοιχα οι τράπεζες της, οι οποίες συνήθως διατηρούν ένα μεγάλο μέρος των δημοσίων ομολόγων της – όχι μόνο επειδή μειώνεται η αξία των «ομολογιακών» περιουσιακών στοιχείων τους, αλλά και επειδή είναι υποχρεωμένες να αυξήσουν τα κεφάλαια που δεσμεύουν (αντίκρισμα, εγγυητικά κεφάλαια), για τα ομόλογα δημοσίου που κατέχουν (οπότε μειώνεται αυτόματα ο τζίρος και η κερδοφορία τους, ενώ ενδεχομένως έρχονται αντιμέτωπες με ξαφνικά προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας)
(ε) Η υποβάθμιση των τραπεζών, καθώς επίσης η «παγίδα ρευστότητας» με την οποία έρχονται αντιμέτωπες οι επιχειρήσεις της «αμυνόμενης» χώρας (οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να αποσύρουν ρευστότητα από την αγορά, έτσι ώστε να καλύψουν τις επί πλέον ανάγκες κεφαλαίων για την τήρηση της Βασιλείας ΙΙ, με αποτέλεσμα να μην ανανεώνουν υφιστάμενες πιστώσεις τους κλπ), έχουν σαν αποτέλεσμα, την απότομη πτώση των χρηματιστηριακών δεικτών, αλλά και μία εκτεταμένη ύφεση στην πραγματική οικονομία της χώρας (εισέρχεται δυστυχώς στον καθοδικό «σπειροειδή» κύκλο).
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τώρα δεν μπορεί «κατ’ αρχήν» να δανείσει τη χώρα της Ευρωζώνης που «πλήττεται», που αντιμετωπίζει δηλαδή προβλήματα ρευστότητας, επειδή απαγορεύεται από τη συνθήκη του Μάαστριχτ.
Ακόμη όμως και να υπήρχε κάποια δυνατότητα «αποφυγής» της απαγόρευσης, οι συνέπειες μίας τέτοιας ενέργειας θα ήταν πιθανότατα καταστροφικές: θα ερχόταν αμέσως αντιμέτωπη με το «ετεροβαρές ρίσκο» (ηθικός κίνδυνος στην οικονομική θεωρεία, όρος που προέρχεται από τον ασφαλιστικό κλάδο), γεγονός που σημαίνει ότι, οι υπόλοιπες χώρες με αντίστοιχα προβλήματα (Ιταλία, Ισπανία, Ιρλανδία κλπ), θα έπαυαν να επιδεικνύουν τη δημοσιονομική πειθαρχία που απαιτεί η Ε.Ε.
Δηλαδή, το «μήνυμα» που θα έπαιρναν όλες οι υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. από μία τέτοια «αντισυμβατική» ενέργεια της ΕΚΤ, θα ήταν πολύ απλά το εξής: «Για ποιο λόγο να μειώσω τα έξοδα μου στο επίπεδο των οικονομικών δυνατοτήτων μου, αφού στο τέλος κάποιος άλλος θα πληρώσει τις ζημίες μου;».
Από την άλλη πλευρά όμως, τα προβλήματα που θα αντιμετώπιζε η ΕΚΤ, εάν ενδεχομένως αποφάσιζε να αφήσει μία τέτοια χώρα εντελώς αβοήθητη, θα ήταν μάλλον πολλαπλάσια. Το γεγονός αυτό είναι γνωστό στους κερδοσκόπους – πολύ περισσότερο αφού, «κατά σύμπτωση», η επίθεση εναντίον της Ελλάδας, ξεκίνησε λίγο μετά την ανακοίνωση της πρόθεσης της ΕΚΤ να αποσύρει πρώτη (χωρίς την αναμενόμενη από κοινού συμφωνία με τις άλλες κεντρικές τράπεζες, ειδικά με τη Fed) τα μέτρα στήριξης της Οικονομίας, καταργώντας αρχικά το μακροπρόθεσμο (12μηνο) δανεισμό των τραπεζών με σταθερό επιτόκιο 1% και το «quantitative easing».
Περαιτέρω, η εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών, τόσο απέναντι στο Ευρώ, όσο και στις χώρες του, θα «καταποντιζόταν», με εξαιρετικά δυσμενή αποτελέσματα, αφενός μεν για το κοινό νόμισμα, αφετέρου δε για το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών (πολιτική ένωση, κοινωνική συνοχή, πιστοληπτική ικανότητα κλπ).
Η αμέσως επόμενη ενέργεια των κερδοσκόπων, στην περίπτωση που η ΕΚΤ θα εγκατέλειπε στη «μοίρα» της την πρώτη χώρα που θα δεχόταν τις συντονισμένες «βολές» τους, θα ήταν η «κλιμάκωση» της επίθεσης τους στις υπόλοιπες «αδύναμες» χώρες της Ευρωζώνης – με πιθανότερο αποτέλεσμα την ολοκληρωτική κατάρρευση της Ε.Ε. Επομένως (κάτι που για πρώτη φορά διαπιστώθηκε λίγο μετά το ξέσπασμα της παρούσας χρηματοπιστωτικής κρίσης και αφορούσε τις υπερμεγέθεις τράπεζες), πρόκειται και εδώ για έναν «συστημικό» κίνδυνο, ο οποίος όμως αυτή τη φορά συνδέεται με ένα ή με περισσότερα κράτη και όχι με τράπεζες.
Σήμερα διαπιστώνουμε ότι, πολλά από αυτά που έχουμε ήδη προ μηνών περιγράψει, είναι γεγονότα – ιδιαίτερα μετά την τεράστια επίθεση στη χώρα μας εκ μέρους των κερδοσκόπων, σαν αποτέλεσμα της τεράστιας καθυστέρησης της κυβέρνησης μας να αντιδράσει ενεργητικά, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη καθυστέρηση της Ευρωζώνης, η οποία δυστυχώς στερείται ηγεσίας. Εκτός αυτού, η επίθεση «κλιμακώνεται» τόσο στο Ελληνικό χρηματιστήριο, όσο και στα ομόλογα της Πορτογαλίας και Ισπανίας – αυτή τη φορά ταυτόχρονα με τα χρηματιστήρια τους. Τo βασικό δε «όπλο» των «μαζικών» επιθέσεων είναι αναμφίβολα τα CDS – τα ασφάλιστρα δηλαδή κινδύνου, με τη βοήθεια των οποίων ασφαλίζει κανείς το σπίτι του γείτονα, έναντι πυρκαγιάς (έχοντας κάθε λόγο να προσπαθήσει να το κάψει).
Περαιτέρω είχαμε αναφέρει ότι, ο ασφαλιστικός όμιλος που εγγυάται μεταξύ άλλων τα περισσότερα Credit Default Swaps παγκοσμίως αυτός που ενισχύθηκε από τους αμερικανούς φορολογουμένους με πληθωριστικά χρήματα ύψους 180 δις $ για να μην καταρρεύσει το σύστημα, αφού θεωρήθηκε «συστημικός κίνδυνος» λόγω της μέσω αυτού «εξασφάλισης» των πιστώσεων πολλών άλλων τραπεζών (και της εξ αυτής παράλογης πιστωτικής επέκτασης τους, η οποία οδήγησε μεταξύ άλλων στη «χρεοκοπία» επενδυτικών τραπεζών όπως η Bear Sterns και η Lehman Brother) ήταν η αμερικανική AIG.