Η άλωση της Βραζιλίας – Σελίδα 2 – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Η άλωση της Βραζιλίας

Περαιτέρω, καμία «παράγραφος» του «ΔΝΤ-προγράμματος σταθερότητας» (Ajuste Fiscal) δεν προέβλεπε περιορισμό των επιδοτήσεων των επιχειρήσεων – αντίθετα, αυξήθηκαν στον ετήσιο προϋπολογισμό του 1999 κατά 15%. Επίσης, μέχρι το 1998 είχαν αυξηθεί οι φορολογικές ελαφρύνσεις των εταιρειών – από 7 δις R$ το 1995 στα 15,3 δις το 1997 (με κύριους αποδέκτες προφανώς τις θυγατρικές των ξένων πολυεθνικών). Αντί λοιπόν η κυβέρνηση να «διαγράψει» τις επιδοτήσεις και τις φορολογικές ελαφρύνσεις των επιχειρήσεων, αύξησε δυσανάλογα τους φόρους.

Σε γενικές γραμμές τώρα, η συμφωνία της Βραζιλίας με το ΔΝΤ (13.11.1998), η οποία προέβλεπε τη λήψη οικονομικής βοήθειας ύψους 42,6 δις $, είχε ως εξής (Πίνακας ΙΙ):

.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Καταμερισμός δανείου στη Βραζιλία, μέσω του ΔΝΤ

Δανειστής

Ποσόν

Επιτόκιο

ΔΝΤ Stand-by-credit

5,5 δις $

4,25%

ΔΝΤ Supplement Reserve facilities

12,6 δις $

7,25%

Βιομηχανικές χώρες (G7)*

14,5 δις $

9,70%

Παγκόσμια Τράπεζα

5,5 δις $

Κυμαινόμενο

IADB

4,5 δις $

Κυμαινόμενο

Πηγή: M. Heiden    Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

* Διεθνές Libor για εξάμηνες πιστώσεις (τότε 5,2%), συν 4,5 – 4,7% εκατοστιαίες μονάδες

.

(α)  Χρόνος και σκοπός του δανείου: Από τα 18,1 δις $ που παρείχε συνολικά το ΔΝΤ, τα 15,9 δις $ όφειλαν να διατεθούν έως το τέλος του 1999 – τα υπόλοιπα 2,2 δις$ μετά την ολοκλήρωση της τριετούς συμφωνίας. Το μέρος της παγκόσμιας Τράπεζας (μέσω της θυγατρικής της, της Διεθνούς Τράπεζας δηλαδή για την ανοικοδόμηση και ανάπτυξη), καθώς επίσης της IADB, επίσης εντός των επομένων τριών ετών.

Το μέρος του δανείου που ανέλαβε η Παγκόσμια Τράπεζα (5,5 δις $), όφειλε να αποδοθεί για την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, για την καλυτέρευση της δημόσιας διοίκησης, καθώς επίσης για την αναμόρφωση του χρηματοπιστωτικού μηχανισμού της Βραζιλίας. Το μέρος του δανείου της IADB (4,5 δις $), όφειλε να καλύψει κοινωνικές ανάγκες, να ενισχύσει τις πιστώσεις στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς επίσης να συμβάλλει στην κατασκευή νέων έργων υποδομής.

.

(β)  Υποχρεώσεις από το δάνειο:  Για να λάβει αυτόν τον υψηλό δανεισμό η Βραζιλία (ουσιαστικά το ποσόν των 42,6 δις $ αντιπροσώπευε λιγότερο από το 8% του τότε ΑΕΠ της – το ποσόν που «εγκρίθηκε» στην Ελλάδα από την ΕΕ-ΔΝΤ είναι πάνω από το 12% του ΑΕΠ), συμφώνησε στη μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού της – από το 8,1% το 1998, στο 4,7% το 2009.

 .

Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΝΤ

Με σκοπό την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου, ο οποίος είχε τοποθετηθεί από το ΔΝΤ, καθώς επίσης τον περιορισμό των δαπανών του δημοσίου, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να αυξήσει το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού (έσοδα, αφαιρουμένων των εξόδων, χωρίς τόκους), από το 0,5% του ΑΕΠ το 1998, στα 1,8% του ΑΕΠ το 1999. Περαιτέρω, ανέλαβε την ευθύνη για την επίτευξη μακροοικονομικής σταθερότητας, για αντιπληθωριστική νομισματική πολιτική, για ευρύτερο άνοιγμα των αγορών της στο εξωτερικό (στις αμερικανικές ή ευρωπαϊκές πολυεθνικές), καθώς επίσης για τη διατήρηση των υφισταμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών της.

Δηλαδή, η χώρα συμφώνησε να διατηρήσει σταθερή την ισοτιμία του νομίσματος της, σε σχέση με το δολάριο, για 60 ημέρες – από τις 13 Νοεμβρίου 1998, έως τις 13 Ιανουαρίου του 1999. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στους ξένους κερδοσκόπους (μεταξύ των οποίων οι G.Soros, W.Rhodes της Citigroup, J.Corzine της Goldman Sachs και D.Komansky της M.Lynch, οι οποίοι συμμετείχαν σε συζήτηση με τον υπουργό οικονομικών της Βραζιλίας ένα έτος πριν, στη Νέα Υόρκη), να αποσύρουν βιαστικά περί τα 20 δις $ από τη Βραζιλία (πηγή: M.Chossudovsky). Ουσιαστικά λοιπόν, τα πρώτα χρήματα που απέδωσε στη Βραζιλία το ΔΝΤ (18,1 δις $), χρησίμευσαν στον απεγκλωβισμό των αμερικανών κερδοσκόπων – ένα «σχέδιο Μάρσαλ» δηλαδή για τους πιστωτές και το διεθνές κεφάλαιο (κάτι μάλλον φυσιολογικό, όταν ο οποιοσδήποτε ξένος οργανισμός αναλαμβάνει το λογιστήριο ενός κράτους).

Φυσικά, η παγίδα ρευστότητας, στην οποία είχε οδηγηθεί ο ιδιωτικός τομέας της χώρας, δεν «επέτρεψε» τη μείωση των επιτοκίων των τραπεζών της (λόγω της αυξημένης ζήτησης κεφαλαίων, απέναντι σε μειωμένη προσφορά), τα οποία παρέμειναν σε επίπεδα πέριξ του 40% (η επίδραση στην οικοδομική δραστηριότητα είναι προφανής – πόσο μάλλον, αφού τα επιτόκια των καταναλωτικών δανείων κυμαίνονταν μεταξύ 150% και 250%). Βέβαια, κάτω από τέτοιες προϋποθέσεις, ήταν αδύνατον να ανταγωνισθούν οι βραζιλιάνικες επιχειρήσεις τις ξένες πολυεθνικές οι οποίες, δανειζόμενες με τα επιτόκια των χωρών προέλευσης τους, άλωσαν στην κυριολεξία όλους τους κερδοφόρους κλάδους της βραζιλιάνικης οικονομίας (οι «τοπικές» επιχειρήσεις χρεοκόπησαν η μία μετά την άλλη, υπό το βάρος των επιτοκίων).

Δυστυχώς, όπως πολλοί άλλοι υποστηρικτές του «νεοφιλελεύθερου δόγματος», έτσι και ο τότε υπουργός οικονομικών της Βραζιλίας (P.Malan), ήταν απολύτως πεπεισμένος σε σχέση με τις δυνατότητες μίας «αειφόρου» ανάπτυξης, η οποία θα ήταν το αποτέλεσμα της ολοκληρωτικής απελευθέρωσης των αγορών. Πίστευε δηλαδή ότι, εάν κατάφερνε να αντικαταστήσει πλήρως τη δημόσια, με την ιδιωτική πρωτοβουλία, επιτρέποντας στις αγορές να αναπτυχθούν αυτόνομα και ελεύθερα, η χώρα του θα μπορούσε να κατακτήσει υψηλά επίπεδα πλούτου – τα οποία, στη συνέχεια, θα αναδιανέμονταν αυτόματα (trickle down effect: “Όταν ο πλούτος φτάσει σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο «κορεσμού», υπέρ-ικανοποίησης δηλαδή των αναγκών των πλουσίων, τότε η αναδιανομή από τους πλούσιους στους φτωχούς ακολουθεί αυτόματα – ο πλούτος «μοιράζεται»”).

Τέλος, τα αποτελέσματα της πιστής εφαρμογής του «δόγματος» των Adam Smith & David Ricardo για τη Βραζιλία, με τη «βοήθεια» του ΔΝΤ, ήταν καταστροφικά – αν όχι απόλυτα τρομακτικά.

.

ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Το 2001, λιγότερο από τρία χρόνια μετά την παροχή του δανείου εκ μέρους του ΔΝΤ, στις μεγαλουπόλεις της νοτιοανατολικής πλευράς και του κέντρου της Βραζιλίας, είχε ξεσπάσει ένας απίστευτος «ταξικός» πόλεμος, ένας εμφύλιος πόλεμος δηλαδή τεραστίων διαστάσεων – με 40.000 θύματα συμπλοκών και πολυάριθμους βίαιους θανάτους. Το 90% της βίας, η οποία είχε καταλάβει τη χώρα, ήταν το αποτέλεσμα της εξτρεμιστικής φτώχειας, στην οποία είχε «υποχρεωθεί» ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού – μόλις το 10% καταλογιζόταν στο οργανωμένο, διεθνές έγκλημα.

Στο Sao Paulo, οι πάμπλουτοι επιχειρηματίες μετακινιόντουσαν μόνο με ελικόπτερα, ενώ οι απλά ευκατάστατοι πολίτες, με αλεξίσφαιρες λιμουζίνες. Ιδιωτικοί αστυνομικοί, με στρατιωτική εκπαίδευση και οπλισμό, καθώς επίσης τείχη ύψους τουλάχιστον τεσσάρων μέτρων, προστάτευαν τις πολυτελείς κατοικίες, ενώ ακόμη και η πρόσκληση επίσκεψης ενός φίλου της ανώτερης εισοδηματικής τάξης της χώρας, ισοδυναμούσε με πολεμική εκστρατεία.

Για να φτάσει δηλαδή κανείς στο σπίτι κάποιου φίλου του, για να χρησιμοποιήσει τον ανελκυστήρα ή για να εισέλθει σε κάποιον όροφο, ήταν απαραίτητη η γνώση και η χρήση μίας σειράς μυστικών κωδικών, μέσω των οποίων προστατευόταν οι χώροι διαμονής των ευκατάστατων πολιτών. Όλες οι πόρτες των σπιτιών ήταν ειδικά ασφαλισμένες, καλυμμένες με ανθεκτικά μέταλλα και πολλαπλές κλειδαριές, ενώ ακόμη και η μεσαία εισοδηματική τάξη ζούσε σε διαμερίσματα που θύμιζαν χρηματοκιβώτια (πηγή: J.Ziegler).

Το 2002, έτος χρεοκοπίας της Αργεντινής, σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις της κυβέρνησης, από τα 173 εκ. των Βραζιλιάνων, τα 22 εκ. ζούσαν σε συνθήκες πλήρους εξαθλίωσης (με βάση την αντιπολίτευση 45 εκ., ενώ κατά την εκκλησία 55 εκ. πολίτεςπάνω από το 30% του πληθυσμού!). Εξαθλίωση σήμαινε χρόνιο, «βαρύ» υποσιτισμό, ο οποίος οδηγούσε στην ανικανότητα, στην πλήρη αναπηρία και στο θάνατο. Στη Βραζιλία ίσχυε τότε η παροιμία: «Η πείνα κυριαρχεί στα Βόρεια της χώρας – όχι στο Νότο, επειδή εκεί βρίσκονται τα σκουπίδια των πλουσίων».

Στο κέντρο του Sao Paulo, στα σκαλοπάτια του καθεδρικού ναού, συναντούσε κανείς εκατοντάδες φτωχούς και πεινασμένους οι οποίοι, με το άδειο βλέμμα του χρόνια άνεργου, έψαχναν απεγνωσμένα στα σκουπίδια, βυθίζοντας το κεφάλι και τα χέρια τους στις βρώμικες πλαστικές σακούλες, για να βρουν ένα κομμάτι ξερό ψωμί, σαπισμένα λαχανικά, κόκαλα ή άλλα υπολείμματα τροφών. Η ανώτερη «τάξη» της μεγαλύτερης πόλης της Βραζιλίας έγινε ακόμη πιο πλούσια, με αποτέλεσμα οι τενεκέδες των σκουπιδιών της να είναι γεμάτοι – επιτρέποντας στην πληθώρα των φτωχών να αναζητούν εκεί έναν τρόπο παραμονής τους στη ζωή.

Εκείνη την εποχή, το έτος 2001, το εξωτερικό χρέος της χώρας αντιστοιχούσε στο 52% του ΑΕΠ (στην Ελλάδα σήμερα μάλλον ξεπερνάει το 150% του ΑΕΠ), ενώ οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι ήταν της τάξης του 9,5% επί του ΑΕΠ. Τον Αύγουστο του 2001, η κυβέρνηση της Βραζιλίας παρακάλεσε γονατιστή ακόμη μία φορά το ΔΝΤ για τη χορήγηση ενός νέου δανείου. Το αίτημα της έγινε αποδεκτό από το «συνδικάτο του διαβόλου», το οποίο της χορήγησε, για δεύτερη φορά μετά το 1998, 15 δις $ με επιτόκιο 7,5%.

Στη συνέχεια, ο υπουργός οικονομικών της Βραζιλίας εμφανίσθηκε χαρούμενος σε όλα τα ΜΜΕ, ανακοινώνοντας την «επιτυχή» έκβαση των διαπραγματεύσεων με το ΔΝΤ και ζητώντας από τους πολίτες νέες θυσίες – απαραίτητες για να ξεφύγει η χώρα από τη χρεοκοπία. Το ΔΝΤ φυσικά, απαίτησε ακόμη μία φορά μεγάλες περικοπές στις δαπάνες του προϋπολογισμού, στους τομείς της Παιδείας, και της Υγείας – οι φορολογικές ελαφρύνσεις των υψηλών εισοδηματικών τάξεων παρέμειναν ως είχαν.

Στην περίπου οκταετή «θητεία» μίας κυβέρνησης (1994-2002), αποτελούμενης χωρίς καμία αμφιβολία από τα ικανότερα άτομα της προικισμένης με τεράστιο ορυκτό και λοιπό πλούτο χώρας, εκποιήθηκε σχεδόν το σύνολο των κερδοφόρων, δημοσίων επιχειρήσεων της. Μοναδική εξαίρεση η εθνική εταιρεία Petrobras, η οποία παρέμεινε στην ιδιοκτησία του κράτους, χάρη στις τεράστιες «αμυντικές» προσπάθειες των εργαζομένων της. Η πολιτική ηγεσία της χώρας, αιτιολόγησε ως εξής τις ιδιωτικοποιήσεις των δημοσίων επιχειρήσεων: «Οι κρατικές εταιρείες μας είναι υγιείς και εξαιρετικά κερδοφόρες. Θα χρησιμοποιήσουμε τα έσοδα από την πώληση τους, για να ελαφρύνουμε τα βάρη του λαού της Βραζιλίας, οδηγώντας τον στην ανάπτυξη».

Το αποτέλεσμα ήταν να πουληθούν πράγματι όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις, σε σχετικά συμφέρουσες τιμές για το κράτος. Όμως, τα δισεκατομμύρια δολάρια που εισπράχθηκαν, χάθηκαν στην κυριολεξία στον αέρα. Όπως υποθέτουν οι ειδικοί, ένα μέρος από αυτά χρησιμοποιήθηκε πράγματι για να καλύψει τα «παραδοσιακά» ελλείμματα του προϋπολογισμού. Ένα άλλο μεγάλο μέρος όμως, κατευθύνθηκε στο εξωτερικό – στους ιδιωτικούς λογαριασμούς υπουργών, δικαστών, στρατιωτικών, υψηλόβαθμων δημοσίων λειτουργών και τραπεζιτών.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.