Έξοδος από την Ευρωζώνη – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Έξοδος από την Ευρωζώνη

Είσοδος-στο-Ευρώ,-παραμονή-στην-Ε.Ε.

Η ιδιαιτερότητα των προβλημάτων ρευστότητας μίας χώρας του Ευρώ, η αντιμετώπιση τους, καθώς επίσης οι πιθανολογούμενες συνέπειες μιας ενδεχόμενης πτώχευσης ενός κράτους μέλους

(To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)

*Αρχείο – συλλογή διαχρονικών και εκπαιδευτικών αναλύσεων

.

Επειδή η χρεοκοπία μίας χώρας-μέλους της Ευρωζώνης δεν μπορεί να θεωρηθεί «ιδιωτικό» θέμα της, πόσο μάλλον όταν οι «εθνικές» νομισματικές δυνατότητες «ύστατης» άμυνας της (διολίσθηση του νομίσματος, πληθωρισμός, υποτίμηση κλπ), έχουν πλέον «εκχωρηθεί» στην Κομισιόν (ΕΚΤ), το μεγαλύτερο ίσως ερώτημα είναι το πώς θα αντιδρούσε η Ε.Ε., εάν βρισκόταν κάποτε αντιμέτωπη με την προοπτική ενός τέτοιου ενδεχομένου. Περαιτέρω, το πώς θα ενεργούσε στη συνέχεια, μετρώντας προφανώς τις επιπτώσεις στη δομή της, στην εικόνα της, στο μέλλον της (ιδίως στην υπό εξέλιξη πολιτική ένωση της), καθώς επίσης στα υπόλοιπα, υγιή μέλη της.

Τέλος, το πόσο συνετά, συνειδητά, υπεύθυνα και «εμπρόθεσμα» θα λάμβανε τα μέτρα του το επαπειλούμενο με πτώχευση και «αποπομπή» μέλος – ειδικότερα δε, το εάν η κυβέρνηση του θα επέλεγε την αποσιώπηση  του προβλήματος απέναντι στους Πολίτες, τον εκφοβισμό τους ή την αντικειμενική ενημέρωση και ενεργή συμμετοχή τους στην έγκαιρη επίλυση του. Αναλύοντας σε γενικές γραμμές το θέμα, τις συνέπειες καλύτερα ενός ενδεχομένου πτώχευσης και αποπομπής για όλους τους «συμμετέχοντες», διαπιστώνουμε τις εξής «ιδιαιτερότητες»:

.

(α)  Η κοινή αντιμετώπιση όλων των μελών είναι θεσμοθετημένη, μέσα από ειδική ρήτρα της ευρωπαϊκής οδηγίας («no-bail-out», άρθρο 103). Ούτε η Ε.Ε., ούτε καμία άλλη χώρα-μέλος της, δεν μπορεί να δεσμευθεί, ή να εγγυηθεί εκ των προτέρων, την πληρωμή υποχρεώσεων μίας άλλης χώρας – δεν επιτρέπεται επί πλέον να επέμβει καμία χώρα σαν «τριτεγγυήτρια», όταν μία άλλη αντιμετωπίζει προβλήματα πληρωμής των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της. Ειδικά δε στην περίπτωση που μία χώρα-μέλος δανείζει απλά μία άλλη, είναι υποχρεωμένη να υπολογίσει μόνη της το πιστωτικό ρίσκο, το αντίστοιχο επιτόκιο και τις λοιπές συνθήκες παροχής δανείου.

(β)  Το άρθρο 119 επιτρέπει τη «βοήθεια» μίας χώρας της Ε.Ε. που αντιμετωπίζει προβλήματα πληρωμής των υποχρεώσεων της, με τη μορφή παροχής δανείων – γεγονός που συνέβη με τις πιστώσεις που δόθηκαν στις Ουγγαρία, Λετονία και Ρουμανία. Εν τούτοις, κάτι τέτοιο απαγορεύεται ρητά για τις χώρες του Ευρώ, στις οποίες δεν επιτρέπεται ούτε καν η παροχή υπεραναλήψεων από την ΕΚΤ ή τις εθνικές κεντρικές τράπεζες (για παράδειγμα, από την ΤτΕ). Επίσης δεν επιτρέπεται η παροχή δανείων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (Ε.Τ.Ε.), η οποία υποχρεούται να χρηματοδοτεί μόνο συγκεκριμένα επιχειρηματικά σχέδια και όχι οφειλές του δημοσίου (άλλωστε τα κράτη-μέλη είναι μέτοχοι της Ε.Τ.Ε. και κάτι τέτοιο θα ήταν εναντίον των απαγορεύσεων που πηγάζουν από τη ρήτρα «bail-out»).

(γ)  Το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας μίας χώρας της Ε.Ε. αποτελεί προφανώς πρόβλημα για όλα τα μέλη της, σε σχέση με τη δική τους αξιοπιστία. Από τη μία πλευρά, κάτι τέτοιο θα επιβάρυνε σημαντικά το κόστος δανεισμού των υπολοίπων, αφού για πρώτη φορά θα «τιμολογούταν» από τις χρηματαγορές το ρίσκο της πτώχευσης μίας χώρας της Ε.Ε. Η πιστοληπτική τους ικανότητα θα αξιολογούνταν χαμηλότερα και τα επιτόκια δανεισμού τους θα αυξάνονταν, με σημαντικά επακόλουθα για τη ρευστότητα τους.

Επίσης, η ισοτιμία του Ευρώ θα «αδυνάτιζε» για μία μεγάλη χρονική περίοδο, ενώ θα δυσχεραινόταν η διεκδίκηση της αποδοχής του € σαν παγκοσμίου αποθεματικού νομίσματος (ή, έστω, η προοπτική μίας «βαρύνουσας» συμμετοχής του στο καλάθι των νομισμάτων-χρυσού που πιθανότατα θα αντικαταστήσουν το δολάριο). Από την άλλη πλευρά βέβαια, ή χρεοκοπία ενός μέλους θα έμοιαζε με την «πολιτική» παραδοχή της πλήρους αποτυχίας της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.

(δ)  Η δυνατότητα της έκδοσης Ευρωπαϊκών Ομολόγων, η οποία προτάθηκε από την Ιταλία, δεν έγινε αποδεκτή από την Ε.Ε. Παρά το ότι το επιτόκιο ενός τέτοιου ομολόγου θα ήταν χαμηλότερο από αυτό που πληρώνει η πλειοψηφία των χωρών-μελών, εν τούτοις θα ήταν υψηλότερο από αυτό που κοστίζει στη Γερμανία (3%), η οποία υπολόγισε (και δεν το αποδέχθηκε) ότι για κάθε μία ποσοστιαία μονάδα επί πλέον θα επιβαρυνόταν με το ποσόν των 3 δις € ετησίως («βάση» υπολογισμού το δημόσιο χρέος της το 2007).

Ίσως εδώ είναι σκόπιμο να αναφέρουμε μία μικρή παράγραφο από βιβλίο-μελέτη του Keynes: «… ο Γερμανός δεν καταλαβαίνει και δεν μπορεί να καταλάβει τίποτα, παρά μόνο τον εκφοβισμό, ότι δεν δείχνει καμία γενναιοδωρία ή ενδοιασμό στις διαπραγματεύσεις, ότι δεν υπάρχει πλεονέκτημα που δεν θα κοιτάξει να εκμεταλλευθεί και κανένα σημείο στο οποίο δεν θα ξέπεφτε χάριν του κέρδους, ότι είναι άνευ τιμής, περηφάνιας ή οίκτου. Ως εκ τούτου δεν πρέπει ποτέ να διαπραγματεύεσαι με ένα Γερμανό ή να συμφιλιώνεσαι μαζί του – πρέπει να του υπαγορεύεις…..(η Γερμανία θα μπορούσε να) εξακοντίσει ξανά ενάντια στη Γαλλία το μεγαλύτερο πληθυσμό της, τις ανώτερες πλουτοπαραγωγικές πηγές της και την τεχνική της δεξιότητα».

(ε)  Η μοναδική δυνατότητα χρηματοδότησης μίας χώρας-μέλους της Ευρωζώνης, η οποία αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας που «προαναγγέλλουν» τη χρεοκοπία της, είναι η λήψη δανείου από μία ή περισσότερες άλλες (bilateral credit). Στην περίπτωση αυτή, η Κομισιόν έχει τη δυνατότητα να μεσολαβήσει για την «οργάνωση» του δανείου, έτσι ώστε να «στηρίξει» με την αξιοπιστία και με τις γνώσεις της την όλη διαδικασία. Δεν εξετάζουμε εδώ την πιθανότητα «εισόδου» του ΔΝΤ στη χώρα, αφενός μεν επειδή θεωρούμε τις μεθόδους του καταστροφικές, ειδικά σε περιόδους ύφεσης, αφετέρου δε λόγω της ουσιαστικής καθοδήγησης του από τις Η.Π.Α. – γεγονός που μάλλον προδιαθέτει αρνητικά την Ε.Ε.

.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΞΟΔΟΥ ΜΙΑΣ ΧΩΡΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ

Κατ’ αρχήν, η έξοδος μίας χώρας από τη ζώνη του Ευρώ δεν σημαίνει ταυτόχρονα τη μη συμμετοχή της στην Ε.Ε. Περαιτέρω, τα προβλήματα ρευστότητας ενός μέλους, ιδιαίτερα το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας, συνιστούν μία τεράστια παράβαση του «συμφώνου σταθερότητας», η οποία πιθανόν θα αιτιολογούσε την «εθελουσία αποπομπή» του: να υποχρεωθεί δηλαδή το προβληματικό κράτος στην υποβολή της «παραίτησης» του, αφού κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα τη σχετική «άμβλυνση» των συνεπειών της χρεοκοπίας της συγκεκριμένης χώρας (με την έννοια που «εκφράζεται» χαρακτηριστικά από την παροιμία: «καλύτερα ένα οδυνηρό τέλος, παρά μία οδύνη δίχως τέλος), για τα υπόλοιπα κράτη-μέλη και τη μελλοντική σταθεροποίηση τους.

To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες (…)


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.