Γαλλία και Ιταλία με την πλάτη στον τοίχο – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Γαλλία και Ιταλία με την πλάτη στον τοίχο

.

Δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη χωρίς χρέος που πρέπει να επενδύεται σωστά για να μπορεί να το εξυπηρετεί – ενώ στην Ελλάδα μιλάμε για ανάπτυξη, χωρίς να γνωρίζουμε πώς προκαλείται. Κράτη τώρα όπως η Γαλλία ή η Ιταλία που υφίστανται σήμερα κατά κύριο λόγο πιέσεις από τις Βρυξέλες και το Βερολίνο, αιτιολογώντας τη στάση τους απέναντι στον πόλεμο της Ουκρανίας, δεν είναι σε θέση να αμυνθούν επαρκώς – όπως δεν ήταν στο παρελθόν η Ελλάδα, η οποία τελικά καταστράφηκε από τα μνημόνια που της επιβλήθηκαν, με την επόμενη χρεοκοπία της να διαγράφεται ήδη στον ορίζοντα. Εν προκειμένω, η γερμανική SZ αναφέρεται μεταξύ άλλων στις δηλώσεις του κεντρικού τραπεζίτη της Γαλλίας, οι οποίες ήταν οι εξής: «Για 40 χρόνια δεν βρέθηκε ποτέ η κατάλληλη στιγμή να τεθούν υπό έλεγχο οι δημόσιες δαπάνες… Μεταφέρουμε ήρεμα μία ωρολογιακή βόμβα στις επόμενες γενιές». Αντίστοιχες δηλώσεις του Έλληνα κεντρικού τραπεζίτη δυστυχώς δεν υπάρχουν – εκτός εάν θεωρεί πως η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας που εξασφάλισε μία μικρή ανάπτυξη απλά και μόνο δανειζόμενη 51,5 δις την εποχή της πανδημίας,  σπαταλώντας τα στη συνέχεια, είναι καλύτερη από τη γαλλική ή την ιταλική.  Χριστός Ανέστη στους απανταχού Έλληνες – ο Θεός να ευλογεί την Ελλάδα.

.

Ανάλυση

Σύμφωνα με έναν Ελβετό μη συστημικό οικονομολόγο, με κριτήριο ορισμένα γερμανικά ΜΜΕ, η Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) αντιμετωπίζει μία νέα μεγάλη απειλή – η οποία θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα παρόμοιους κινδύνους με την ευρωπαϊκή κρίση χρέους του 2010, η προέλευση της οποίας αποδόθηκε τότε στην Ελλάδα.

Η υπόθεση αυτή βασίζεται σε καινούργια στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι η Γαλλία, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ, έχει ένα πολύ υψηλότερο δημόσιο χρέος, από αυτό που αναμενόταν, στο 110,6% του ΑΕΠ της το 2023 – παίζοντας στο ίδιο «πρωτάθλημα» με την Ελλάδα και την Ιταλία (πηγή).

Εν προκειμένω, η ελβετική NZZ έχει τον τίτλο «Η Γαλλία απειλεί να καταστεί ένα οικονομικό πρόβλημα για την Ευρώπη, όπως η Ελλάδα – μόνο πολύ μεγαλύτερο» (πηγή) – ενώ η γερμανική Handelsblatt αναφέρει πως το δημόσιο χρέος της Γαλλίας θα μπορούσε να αυξηθεί στα 3,2 τρις € έως το τέλος του 2024 (πηγή, από 3,1 τρις € το 2023), οπότε το υψηλότερο στην ΟΝΕ σε απόλυτο μέγεθος.

Η επίσης γερμανική FAZ δεν συμφωνεί μεν, όσον αφορά τη σύγκριση της Γαλλίας με την Ελλάδα, αλλά τονίζει πως το τέλος του «γαλλικού οργίου χρέους» δεν φαίνεται στον ορίζοντα (πηγή) – ενώ για την Welt η Γαλλία εκτροχιάζεται και αποτελεί πια το νέο προβληματικό παιδί της Ευρώπης (πηγή). Τέλος, το περιοδικό Focus γράφει τα εξής:

«Φυσικά θα υπάρξουν επιπτώσεις για τη Γερμανία, εάν η Γαλλία δεν θέσει υπό έλεγχο τα οικονομικά της. Για παράδειγμα, επειδή η γειτονική μας χώρα δεν είναι μόνο εταίρος και σύμμαχος μας αλλά, επί πλέον, καλός πελάτης. Σύμφωνα με την ομοσπονδιακή στατιστική υπηρεσία, η Γερμανία εξήγαγε προϊόντα αξίας 120,2 δις € στη Γαλλία το 2023. Μόνο οι ΗΠΑ έχουν εισάγει περισσότερα» (πηγή).

Ακριβώς αυτό συμβαίνει και εδώ οφείλονται οι ανησυχίες της Γερμανίας – στο ότι η Γαλλία είναι ένας σημαντικός πελάτης της, αφού εισήγαγε μεν προϊόντα αξίας 120,2 δις €, αλλά είχε εξαγωγές μόλις  70 δις € στη γειτονική της χώρα. Επομένως, το πλεόνασμα της Γερμανίας απέναντι στη Γαλλία ήταν 50 δις € – δημιουργώντας αντίστοιχα χρέη της Γαλλίας απέναντι της.

Ένας μη γνώστης των οικονομικών θα μπορούσε να αντιτάξει εδώ το ότι, η γερμανική κριτική στη Γαλλία δεν αφορά τους ιδιώτες που μπορούν να αγοράζουν από όποιον και όσα θέλουν – όπως στην περίπτωση του εξωτερικού εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών που έχει σχέση με τον ιδιωτικό τομέα. Πως αφορά μόνο το δημόσιο τομέα που υπερχρεώνεται, επειδή δεν λειτουργεί σωστά στη Γαλλία – κάτι που έχουμε ακούσει πολλές φορές και στην περίπτωση της Ελλάδας.

Εν τούτοις, αυτή είναι η παρανόηση οποιουδήποτε σκέφτεται με μικροοικονομικά κριτήρια και εξετάζει τον κρατικό (μακροοικονομικό)  τομέα μεμονωμένα. Ειδικότερα, επειδή από πολλά χρόνια τώρα η Γερμανία «παράγει» διψήφια πλεονάσματα δισεκατομμυρίων € στο εξωτερικό εμπόριο της με τη Γαλλία, ουσιαστικά εισάγει θέσεις εργασίας καταστρέφοντας ανάλογες στη Γαλλία – γεγονός που με τη σειρά του έχει αρνητικό αντίκτυπο στοn γαλλικό εθνικό προϋπολογισμό, όπως για παράδειγμα χαμηλότερα φορολογικά έσοδα και υψηλότερες κοινωνικές δαπάνες.

Φυσικά κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην Ελλάδα που παράγει διαρκώς ελλείμματα στο εξωτερικό της εμπόριο – το 2023 περί τα 32 δις € εμπορικό έλλειμμα και 14 δις € έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αυξάνοντας το εξωτερικό της χρέος, εξάγοντας θέσεις εργασίας, επιβαρύνοντας τα φορολογικά έσοδα και τις κοινωνικές δαπάνες, οπότε το δημόσιο χρέος κοκ.

Το πρόβλημα του δημοσίου χρέους

Συνεχίζοντας, ο M. Wolf στους Financial Times αναφέρεται γενικότερα στο «δένδρο» του δημοσίου χρέους στις δυτικές χώρες – το οποίο δεν μπορεί να φτάσει στον ουρανό και πρέπει να σταματήσει να αυξάνεται (πηγή). Το βασικότερο είναι όμως πως στο τέλος του άρθρου του επισημαίνει σωστά ότι, οι δημοσιονομικές περικοπές απαιτούν αυξανόμενη ζήτηση από αλλού – ενώ ένα μέρος της ζήτησης αυτής από το εξωτερικό.

Αυτή η έστω μικρή υπόδειξη του αρθρογράφου των FT, αναδεικνύει το κύριο και λογικό πρόβλημα – στο οποίο δεν δίνεται η απαιτούμενη σημασία από κράτη όπως η Ελλάδα που οφείλουν να επιδιώκουν τη μείωση των δημοσίων χρεών τους, αφού είναι ήδη στη στρατόσφαιρα. Εν προκειμένω, το θέμα είναι τι θα συνέβαινε εάν κάθε χώρα ήθελε να σταματήσει την άνοδο του δημοσίου χρέους της – ή ακόμη και να «κλαδέψει» (=περιορίσει) το δέντρο του χρέους της. Σε μία τέτοια περίπτωση, η Γη θα χρειαζόταν οφειλέτες στο διάστημα, όπως για παράδειγμα στον Άρη – αφού διαφορετικά δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει η παγκόσμια μείωση των χρεών.

Είναι ασφαλώς δύσκολο να γίνει κατανοητό το ότι, χώρες όπως η Γαλλία ή η Ιταλία που υφίστανται κατά κύριο λόγο πιέσεις από τις Βρυξέλες και το Βερολίνο, δεν είναι σε θέση να αμυνθούν επαρκώς – όπως δεν ήταν στο παρελθόν η Ελλάδα, η οποία τελικά καταστράφηκε από τα μνημόνια που της επιβλήθηκαν, με την επόμενη χρεοκοπία της να διαγράφεται ήδη στον ορίζοντα.

Εν προκειμένω, η γερμανική SZ σε ένα ενδιαφέρον άρθρο της (πηγή), αναφέρεται μεταξύ άλλων στις δηλώσεις του κεντρικού τραπεζίτη της Γαλλίας – οι οποίες ήταν οι εξής: «Για 40 χρόνια δεν βρέθηκε ποτέ η κατάλληλη στιγμή να τεθούν υπό έλεγχο οι δημόσιες δαπάνες… Μεταφέρουμε ήρεμα μία ωρολογιακή βόμβα στις επόμενες γενιές». Αντίστοιχες δηλώσεις του Έλληνα κεντρικού τραπεζίτη δυστυχώς δεν υπάρχουν – εκτός εάν θεωρεί πως η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας είναι καλύτερη από τη γαλλική.

Ο πρόεδρος δε του γαλλικού ελεγκτικού συνεδρίου και πρώην υπουργός οικονομικών της σοσιαλιστικής κυβέρνησης, ο P. Moscovici, ανέφερε ότι, «η Γαλλία είναι με την πλάτη στον τοίχο» – ενώ ο σημερινός υπουργός οικονομικών, ο B. Le Maire, εμφανίσθηκε μετανοιωμένος για την πολιτική του και υποσχέθηκε ότι, θα κάνει τα πάντα για να μειώσει το δημόσιο χρέος.

Δυστυχώς όμως, η μείωση των δημοσίων χρεών δεν είναι καθόλου εύκολη  – ενώ δεν βοηθάει το «φρένο χρέους», όπως αυτό που έχει θεσμοθετήσει η Γερμανία. Δημοσιεύθηκε βέβαια μία γερμανική μελέτη με τον τίτλο «Το φρένο χρέους – Εγγύηση για βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική» (πηγή), με την οποία επιχειρείται να αποδειχθεί εμπειρικά η θετική επίδραση του, αλλά δεν ήταν αυτή η αιτία της μείωσης του γερμανικού χρέους.

Πλεονάσματα Γερμανίας επάνω και Γαλλίας κάτω.

Ειδικότερα, το γεγονός ότι η οικονομία της Γερμανίας αναπτύχθηκε την εξεταζόμενη περίοδο από το 2011 έως το 2021, παρά το ότι ο δείκτης του δημοσίου χρέους της μειώθηκε, ήταν εφικτό μόνο επειδή διεύρυνε τα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της – τα οποία αυξήθηκαν δραματικά, σε αντίθεση με τη Γαλλία (γράφημα), ενώ οι συγγραφείς της μελέτης δεν το ανέφεραν πουθενά.

Χωρίς αυτήν την αύξηση, δεν θα μπορούσε η χώρα να αναπτυχθεί, μειώνοντας σταθερά το δείκτη των χρεών της – κάτι από το οποίο θα έπρεπε να διδαχθεί η ελληνική κυβέρνηση, τοποθετώντας σε πρώτη προτεραιότητα την καταπολέμηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μας.

Όλα όσα συζητούνται τώρα επί του παρόντος, για τα θέματα του εθνικού χρέους και των δημοσιονομικών κανόνων, προϋποθέτουν σιωπηρά ότι, υπάρχουν (δήθεν) οι κατάλληλες συνθήκες σε όλες τις χώρες που επιτρέπουν στο εκάστοτε δημόσιο να μειώσει το χρέος του, χωρίς να προκληθούν μεγάλες οικονομικές αναταραχές – αρκεί να υπάρχει μόνο η πολιτική βούληση να το κάνει. Όμως, πρόκειται για ένα μεγάλο λάθος, αφού δεν δίνεται σημασία στο βασικότερο θέμα που επισήμανε ακόμη και ο M. Wolf στους «άλλους», από τους οποίους πρέπει να εξασφαλίζεται η ζήτηση, όταν το κράτος αυξάνει τα έσοδα του ή μειώνει τις δαπάνες του.

Είναι προϊόν καθαρής λογικής το ότι, ο κρατικός τομέας μίας χώρας μπορεί να μειώσει το νέο χρέος της, μόνο εάν τα νοικοκυριά ή οι εταιρίες, στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, καθώς επίσης ο κρατικός τομέας άλλων χωρών, αποδεχθούν πως τα πλεονάσματα των δαπανών τους, δηλαδή τα χρέη τους, θα αυξηθούν – ή εάν τα πλεονάσματα των εισοδημάτων τους, δηλαδή οι αποταμιεύσεις τους, θα μειωθούν.

Εάν δεν πληρείται αυτή η προϋπόθεση, κάθε προσπάθεια μείωσης των δαπανών ή/και αύξησης των εσόδων από τον κρατικό τομέα, αποταμίευσης κατά κάποιον τρόπο, θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα τη χώρα σε ύφεση  – οπότε θα πρέπει να σταματήσει το κράτος να το κάνει για να αποτρέψει την ύφεση ή, τουλάχιστον, θα πρέπει να απορροφήσει τις συνέπειες της. Για παράδειγμα, με τη μορφή αυξημένων δαπανών για την κοινωνική ασφάλιση και μειωμένων φορολογικών εσόδων – κάτι που θα αντιμετωπίσει πολύ σύντομα η Ελλάδα, χωρίς δυστυχώς να το καταλαβαίνει η κυβέρνηση, εάν δεν αλλάξει αμέσως το οικονομικό της μοντέλο.

Η θεμελιώδης έννοια των υπολοίπων χρηματοδότησης

Περαιτέρω, για να γίνει κατανοητό το παραπάνω θέμα, το χρέος προκύπτει πάντοτε όταν υπάρχει ένα κενό, μία «τρύπα» στην καθομιλουμένη, μεταξύ δαπανών και εσόδων σε μία οικονομική οντότητα.

Συνήθως, υπάρχει μία πραγματική ανισορροπία που «κρύβεται» πίσω από αυτό το κενό – το ότι η συγκεκριμένη οικονομική οντότητα ζει πάνω από τις δυνατότητες της, δηλαδή παράγει/κερδίζει λιγότερα από όσα ξοδεύει, οπότε χρησιμοποιεί περισσότερους πόρους από όσους προσφέρει. Ταυτόχρονα, μία άλλη οικονομική οντότητα κάνει ακριβώς το αντίθετο – ζει δηλαδή κάτω από τις δυνατότητες της και παράγει/κερδίζει περισσότερα από όσα ξοδεύει, οπότε χρησιμοποιεί λιγότερους πόσους, από όσους προσφέρει.

Εν προκειμένω σε μία κλειστή οικονομία, για παράδειγμα σε ένα απομονωμένο κράτος, ή στον πλανήτη ως σύνολο, δεν μπορεί να ζει μία οντότητα πάνω ή κάτω από τις δυνατότητες της – επειδή οι πραγματικοί πόροι μπορούν να διανεμηθούν και να καταναλωθούν μόνο μία φορά.

Το χάσμα τώρα μεταξύ εσόδων και εξόδων μία οικονομικής μονάδας δεν αποτελεί πρόβλημα, εάν εντός μίας οικονομίας ή στον πλανήτη συνολικά, υπάρχουν οι συνθήκες που διασφαλίζουν ότι, η διαβίωση άνω των δυνατοτήτων μίας ομάδας, αντισταθμίζεται συστηματικά με τη διαβίωση κάτω των δυνατοτήτων μίας άλλης ομάδας – δηλαδή, το αποτέλεσμα να είναι πάντοτε μηδενικού αθροίσματος.

Εν τούτοις, στον πραγματικό κόσμο δεν υπάρχει μία συστηματική ισορροπία που να διασφαλίζει ότι, οι προσπάθειες εξοικονόμησης χρημάτων δεν οδηγούν αυτόματα σε ύφεση. Οι νεοφιλελεύθεροι και οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι ισχυρίζονται βέβαια πως υπάρχει μία τέτοια εξισορρόπηση, μέσω των επιτοκίων – μία θέση όμως που είναι ξεκάθαρα λανθασμένη, όπως τεκμηριώνεται εμπειρικά στη συνέχεια, από τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία, ενώ υπάρχει επίσης η θεωρητική ερμηνεία της που δεν είναι του παρόντος.

Συνεχίζοντας, σε μία οικονομία αυτοί που ξοδεύουν λιγότερα από όσα κερδίζουν, που ζουν δηλαδή κάτω από τις δυνατότητες τους, είναι τα νοικοκυριά – επειδή προσπαθούν να προετοιμαστούν για το μέλλον, μέσω αυτού του είδους της αποταμίευσης. Ως εκ τούτου, το ισοζύγιο χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα των νοικοκυριών ως σύνολο, είναι σταθερά θετικό – υπάρχει πάντοτε πλεόνασμα.

Οι εταιρίες τώρα, θα πρέπει να λειτουργούν ως «αντίβαρο» των ιδιωτικών νοικοκυριών – να ξοδεύουν περισσότερα από όσα κερδίζουν, να ζουν λοιπόν πάνω από τις δυνατότητες τους, επειδή αποτελούν το σημαντικότερο πυλώνα των επενδύσεων. Εν προκειμένω, οι εταιρίες επενδύουν όταν αναμένεται να έχουν κέρδη από την επένδυση τους – τα οποία θα τους επιτρέψουν να καλύψουν τους τόκους των κεφαλαίων που δανείζονται.

Το κράτος λοιπόν δεν χρειάζεται στην πραγματικότητα να αναλάβει χρέη, εφόσον διασφαλίζεται πως ο εταιρικός τομέας επενδύει τουλάχιστον όσα εξοικονομούνται αλλού – δηλαδή ότι, καλύπτει το κενό των δαπανών των ιδιωτικών νοικοκυριών μέσω της δικής του επενδυτικής ζήτησης, με αντίστοιχα υψηλό επίπεδο χρέους όσο οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών. Σε μία τέτοια περίπτωση, η συνολική ζήτηση παραμένει αμετάβλητη – οπότε η ο ρυθμός ανάπτυξης είναι στάσιμος.

Για να αυξηθεί τώρα ο ρυθμός ανάπτυξης, απαιτείται οι εταιρίες όχι μόνο να αντισταθμίζουν τα πλεονάσματα των νοικοκυριών με τα δικά τους ελλείμματα, αλλά κάτι περισσότερο – να συσσωρεύουν πρόσθετα ελλείμματα, με τη μορφή επενδυτικής ζήτησης που χρηματοδοτείται με χρέος, με δάνεια. Ο εταιρικός τομέας επομένως πρέπει να αναλάβει συνολικά περισσότερο χρέος, από αυτό που αντιστοιχεί στα πλεονάσματα που σχεδιάζουν τα νοικοκυριά – αλλιώς δεν τροφοδοτείται η ανάπτυξη.

Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι καθόλου σίγουρο, αφού ο εταιρικός τομέας σε πολλές οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, έχει καθαρά πλεονάσματα αντί ελλείμματα – γεγονός που με τη σειρά του επιδεινώνει το πρόβλημα της ανεπαρκούς ζήτησης που οδηγεί σε ύφεση. Εάν λοιπόν το κράτος θέλει να εξασφαλίσει θετική οικονομική ανάπτυξη, θα πρέπει (α) είτε να δημιουργήσει εκείνες τις συνθήκες που να ενθαρρύνουν τον εταιρικό τομέα να εκπληρώσει πλήρως τον αναπόφευκτο ρόλο του οφειλέτη να αναλάβει χρέος (β) είτε να επιδιώξει το ίδιο να αυξήσει τις δαπάνες του, οπότε να αναλάβει αυτό χρέος – για παραγωγικές όμως επενδύσεις, ορθολογικές που να μπορούν να αποδώσουν κέρδη και όχι απλά για να στηρίξει την κατανάλωση.

Με δεδομένο τώρα το ότι, οι ξένες χώρες αποτελούνται από τους ίδιους τομείς με τον εγχώριο, δεν είναι σε καμία περίπτωση κατάλληλες να έχουν το ρόλο του μακροπρόθεσμου οφειλέτη στο ισοζύγιο – για να αναπληρώσουν το κενό που δημιουργεί η προθυμία των εγχώριων τομέων για αποταμίευση, στη συνολική ζήτηση μίας χώρας. Οφείλει δε να είναι αυτονόητο το ότι, κάθε χώρα πρέπει να επιλύσει  το ίδιο πρόβλημα της συμπεριφοράς των ιδιωτικών αποταμιεύσεων –  όπως η ίδια.

Όποιος πολιτικός λοιπόν, όποιας χώρας, αγνοεί αυτήν την ουδέτερη άποψη και θέλει να καλύψει το κενό στη ζήτηση της χώρας του από άλλες χώρες, δεν χρειάζεται να εκπλήσσεται όταν έξω από το κράτος του έρχεται αντιμέτωπος στην καλύτερη περίπτωση με έλλειψη κατανόησης και στη χειρότερη με έναν οικονομικό εθνικισμό που χαρακτηρίζει τον ίδιο – όπως στο παράδειγμα του Trump και της Merkel στο παρελθόν, όπου ο Αμερικανός κατηγόρησε τη Γερμανίδα για οικονομικό εθνικισμό, λόγω των ελλειμμάτων των ΗΠΑ απέναντι στη Γερμανία (ανάλυση). Θεωρείται δε πιθανόν να αποτελεί έναν από τους λόγους του πολέμου της Ουκρανίας και της δολιοφθοράς των Nord Stream – επίσης του φορολογικού πολέμου των ΗΠΑ με την Κίνα.

Παρεμπιπτόντως εδώ, ο οικονομικός αυτός εθνικισμός, ο μερκαντιλισμός στην ουσία (ανάλυση), έχει αντίκτυπο σε όλους τους άλλους τομείς της διεθνούς πολιτικής, στους  οποίους η συνεργασία είναι απαραίτητη – όπως στο θέμα της προστασίας του κλίματος, της μετανάστευσης ή της εξωτερικής ασφάλειας.

Το γερμανικό πρόβλημα

Συνεχίζοντας, έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στο γερμανικό πρόβλημα (ανάλυση) – σε μία χώρα που παράγει συνεχώς πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, εις βάρος των άλλων, εκμεταλλευόμενη το κενό ζήτησης ξένων χωρών, εξάγοντας ανεργία, προκαλώντας την άνοδο των χρεών των εταίρων της, όπως της Ελλάδας λόγω της ασχετοσύνης της κοκ.

Γερμανία – Μπλε καμπύλη αποταμιεύσεις νοικοκυριών, κόκκινη επιχειρήσεων, μαύρη του κράτους και πράσινη η συμβολή του εξωτερικού.

Τα εμπειρικά στοιχεία τεκμηριώνουν αμέσως το πρόβλημα – ξεκινώντας από το ότι, ο ιδιωτικός γερμανικός τομέας των νοικοκυριών εξοικονομεί περίπου το 6% του ΑΕΠ (όπως φαίνεται από τη μπλε γραμμή στο γράφημα του Ελβετού οικονομολόγου). Σε αντίθεση δε με τις προηγούμενες δεκαετίες, οι γερμανικές εταιρίες δεν εξισορροπούν αυτό το πλεόνασμα των νοικοκυριών – από 20 χρόνια περίπου.

Ειδικότερα, παρά τις τεράστιες φορολογικές περικοπές στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο εταιρικός τομέας της Γερμανίας δεν συνέβαλε πλέον στο κλείσιμο του χάσματος μεταξύ εσόδων και δαπανών – αλλά, αντίθετα, αύξησε αυτό το χάσμα, μέσω των δικών του αποταμιεύσεων σχεδόν όλα αυτά τα χρόνια, όπως αποδεικνύεται από την κόκκινη καμπύλη στο γράφημα που είναι σταθερά πάνω από το μηδέν.

Το γεγονός αυτό έχει ασκήσει μία μόνιμη πίεση στο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας – ενώ, παράλληλα με αυτήν την άνοδο των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, ο δημόσιος τομέας επιδίωξε επίσης να μειώσει τα ελλείμματα του ή ακόμη και να δημιουργήσει πλεονάσματα. Μόνο ως απάντηση σε σοβαρές κρίσεις, όπως η χρηματοπιστωτική του 2009 ή η κρίση της πανδημίας, επέτρεψε ο γερμανικός κρατικός τομέας την άνοδο των χρεών του – κάτι που, εάν δεν είχε συμβεί, η κατάρρευση της οικονομίας θα ήταν πολύ μεγαλύτερη και στις δύο περιπτώσεις (όπως της Ελλάδας με την πολιτική των μνημονίων).

Οι επιχειρήσεις τώρα αντέδρασαν στις κρίσεις, αυξάνοντας σημαντικά τις αποταμιευτικές τους δραστηριότητες – όπως τεκμηριώνεται από την κόκκινη καμπύλη που ανεβαίνει κατακόρυφα σε κάθε μία από αυτές τις δύο περιπτώσεις. Τα νοικοκυριά με τη σειρά τους αύξησαν επίσης τις αποταμιεύσεις τους, ως αντίδραση στις κρίσεις – στην πανδημία κατά πολύ περισσότερο.

Εν τούτοις, η γερμανική οικονομία δεν υποχώρησε μόνιμα κατά τη διάρκεια αυτών των ετών – παρά την παραπάνω εκούσια πολιτική λιτότητας και στους τρεις εγχώριους τομείς (νοικοκυριά, επιχειρήσεις, δημόσιο). Το γεγονός αυτό οφείλεται αποκλειστικά στο νέο χρέος του εξωτερικού προς τη Γερμανία – το οποίο αυξήθηκε πάνω από το 6% του ΑΕΠ της χώρας, όπως φαίνεται από την πράσινη γραμμή στο γράφημα.

Δηλαδή, η υπερβάλλουσα ζήτηση από το εξωτερικό, με βάση το χρέος που δημιουργήθηκε από αυτήν (άνω του 6%), έκλεισε τα κενά της εγχώριας ζήτησης – οπότε στην ουσία η Γερμανία διασώθηκε από τη λιτότητα της, μέσω της μερκαντιλιστικής πολιτικής της εις βάρος των εμπορικών της εταίρων. Θυμίζει εδώ την εξόφληση του υπολοίπου των χρεών της (μετά τη διαγραφή του 60% περίπου) μετά τον πόλεμο, με ρήτρα εξαγωγών – όπου στην ουσία τα θύματα της πλήρωσαν τα χρέη της.

Το μέσον δε που χρησιμοποιήθηκε μετά το 2000, το «κλειδί», όπως έχουμε αναλύσει πολλές φορές, ήταν η υπονόμευση του διεθνούς ανταγωνισμού, μέσω του μισθολογικού dumping (ανάλυση) – η γνωστή ως οικονομική πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα (ανάλυση), την οποία σχεδιάζει να δρομολογήσει ξανά σήμερα, ως απάντηση στην ενεργειακή κρίση που βιώνει (ανάλυση).

Η Γαλλία και η Ιταλία ως θύματα της γερμανικής λιτότητας

Περαιτέρω, η Γαλλία εμφανίζει ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της τα τελευταία 15 περίπου χρόνια – αν και συγκριτικά με την οικονομική της ισχύ, χαμηλά. Όπως φαίνεται από την πράσινη καμπύλη στο γράφημα, είναι πάνω από το μηδέν – γεγονός που σημαίνει πως οι ξένες χώρες δημιουργούν πλεονάσματα στις συναλλαγές τους με τη Γαλλία (αντίθετα, μεγάλα ελλείμματα στις συναλλαγές τους με τη Γερμανία, όπως φαίνεται από το πρώτο γράφημα).

Γαλλία – Μπλε καμπύλη αποταμιεύσεις νοικοκυριών, κόκκινη επιχειρήσεων, μαύρη του κράτους και πράσινη η συμβολή του εξωτερικού.

Από την άλλη πλευρά, ο γαλλικός ιδιωτικός τομέας των νοικοκυριών αποταμιεύει – αν και σε ελαφρώς  μικρότερο βαθμό από το γερμανικό. Όσον αφορά τον εταιρικό τομέα, αναλαμβάνει μεν χρέη τα τελευταία χρόνια, όπως φαίνεται από την κόκκινη καμπύλη, αλλά όχι σε επαρκή βαθμό για να καλύψει τουλάχιστον τις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών – οπότε ο δημόσιος τομέας της Γαλλίας δεν είχε άλλη επιλογή, εάν ήθελε να αποφύγει μία μόνιμη συρρίκνωση της οικονομικής της παραγωγής, από το να χρεωθεί.

Με δεδομένες τώρα τις σημερινές συνθήκες ανταγωνισμού στο διεθνές εμπόριο, οι προτάσεις επιβολής μείωσης των δαπανών στο δημόσιο, έτσι ώστε να μην αυξηθεί το έλλειμμα και εξ αυτού το χρέος της χώρας, δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν σε περιορισμό του ρυθμού ανάπτυξης της – γεγονός που θα επιδείνωνε σημαντικά τις πολιτικές συνθήκες και θα δημιουργούσε ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα στην κυβέρνηση της, αφού θα προκαλούσε κοινωνικές αναταραχές.

Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να μας προξενεί εντύπωση η επιθετική στάση του Macron, όσον αφορά τον πόλεμο της Ουκρανίας και τη Ρωσία – με την επίκληση της χρήσης του πυρηνικού δυναμικού της Γαλλίας.

Συνεχίζοντας με την Ιταλία, το πρόβλημα της αποταμίευσης του εταιρικού της τομέα είναι πολύ πιο έντονο, από ότι στη Γαλλία – ενώ τα τελευταία δέκα χρόνια ακόμη πιο σοβαρό, από ότι στη Γερμανία, όπως φαίνεται από την κόκκινη καμπύλη στο γράφημα. Ευτυχώς για τη χώρα όμως, τα ιδιωτικά νοικοκυριά της δεν είναι τόσο ένθερμοι αποταμιευτές, όπως τα γερμανικά – αφού διαφορετικά το πρόβλημα της εγχώριας αποταμίευσης, οπότε του κενού ζήτησης, θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο.

Ιταλία – Μπλε καμπύλη αποταμιεύσεις νοικοκυριών, κόκκινη επιχειρήσεων, μαύρη του κράτους και πράσινη η συμβολή του εξωτερικού.

Ακόμη καλύτερα για την Ιταλία (όχι όμως για τους εμπορικούς της εταίρους), μετά την κορύφωση της κρίσης του ευρώ κατάφερε να μετατρέψει τις ξένες χώρες σε οφειλέτες, όπως φαίνεται από την πράσινη καμπύλη – μειώνοντας κυρίως τις εισαγωγές αγαθών της. Εν τούτοις, το ιταλικό δημόσιο έπρεπε επίσης να παραμείνει στο ρόλο του οφειλέτη, για να αποφύγει μία μόνιμη ύφεση – την οποία θα προκαλούσαν αναπόφευκτα οι ιδιωτικές αποταμιεύσεις, ιδίως των επιχειρήσεων. Οι δυσκολίες αυτές της Ιταλίας που δεν μπορεί να μειώσει το χρέος της, εξηγούν την ανάλογη με τη Γαλλία επιθετική της στάση απέναντι στη Ρωσία – αν και φυσικά δεν είναι ο μοναδικός λόγος.

Συμπερασματικά εδώ, τα τρία παραπάνω παραδείγματα τεκμηριώνουν ότι, δεν μπορεί να αναλύσει κανείς αποτελεσματικά το δημόσιο χρέος ενός κράτους, χωρίς να λάβει υπ’ όψιν του τη συμπεριφορά αποταμίευσης των υπολοίπων τριών τομέων – δηλαδή των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και ιδίως του εξωτερικού.

Εκτός αυτού, όποιος επικρίνει το χρέος του κρατικού τομέα, το δημόσιο χρέος, προτείνοντας τη μείωση του, είναι υποχρεωμένος να εξηγήσει ποιος πρέπει να αναλάβει το χρέος και υπό ποιες συνθήκες – ειδικά όσον αφορά χώρες όπως η Ελλάδα, με υπερχρεωμένο δημόσιο, επιχειρήσεις και νοικοκυριά.

Πόσο μάλλον χωρίς επαρκή ανταγωνιστικότητα, για να ωθήσει το εξωτερικό στη θέση του οφειλέτη και χωρίς καν να μειώνει τις εισαγωγές της – αφού δεν μπορεί να αυξήσει τις εξαγωγές της που υποχωρούν συνεχώς τον τελευταίο χρόνο (σανίδα σωτηρίας παραμένει δυστυχώς η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού).

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, είναι αναμφισβήτητο το ότι, υπάρχει πάντα μία ορισμένη προθυμία των ιδιωτών για αποταμίευση που είναι ακόμη πιο έντονη σε περιόδους κρίσης – σημειώνοντας πως στην Ελλάδα ήταν οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών αρνητικές το τελευταίο χρονικό διάστημα (-4%), συμβάλλοντας στο ρυθμό ανάπτυξης της, όσο και αν φαίνεται παράδοξο.

Σε έναν μη υγιή ρυθμό ανάπτυξης βέβαια που στηρίζεται κυρίως στην κατανάλωση – την οποία προσπαθεί να διατηρήσει η κυβέρνηση αυξάνοντας τον κατώτατο μισθό, δίνοντας μπόνους παραγωγικότητας στους δημοσίους υπαλλήλους κλπ.

Από την άλλη πλευρά, είναι επίσης προφανές το ότι, κάθε χώρα προσπαθεί να μην περιέλθει σε ύφεση, πόσο μάλλον να μην παραμείνει μόνιμα σε αυτήν – όπως είναι αναπόφευκτο, λόγω της αποταμιευτικής συμπεριφοράς των ιδιωτών. Εάν δε παράλληλα με αυτήν την ιδιωτική τάση για αποταμίευση, προσπαθεί κάθε χώρα να μη δημιουργήσει νέα δημόσια χρέη ή ακόμη και να περιορίσει τα υφιστάμενα, τότε η μοναδική διέξοδος της είναι το εξωτερικό – η μείωση των εισαγωγών, η αύξηση των εξαγωγών και η μετατροπή των ξένων χωρών (κρατών, επιχειρήσεων ή νοικοκυριών είναι αδιάφορο), σε οφειλέτες της (η πληθωριστικοποίηση του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ, εις βάρος των Πολιτών, είναι κάτι διαφορετικό).

Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να λειτουργήσει για όλα τα κράτη, όπως είναι λογικό – ενώ εάν κανένας δεν θέλει να είναι οφειλέτης, αλλά όλοι επιδιώκουν να είναι αποταμιευτές, η οικονομία σε όλες τις χώρες συρρικνώνεται αναπόφευκτα. Απλούστατα, επειδή δεν μπορεί να υπάρξει οικονομική ανάπτυξη χωρίς χρέος – ενώ στην περίπτωση της Γερμανίας, μπόρεσε να μειώσει το δημόσιο χρέος της χωρίς να προκληθεί ύφεση, αποκλειστικά και μόνο επειδή άλλες χώρες ανέλαβαν το ρόλο του οφειλέτη (=ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους) και χρεώθηκαν αντίστοιχα.

Σήμερα όμως, ακόμη και να ήθελαν, οι περισσότερες χώρες είναι ήδη υπερχρεωμένες – σημειώνοντας ότι, τα κυβερνητικά μέτρα λιτότητας και οι απώλειες στο εξωτερικό εμπόριο, καταστρέφουν κάθε διάθεση για επένδυση. Η Ελλάδα δε αύξησε το ρυθμό ανάπτυξης της, αναλαμβάνοντας χρέος – αφού το κράτος δανείσθηκε 51,5 δις € την εποχή της πανδημίας, όπου το επέτρεψε η ΕΕ. Τα ευρωπαϊκά χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, περίπου 18 δις επιχορηγήσεις και 18 δις δάνεια, συμβάλουν στην ανάπτυξη ως χρέος, αλλά είναι πολύ λίγα – ενώ εξαρτάται πώς, πόσο γρήγορα και σε ποιους θα διατεθούν.

Όσον αφορά τη Γερμανία, εάν συνεχίσει να επιμένει στο φρένο χρέους και στην πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα, η Ευρωζώνη θα διαλυθεί ή/και η ΕΕ θα βυθιστεί σε μία τεράστια κρίση – οικονομική, κοινωνική και πολιτική, ενδεχομένως με αφετηρία τις δύο άλλες μεγάλες οικονομίες της: τη Γαλλία και την Ιταλία.

Χριστός Ανέστη στους απανταχού Έλληνες – ο Θεός να ευλογεί την Ελλάδα.

              


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading