Ο νέος γερμανικός κίνδυνος – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Ο νέος γερμανικός κίνδυνος

.

Το μεγάλο ερώτημα είναι τι θα κάνουν οι εμπορικοί εταίροι της Γερμανίας, για να αντιμετωπίσουν τη νέα μερκαντιλιστική επίθεση που θα δεχθούν τα επόμενα χρόνια – όπως φαίνεται από την οικονομική πολιτική που ανακοίνωσε η κυβέρνηση της. Εάν το αποδεχθούν σιωπηλά, όπως τα προηγούμενα χρόνια, τα γερμανικά πλεονάσματα θα υπερβούν το 10% για να στηρίξει η χώρα το ρυθμό ανάπτυξης της, από σχεδόν 7% σήμερα – χωρίς να χρησιμοποιήσει δικούς της πόρους και χωρίς να δανεισθεί, δείχνοντας παράλληλα ως ένοχους τη Ρωσία και τις ΗΠΑ, καθώς επίσης «γκρινιάζοντας» για τη δική της οικονομία. Η Γερμανία πάντως ποτέ δεν σεβάστηκε τους ευρωπαϊκούς κανόνες, ούτε πρόκειται να τους σεβαστεί, λόγω της γνωστής αλαζονείας της – ενώ το γεγονός ότι, θα επενδύσει και στον πολεμικό εξοπλισμό της, θα αυξήσει την αλαζονεία της, καθιστώντας την επί πλέον επικίνδυνη για την ειρήνη. Με τους πάντες λοιπόν επικεντρωμένους στον πόλεμο της Ουκρανίας και στη Ρωσία, κανένας δεν προσέχει τον «ελέφαντα στο δωμάτιο» – τη μοναδική χώρα που είναι υπεύθυνη για δύο παγκοσμίους πολέμους, καθώς επίσης για την πρώτη ευρωπαϊκή κρίση χρέους. Αυτό που κάνει τώρα τα πράγματα ακόμη χειρότερα είναι το ότι, τα πλεονάσματα της Γερμανίας και τα αντίστοιχα ελλείμματα των άλλων χωρών, σημαίνουν πως η Γαλλία θα έχει ακόμη λιγότερα δημοσιονομικά περιθώρια – με ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και ελλειμματικό προϋπολογισμό, καθώς επίσης με δημόσιο χρέος στο 110% του ΑΕΠ της. Εάν λοιπόν αυξηθούν τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γαλλίας ή μειωθούν ξανά τα σχετικά μικρά πλεονάσματα χωρών όπως η Ιταλία και η Ισπανία (για την Ελλάδα δεν συζητάμε καθόλου, αφού οι οικονομικοί δείκτες της δεν αντέχουν τον παραμικρό «κραδασμό»), η οικονομική επιδείνωση σε αυτές τις χώρες θα είναι πολύ μεγάλη – οπότε η Ευρωζώνη θα βυθιστεί σε μία τεράστια κρίση, χωρίς καν να συνυπολογίζουμε τον πόλεμο της Ουκρανίας.

.

Ανάλυση

Στην προηγούμενη ανάλυση μας (πηγή) τεκμηριώσαμε ότι, ένα κράτος μπορεί να βελτιώσει την εισοδηματική κατάσταση των επιχειρήσεων και την ανάπτυξη της οικονομίας του, μόνο εάν απέχει από τα «ισοδύναμα μέτρα» – όπως έχει συνηθιστεί να αποκαλούνται στην Ελλάδα από την εποχή των μνημονίων, χωρίς να γνωρίζει κανείς πως είναι εγγενώς υφεσιακά. Δηλαδή, μόνο εάν αντλήσει αυτά τα κεφάλαια δανειζόμενο από τις χρηματαγορές, αυξάνοντας το χρέος του – γεγονός που σημαίνει πως μόνο μέσω ενός υψηλότερου χρέους μπορούν να διατεθούν εκείνα τα χρήματα που δεν μειώνουν το υπόλοιπο εισόδημα αλλού, για να επιτευχθεί η βιώσιμη άνοδος του ρυθμού ανάπτυξης του.

Υπάρχει όμως μία ακόμη δυνατότητα, την οποία ελάχιστα κράτη επιλέγουν: ο μερκαντιλισμός (ανάλυση). Η μεγαλύτερη δε χώρα που την εφαρμόζει στην Ευρώπη, ήταν ανέκαθεν η Γερμανία – επίσης όμως μικρότερες, όπως η Ολλανδία, η Ελβετία, η Δανία κοκ., με κριτήριο τα τεράστια πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους.

Οφείλουμε πάντως να σημειώσουμε εδώ πως τα πλεονάσματα μίας χώρας δεν προκύπτουν μόνο από την αύξηση των εξαγωγών αλλά, επί πλέον, από τη μείωση των εισαγωγών – η οποία είναι μεταξύ άλλων το αποτέλεσμα της κατανάλωσης εγχωρίων προϊόντων, όπως έχουμε πολλές φορές επισημάνει, αναφερόμενοι στο πρόβλημα της Ελλάδας που υποφέρει συνεχώς από ένα τεράστιο εμπορικό έλλειμμα (=μειώνει το ΑΕΠ, είναι δείγμα μειωμένης ανταγωνιστικότητας κοκ.), καθώς επίσης από έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της (=αυξάνει το εξωτερικό χρέος). Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μας το 2023 είχε έλλειμμα ύψους 10,7 δις € ή 4,5% του ΑΕΠ μας – ενώ το εμπορικό 32,4 δις € ή 14,5% του ΑΕΠ.

Συνεχίζοντας φαίνεται πως η Γερμανία, επειδή εμποδίζεται από το «φρένο χρέους» που έχει θεσμοθετήσει (=ανώτατο όριο δημοσίου χρέους), οπότε δεν γίνεται και δεν θέλει να δανεισθεί για τη στήριξη των επιχειρήσεων και της οικονομίας της, επιστρέφει ξανά στην πολιτική της προσφοράς – δηλαδή, του μερκαντιλισμού (η αντίθετη είναι η πολιτική της ζήτησης τύπου Keynes).

Αυτό τουλάχιστον συμπεραίνεται από την ετήσια οικονομική έκθεση που δημοσιεύθηκε με τον τίτλο «Ώρα για μία συνολική και στοχευμένη πολιτική προσφοράς» (πηγή) – στην οποία, εάν αναζητήσει κανείς τη λέξη «ανταγωνιστικότητα», θα τη βρει 21 φορές στο κείμενο.

Το γεγονός αυτό οφείλει να απασχολήσει όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα τις ελλειμματικές όπως η Ελλάδα – αφού τα πλεονάσματα του ενός είναι ελλείμματα του άλλου στην οικονομία, οπότε πρόκειται για τη γνωστή πολιτική της «φτωχοποίησης του γείτονα» (ανάλυση) που είχε συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στη χρεοκοπία της χώρας μας. Δυστυχώς όμως, εμείς οι Έλληνες δεν αξιολογούμε σωστά τους εξωτερικούς κινδύνους της οικονομίας μας – θεωρώντας ανόητα πως όλα τα προβλήματα οφείλονται αποκλειστικά σε εμάς.

Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή της Γερμανίας αποτελεί έναν πολύ μεγάλο μελλοντικό κίνδυνο – ειδικά για τις χώρες της Ευρωζώνης και πολύ περισσότερο για την Ελλάδα. Όλα όσα ακούγονται δε περί των οικονομικών προβλημάτων της Γερμανίας που εκθειάζει ταυτόχρονα την Ελλάδα για τις επιδόσεις της, είναι ανοησίες – ανθρώπων που δυστυχώς δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες οικονομικές γνώσεις.

Η ανακατεύθυνση πάντως της Γερμανίας προς την πλευρά της προσφοράς, ήταν επιτυχημένη και τις δύο φορές που εφαρμόσθηκε στο παρελθόν – εν πρώτοις από την κυβέρνηση H. Kohl, όπου η οικονομία αναπτύχθηκε αρχικά σχετικά ασθενώς τη δεκαετία του 1980, αλλά στη συνέχεια είχε δύο πολύ ισχυρά χρόνια, ακριβώς πριν από την επανένωση της χώρας. Το ίδιο συνέβη με την «Ατζέντα 2010» που ψηφίσθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 από την κυβέρνηση Schroeder – με αποτέλεσμα να οδηγηθεί η χώρα στην κορυφή της Ευρώπης, έως την κρίση του κορωναΐού.

Αυτό που ελάχιστοι όμως γνωρίζουν είναι το ότι, στις δύο αυτές φορές που εφαρμόσθηκε η πολιτική της προσφοράς με τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, η μερκαντιλιστική καλύτερα, η Γερμανία αναπτύχθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου εις βάρος των εμπορικών της εταίρων – γεγονός που σημαίνει ότι, κάθε φορά που η χώρα προσπαθεί να αναπτυχθεί χωρίς νέο δανεισμό και χωρίς να διαθέσει δικά της χρήματα, όπως ξανά σήμερα, οι εμπορικοί της εταίροι πρέπει να λαμβάνουν αμέσως μέτρα προστασίας.

Η εποχή του H. Kohl

Περαιτέρω, στον απόηχο της «κρίσης των τιμών του πετρελαίου», στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η τότε Δυτική Γερμανία βρέθηκε αντιμέτωπη με τρομακτικούς οικονομικούς δείκτες – όπου ο ρυθμός ανάπτυξης της είχε σχεδόν μηδενισθεί, το ποσοστό ανεργίας διπλασιάσθηκε σε πρωτοφανή επίπεδα και το δημόσιο χρέος της χώρας αυξήθηκε κατά το ένα τρίτο (πηγή).

Ο τότε Γερμανός καγκελάριος λοιπόν δρομολόγησε την «πολιτική της προσφοράς», ενώ οι ΗΠΑ υπό τον R. Reagan είχαν υιοθετήσει τη δημοσιονομική στήριξη της ανάπτυξης – δηλαδή, την πολιτική της ζήτησης, μέσω της αύξησης των δαπανών του δημοσίου. Εύλογα λοιπόν τα αμερικανικά επιτόκια ήταν σχετικά υψηλά – οπότε είχε ανοίξει ο δρόμος ανάπτυξης για τη Γερμανία, στηριζόμενος στην εξωτερική ζήτηση.

Η ισοτιμία του δολαρίου αυξήθηκε από τα 1,70 μάρκα ανά δολάριο το 1980, στα 3,40 μάρκα ανά δολάριο το 1985 – δηλαδή το γερμανικό μάρκο υποτιμήθηκε κατά το εντυπωσιακό 100%, με αποτέλεσμα την άνοδο των εξαγωγών της Γερμανίας και τη μείωση των εισαγωγών, οπότε τη δημιουργία μεγάλων εμπορικών πλεονασμάτων εις βάρος των ΗΠΑ και των υπολοίπων εμπορικών εταίρων της χώρας.

Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Δυτικής Γερμανίας 1960-1991

Εκείνο το έτος, το Spiegel είχε γράψει πως οι αγορές τρελάθηκαν (πηγή) – ενώ το γεγονός αυτό ισχυροποίησε σε μεγάλο βαθμό την ανταγωνιστικότητα των γερμανικών επιχειρήσεων. Έτσι, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας, από έλλειμμα ίσο με το 2% του ΑΕΠ της το 1980, παρουσίασε πλεόνασμα 4% το 1986 (γράφημα) – φυσικά εις βάρος των άλλων χωρών.

Τότε βέβαια δεν υπήρχε το ευρώ και η Ευρωζώνη, για να καλυφθεί πίσω του η Γερμανία – οπότε οι ΗΠΑ αντέδρασαν και την ανάγκασαν, με τη στήριξη των G7, να υπογράψει τη «Συμφωνία της Plaza» (ανάλυση). Να ανατιμήσει δηλαδή το μάρκο – με αποτέλεσμα να επιστρέψει το δολάριο στην παλαιά του αξία και να μειωθούν τα πλεονάσματα της Γερμανίας (κάτι σχετικά ανάλογο είχαν κάνει οι ΗΠΑ με την Ιαπωνία, προκαλώντας τότε την κατάρρευση του χρηματιστηρίου της).

Η Ατζέντα 2010 του Schroeder

Συνεχίζοντας, η δεύτερη φορά που η Γερμανία εφάρμοσε την πολιτική της προσφοράς, ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 2000 – όταν το ισοζύγιο της ήταν χρόνια ελλειμματικό μετά τη Συμφωνία της Plaza και το κόστος της επανένωσης τεράστιο (υπολογίζεται στα 150 δις € ετήσια για δέκα χρόνια – χρήματα που στην ουσία πλήρωσαν κυρίως οι ελλειμματικές χώρες της Ευρώπης).

Εν προκειμένω, η υποτίμηση του γερμανικού μάρκου στην εποχή του H. Kohl, ήταν αμελητέα σε σύγκριση με τη μείωση μισθών που επέβαλε ο Schroeder εντός της ΕΕ – ενώ δεν ήταν σε καμία περίπτωση εις βάρος της Γερμανίας. Σημειώνουμε εδώ πως η μείωση των μισθών (=το πάγωμα τους, με την έννοια της μη αύξησης τους ανάλογα με την άνοδο της παραγωγικότητας των εργαζομένων που είναι συνάρτηση των επενδύσεων και του πληθωρισμού), λειτουργεί όπως η υποτίμηση του νομίσματος, όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα – αφού μειώνει το κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος.

Με την κατάργηση τώρα του γερμανικού μάρκου και με την υιοθέτηση του ευρώ, ήταν ορατή μόνο η ονομαστική ισοτιμία του νομίσματος της χώρας – ενώ παρέμενε αόρατη η πραγματική ισοτιμία που μετράται σε όρους κόστους εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος, δηλαδή σε ανταγωνιστικότητα.

Με απλά λόγια, το «γερμανικό ευρώ» υποτιμήθηκε σημαντικά απέναντι σε όλα τα άλλα νομίσματα, πάνω από 20% τελικά, μέσω της «μισθολογικής συγκράτησης» ή «μισθολογικού dumping» (ανάλυση) – όπως στο παράδειγμα της εσωτερικής υποτίμησης που επέβαλε η Τρόικα στην Ελλάδα, μέσω της μείωσης των ονομαστικών μισθών όμως.

Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ενωμένης Γερμανίας 1991-2023

Ως αποτέλεσμα τώρα αυτής της μη εμφανούς υποτίμησης, τα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας εκτοξεύθηκαν στα ύψη – από το -2% το 2000, στο 7% το 2007 (γράφημα). Δεν έμεινε δηλαδή στο πενιχρό 4% της δεκαετίας του 1980, αλλά υπερδιπλασιάσθηκε – φτάνοντας στο 8,6% του ΑΕΠ τα έτη 2015 και 2016. Το γεγονός αυτό που προκάλεσε τεράστια προβλήματα σε πολλές χώρες της Ευρωζώνης (θυμίζοντας ξανά πως τα πλεονάσματα του ενός είναι ελλείμματα του άλλου), αποτελούσε μαζική παραβίαση των ευρωπαϊκών κανόνων περί «υπερβολικού πλεονάσματος» – χωρίς να τιμωρηθεί ποτέ η Γερμανία.

Αφού δεν υπήρξε λοιπόν τιμωρία, λογικά τα γερμανικά πλεονάσματα εξακολουθούν να είναι τεράστια σήμερα – παρά τις ανοησίες που λέγονται περί προβλημάτων της οικονομίας της χώρας. Μειώθηκαν μόνο για λίγο σημαντικά το 2022, λόγω των αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας και των πρώτων υλών, καθώς επίσης των προβλημάτων στις αλυσίδες εφοδιασμού – αλλά το 2023 ήταν πλησίον του 7% του ΑΕΠ ή στα 280 δις €, ενώ το 2024 προβλέπονται στο 7,4% ή περί τα 300 δις €.

Όλα αυτά πάντως δεν φαίνεται να ενοχλούν το ευρωπαϊκό κοινό, παρά το ότι προκαλούν τεράστιες οικονομικές ανισορροπίες στη ζώνη του ευρώ και όχι μόνο – προφανώς επειδή ελάχιστοι γνωρίζουν τον ευρωπαϊκό κανόνα που απαγορεύει τις μεγάλες ανισορροπίες στο εξωτερικό εμπόριο, οπότε πρέπει να επιβάλλεται στη χώρα που το κάνει η «Διαδικασία Μακροοικονομικής Ανισορροπίας» (πηγή).

Αντίθετα, όλοι γνωρίζουν πόσα είναι τα όρια για τα δημόσια χρέη και τα ελλείμματα – τα γνωστά 60% και 3% του ΑΕΠ. Όταν άλλωστε ρωτήσει κανείς τον οποιοδήποτε για το ύψος των επιτρεπομένων πλεονασμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στην ΕΕ, θα αντιδράσει με έκπληξη – για να μην αναφέρουμε την παράλογη ασυμμετρία, σύμφωνα με την οποία επιτρέπονται πλεονάσματα έως 6% του ΑΕΠ, αλλά ελλείμματα μόνο έως 4%.

Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Νορβηγίας

Παραδόξως λοιπόν, ενώ όλοι γνωρίζουν ποιες χώρες παραβιάζουν τα όρια του εθνικού χρέους, όπως κυρίως η Ιταλία και η Ελλάδα, η κατάταξη των ευρωπαϊκών χωρών με τα υψηλότερα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τους είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστη. Εν προκειμένω, το 2023 η Νορβηγία είχε πλεόνασμα 17,5% του ΑΕΠ, λόγω των ορυκτών καυσίμων που διαθέτει (γράφημα), η Δανία 10%, η Ολλανδία 9% και η Γερμανία σχεδόν 7% – οπότε σε όλες αυτές τις χώρες θα έπρεπε να επιβληθούν κυρώσεις. Όλες αυτές οι χώρες βέβαια ζουν εις βάρος των άλλων, αλλά το μέγεθος της γερμανικής οικονομίας είναι τεράστιο συγκριτικά – οπότε είναι κρίσιμο, όσον αφορά τις ευρωπαϊκές ασυμμετρίες.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, το μεγάλο ερώτημα είναι τι θα κάνουν οι εμπορικοί εταίροι της Γερμανίας, για να αντιμετωπίσουν τη νέα μερκαντιλιστική επίθεση που θα δεχθούν τα επόμενα χρόνια – όπως φαίνεται από τη νέα οικονομική πολιτική που ανακοίνωσε η κυβέρνηση της (πηγή). Εάν το αποδεχθούν σιωπηλά και με την αφέλεια του μη έχοντος γνώση, όπως τα προηγούμενα χρόνια, τα γερμανικά πλεονάσματα θα υπερβούν το 10% για να στηρίξει η χώρα το ρυθμό ανάπτυξης της – χωρίς να χρησιμοποιήσει δικούς της πόρους και χωρίς να δανεισθεί, δείχνοντας παράλληλα ως ένοχους τη Ρωσία και τις ΗΠΑ, καθώς επίσης «γκρινιάζοντας» για τη δική της οικονομία.

Άλλωστε η Γερμανία ποτέ δεν σεβάστηκε τους ευρωπαϊκούς κανόνες, ούτε πρόκειται να τους σεβαστεί, λόγω της γνωστής αλαζονείας της – ενώ το γεγονός ότι, θα επενδύσει στον πολεμικό εξοπλισμό της, θα αυξήσει την αλαζονεία της, καθιστώντας την επί πλέον επικίνδυνη για την ειρήνη. Με τους πάντες επικεντρωμένους στον πόλεμο της Ουκρανίας και στη Ρωσία, κανένας δεν προσέχει τον «ελέφαντα στο δωμάτιο» – τη μοναδική χώρα που είναι υπεύθυνη για δύο παγκοσμίους πολέμους, καθώς επίσης για την πρώτη ευρωπαϊκή κρίση χρέους.

Παρεμπιπτόντως, αυτό που διαπιστώνεται είναι πως η Γερμανία υιοθετεί τη μερκαντιλιστική πολιτική της προσφοράς όταν έχει προβλήματα, ανεξάρτητα από τα κόμματα που την κυβερνούν – αφού την πρώτη φορά ήταν οι συντηρητικοί υπό τον Kohl, τη δεύτερη οι σοσιαλιστές υπό τον Schroeder και σήμερα η κυβέρνηση συνεργασίας τριών κομμάτων. Σήμερα, επειδή το οικονομικό της μοντέλο που στηριζόταν στη φθηνή ρωσική ενέργεια και πρώτες ύλες, στις εξαγωγές στην Κίνα και στη χαμηλή ισοτιμία του ευρώ, αποτελεί παρελθόν – οπότε επαναφέρει την «παλαιά, καλή συνταγή» της λεηλασίας των εταίρων της.

Αυτό που κάνει τώρα τα πράγματα ακόμη χειρότερα είναι το ότι, τα πλεονάσματα της Γερμανίας και τα αντίστοιχα ελλείμματα των άλλων χωρών, σημαίνουν πως η Γαλλία θα έχει ακόμη λιγότερα δημοσιονομικά περιθώρια – με ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και ελλειμματικό προϋπολογισμό, καθώς επίσης με δημόσιο χρέος στο 110% του ΑΕΠ της (65% η Γερμανία).

Εάν λοιπόν αυξηθούν τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γαλλίας ή μειωθούν ξανά τα σχετικά μικρά πλεονάσματα χωρών όπως η Ιταλία και η Ισπανία (για την Ελλάδα δεν συζητάμε καθόλου, αφού οι οικονομικοί δείκτες της δεν αντέχουν τον παραμικρό «κραδασμό»), η οικονομική επιδείνωση σε αυτές τις χώρες θα είναι πολύ μεγάλη – οπότε η Ευρωζώνη θα βυθιστεί σε μία τεράστια κρίση, χωρίς καν να συνυπολογίζουμε τον πόλεμο της Ουκρανίας.

Όποιος πιστεύει όμως εδώ πως αυτή η αντίφαση που ισοδυναμεί με κυνισμό εκ μέρους της Γερμανίας, το να ζει δηλαδή εις βάρος των άλλων, μπορεί να συνεχισθεί κατά βούληση, κάνει μεγάλο λάθος – αφού οι συνέπειες θα είναι η άνοδος του εθνικισμού που ευρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, με τελικό επακόλουθο την καταστροφή της ευρωπαϊκής ιδέας.

Με απλά λόγια, εάν καταστεί αδύνατη στις ελλειμματικές χώρες η σταθεροποίηση της ανάπτυξης των οικονομιών τους, μέσω ανεξάρτητων πολιτικών, οι εθνικές φυγόκεντρες δυνάμεις τελικά θα κυριαρχήσουν – με οδυνηρά αποτελέσματα που κανένας σήμερα δεν μπορεί να προβλέψει.

Πληροφορίες: Flasbek, Bundesministerium, Spiegel


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading