.
Μικρά κείμενα για τα εξής: Ο μύθος της ανόδου των ελληνικών εξαγωγών, σύστημα εσόδων-εξόδων, flat tax, η τραπεζική ληστεία συνεχίζεται, μάθημα από την ιστορία (όποιος δεν μαθαίνει από την ιστορία του, είναι αναγκασμένος να επαναλάβει τα ίδια λάθη), το βαρύ τίμημα της μονοκαλλιέργειας του τουρισμού, αγοράζω ελληνικά και το γερμανικό πρόβλημα.
.
Ο μύθος της ανόδου των εξαγωγών
Οι εξαγωγές της κάθε χώρας έχουν δύο τρόπους απεικόνισης: σε αξίες και σε ποσότητες (όγκους). Ο καλύτερος τρόπος τώρα για να διαπιστώσει κανείς εάν ήταν αυξημένες ή όχι, είναι η μελέτη των εξαγωγικών όγκων – ειδικά σε εποχές «πληθωρισμού», καθώς επίσης σημαντικής ανόδου των τιμών των καυσίμων, αφού ένα μεγάλο μέρος των εξαγωγών της Ελλάδας οφείλεται στα διυλιστήρια που το 2022 θησαύρισαν.
Για παράδειγμα, εάν εξάγουμε 100 κιβώτια με τιμή 2 €, τότε σε αξία οι εξαγωγές είναι 200 €, ενώ σε ποσότητες 100. Εάν η τιμή όμως αυξηθεί στα 6 €, τότε σε αξία είναι 600 €, αλλά σε ποσότητα ξανά 100 κιβώτια – οπότε μπορεί να αυξήθηκαν οι εξαγωγές σε αξίες, αλλά σε ποσότητες παρέμειναν σταθερές.
Στα πλαίσια αυτά, οι εξαγωγές προϊόντων της Ελλάδας σε αξίες αυξήθηκαν μεν σημαντικά στα 54,7 δις € το 2022, από 40 δις € το 2021, αλλά σε ποσότητες μόλις κατά 0,1% – με την Ελλάδα στην 22η θέση στην ΕΕ. Δηλαδή, ενώ το 2021 είχαμε εξαγωγές 100 κιβωτίων, το 2022 αυξήθηκαν μόλις στα 100,1 κιβώτια – οπότε στην ουσία η άνοδος σε αξία κατά 14,7 δις € ήταν πλασματική, με την έννοια πως οφειλόταν καθαρά στην άνοδο των τιμών και ειδικά των καυσίμων.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία για κάθε χώρα και σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα της, είναι το εμπορικό ισοζύγιο – το έλλειμμα του οποίου εκτοξεύθηκε στην Ελλάδα στα -38,3 δις € ή στο -20% του πραγματικού ΑΕΠ των 192 δις € (στο -18,4% του πληθωριστικού μας ΑΕΠ των 208 δις €). Στα επίπεδα δηλαδή του έτους χρεοκοπίας μας, του 2010 – ενώ χωρίς τα καύσιμα το εμπορικό μας έλλειμμα το 2022 ήταν -25,8 δις € ή στο -13,46% του πραγματικού ΑΕΠ κατά την ΤτΕ, όταν το 2009 ήταν στο -11,5% του ΑΕΠ (-27,5 δις €).
Όλα αυτά σημαίνουν πως η ελληνική οικονομία έχασε ξανά την ανταγωνιστικότητα της, την οποία είχε σε κάποιο βαθμό ανακτήσει εις βάρος των εργαζομένων, με τη μνημονιακή κατακόρυφη μείωση των μισθών τους – κάτι που δεν μπορεί να επαναληφθεί, αφού οι μισθοί ευρίσκονται στα κατώτερα όρια τους (περί τα 15.800 € ο μέσος μισθός στην Ελλάδα, έναντι 33.500 € του μέσου στην ΕΕ).
Η βασική αιτία είναι η μη διεξαγωγή επενδύσεων, με στόχο την άνοδο της ανταγωνιστικότητας – την οποία (μη διεξαγωγή επενδύσεων) δεν μπορούν να αναπληρώσουν πια οι εργαζόμενοι με τους μισθούς τους. Εκτός εάν βέβαια αντικατασταθούν οι Έλληνες εργαζόμενοι με φθηνούς ξένους μετανάστες – κάτι που ευρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, με πρωτοβουλία της ΝΔ που στήριξε το 41% των Πολιτών (οπότε το εγκρίνουν).
Σύστημα εσόδων-εξόδων, flat tax
Όλοι αναφέρονται στην άνοδο των φόρων (η ΝΔ με τη διατήρηση των ίδιων φορολογικών συντελεστών στις αυξημένες τιμές, με την άνοδο των αντικειμενικών αξιών κλπ.), αδιαφορώντας για τα εξής: (α) οι φόροι στην Ελλάδα είναι στο 39%, έναντι μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ στο 34%, οπότε οι Έλληνες υπερφορολογούνται – ενώ έχουμε τον υψηλότερο ΦΠΑ και ΕΦΚ στην Ευρώπη (β) οι φόροι πρέπει να μειωθούν (φτάνει πια φόροι), παράλληλα με τη βελτίωση της ανταποδοτικότητας τους που είναι απαράδεκτη και (γ) το πρόβλημα είναι η φοροδιαφυγή και το λαθρεμπόριο – από τα οποία χάνονται τεράστια ποσά που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη μείωση των φόρων.
Εν προκειμένω, σύμφωνα με τη Διεθνή Διαφάνεια, η παραοικονομία στην Ελλάδα είναι στο 25,4% του ΑΕΠ – άρα στα 52,8 δις €, με κριτήριο το (πληθωριστικό) ΑΕΠ του 2022, ύψους 208 δις €. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται από το ότι, τα δηλωθέντα εισοδήματα των Ελλήνων είναι της τάξης των 80 δις €, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση στα 139 δις € – οπότε είναι κατά 59 δις € υψηλότερη, χωρίς να υπολογισθεί εδώ η άνοδος των καταθέσεων. Από αυτά τα 52,8 δις € της φοροδιαφυγής, το δημόσιο χάνει το 28% περίπου που θα εισέπραττε, άρα περί τα 15 δις € – ενώ η παραοικονομία συνιστά αθέμιτο ανταγωνισμό, εις βάρος των έντιμων επιχειρηματιών.
Με το φορολογικό σύστημα τώρα των εσόδων-εξόδων, οι Πολίτες θα αφαιρούν από τα έσοδα τους όλα τους τα έξοδα (ενοίκιο, ΔΕΗ, τηλέφωνο, αγορές κλπ.), όπως οι επιχειρήσεις και θα φορολογούνται μόνο για αυτά που απομένουν – με έναν οριζόντιο φόρο (flat tax) ύψους 15% που θα ισχύει και για τις επιχειρήσεις. Έτσι θα κρατούν όλες τις αποδείξεις, αφού θα αφαιρούνται από τα έσοδα τους (=μισθούς, συντάξεις κλπ.) και θα περιορίζουν τους φόρους τους – οπότε θα μειωθεί κατακόρυφα η φοροδιαφυγή, ενώ οι νομοταγείς Πολίτες θα πληρώνουν λιγότερους φόρους.
Όσον αφορά το δημόσιο, θα καλύπτει τη διαφορά από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής – ενώ έτσι θα ενισχύεται επί πλέον η κατανάλωση, οπότε το ΑΕΠ, με θετικά επακόλουθα για τη σχέση χρέος/ΑΕΠ, για τις επενδύσεις λόγω αυξημένης ζήτησης κοκ. Ο φόρος εισοδήματος των φυσικών προσώπων πάντως το 2022 ήταν 11,15 δις € και των εταιριών 4,4 δις € – σημειώνοντας πως πρέπει να καταργηθεί ο ΕΝΦΙΑ αφού είναι άδικος «διπλός» φόρος και να καλυφθεί το ποσόν από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Με το νέο σύστημα θα μειωθούν μεν αυτοί οι φόροι εισοδήματος, λόγω του χαμηλότερου συντελεστή (15%) και του μικρότερου φορολογητέου εισοδήματος, αλλά η διαφορά θα καλυφθεί από το μηδενισμό της φοροδιαφυγής, από την άνοδο του ΑΕΠ κλπ. – ενώ θα υπάρξει σημαντικό φορολογικό πλεόνασμα για επενδύσεις.
Τέλος για το λαθρεμπόριο/παραοικονομία γενικά, όπου επίσης χάνει έσοδα το δημόσιο, αυτό που απαιτείται είναι η ηλεκτρονική σύνδεση όλων των συναλλαγών – από τα διυλιστήρια έως τα πρατήρια καυσίμων, από τα χωράφια έως τα καταστήματα και από τα εργοστάσια έως τους καταναλωτές.
Η τραπεζική ληστεία συνεχίζεται
Στις ελληνικές συστημικές τράπεζες η απόκλιση, η διαφορά δηλαδή μεταξύ των επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων που ήταν ήδη πάνω από 5%, αυξήθηκε τον Απρίλιο στο 5,6% – όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη ευρίσκεται στο 1,58%. Είναι δηλαδή 3,5 φορές υψηλότερη – με τις αφελληνισμένες τράπεζες να συσσωρεύουν τεράστια κέρδη χωρίς κανέναν κόπο, χρησιμοποιώντας ως άλλοθι τις απανωτές αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ.
Η αφαίμαξη των Ελλήνων καταθετών που έχασαν περί τα 18 δις € μόνο το 2022, δεν έχει προηγούμενο σε άλλη χώρα της Ευρωζώνης – με την ανοχή της κυβέρνησης που, «καθισμένη» άνετα στο 41% των εκλογών, στηρίζει επαίσχυντα το «τραπεζικό καρτέλ», χωρίς φόβο αφού είναι σίγουρη πως θα επανεκλεγεί.
Εκείνες οι τράπεζες λοιπόν που οι Έλληνες βαριά φορολογούμενοι στήριξαν με τα 44 δις των ανακεφαλαιοποιήσεων, με τα 17 δις € του αναβαλλόμενου φόρου, με τα 23 δις € του προγράμματος Ηρακλής και με το ληστρικό hive down, για να κατάσχουν και να πλειστηριάζουν τα σπίτια τους, συμμετέχοντας επί πλέον στα κερδοσκοπικά funds, στα κοράκια, έχουν αποθρασυνθεί εντελώς – όχι μόνο με τα επιτόκια αλλά, επί πλέον, με τις προμήθειες τους που είναι μακράν οι υψηλότερες στην ΕΕ, ενώ αντιμετωπίζουν τους πελάτες τους με μία απίστευτη απαξίωση!
Μάθημα από την ιστορία
«Από τις αρχές του 2000, η Ελλάδα βασίστηκε στην ανάπτυξη του ΑΕΠ, ταχύτερα από τη συσσώρευση του δημοσίου χρέους – καθώς επίσης στην πτώση των επιτοκίων που επέτρεπε στον τότε ΟΔΔΗΧ να αντικαθιστά το βραχυπρόθεσμο χρέος που έληγε, με φθηνότερο και με μακροπρόθεσμα ομόλογα.
Από το 1999 έως και το 2007, οι δύο ανωτέρω συνθήκες παρέμειναν σε ισχύ – με αποτέλεσμα το χρέος ως προς το ΑΕΠ να υποχωρήσει στο 103% το 2007, από 107% το 2001. Δυστυχώς όμως, όπως και σήμερα έτσι και τότε, η άνοδος του ΑΕΠ στηριζόταν στα ακίνητα (real estate), στον τουρισμό, σε πλασματικά μεγέθη και στην κατανάλωση – ελάχιστα στην παραγωγή. Τι ακολούθησε από εκεί και μετά είναι γνωστό».
Ερχόμενοι στη σημερινή εποχή, το συμπέρασμα είναι προφανές: Καλή η συμπίεση του spread και του κόστους δανεισμού, καθώς επίσης η μεγάλη αύξηση του ΑΕΠ, κυρίως μέσω του πληθωρισμού, στα 208 δις – η οποία επέτρεψε στο λόγο δημόσιο χρέος (355 δις €) προς ΑΕΠ να μειωθεί στο 171% το 2022, από 180% το 2019.
Αυτό όμως που τελικά μετράει είναι η μείωση του χρέους μέσω των δημοσιονομικών πλεονασμάτων, ως αποτέλεσμα της παραγωγής πλούτου και όχι της υπερφορολόγησης – όταν η Ελλάδα είχε σωρευτικά ελλείμματα (=ζημίες) μετά το 2019 πάνω από 40 δις €, μέσω των οποίων το κρατικό χρέος αυξήθηκε κατά 44 δις € μέσα σε τρία χρόνια, στα 400,3 δις € στα τέλη του 2022. Χωρίς να υπολογίζονται καν οι κρατικές εγγυήσεις των 30 δις € και το ενδοκυβερνητικό χρέος των 46,7 δις € που δεν προσμετρώνται ούτε στο δημόσιο χρέος – επί πλέον, με τεράστια ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, όπως πριν το 2009.
Όλα αυτά σημαίνουν πολύ απλά πως το αργότερο όταν ξεσπάσει η επόμενη παγκόσμια κρίση, η Ελλάδα θα επαναλάβει την ιστορία της – αφού οι κυβερνήσεις της δεν φαίνεται να μαθαίνουν από τα «λάθη» του παρελθόντος, με την ανοχή ή άγνοια κινδύνου των Πολιτών.
*Κρατικό χρέος = χωρίς τους φορείς του δημοσίου, αυτά που πράγματι χρωστάει η Ελλάδα, Δημόσιο χρέος = με τους φορείς.
Αγοράζω ελληνικά!
Το εμπορικό έλλειμμα μας που εκτινάχθηκε στα περίπου 39 δις € το 2022, δεν είναι θέμα μόνο των εξαγωγών και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας – αλλά, επίσης, των εισαγωγών. Η μείωση των εισαγωγών λοιπόν αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα μας – ενώ δεν απαιτεί καθόλου εξυπνάδα. Προϋποθέτει απλά την αγορά ελληνικών προϊόντων από τους Έλληνες – μέσω της οποίας διενεργούνται εγχώριες επενδύσεις, αυξάνεται το ΑΕΠ μας και τα έσοδα του δημοσίου.
Η στήριξη εδώ του πρωτογενούς τομέα και της μεταποίησης του από το κράτος, είναι απαραίτητη – σημειώνοντας πως είναι απαράδεκτο το ότι, δόθηκαν μόλις 183 εκ. € στους αγρότες μας, από τα 50 δις € της πανδημίας. Σε κάθε περίπτωση, ο πρωτογενής τομέας απαιτεί κεντρική κατεύθυνση, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία – ενώ έχει τεράστια περιθώρια ανάπτυξης, με κριτήριο την Ολλανδία, το Ισραήλ ή τη Ν. Ζηλανδία.
Εάν εκμεταλλευθεί η Ελλάδα τις τουριστικές επιδόσεις της, συνδέοντας τον πρωτογενή τομέα (γενικότερα την εγχώρια παραγωγή) με τον τουρισμό, μπορεί να επιτύχει θαύματα – εκτός του ότι είναι προφανώς απαράδεκτο να προσφέρουν τα ξενοδοχεία μας βουτυράκια Δανίας, μέλι Κίνας κλπ. Ο τζίρος του πρωτογενούς ύψους μόλις 8 δις € και της μεταποίησης του στα 16,6 δις € είναι εξαιρετικά χαμηλός – τεκμηριώνει όμως τις τεράστιες προοπτικές τους.
Το βαρύ τίμημα της μονοκαλλιέργειας του τουρισμού
Η σεζόν του 2023 ξεκίνησε με καλούς οιωνούς για τον τουρισμό – αν και έχουμε ήδη αναφερθεί στα προβλήματα του, με τα χαμηλότερα έσοδα του 2022 (γράφημα)παρά τις περισσότερες κλίνες, τις επενδύσεις άνω των 5 δις € κοκ. Αρκετοί πάντως αναφέρονταν σε νέο ρεκόρ προσέλευσης τουριστών και σε μεγαλύτερα έσοδα – όταν όμως σημειώνονται ήδη ρεκόρ ακυρώσεων κρατήσεων και θεαματική μείωση των Airbnb καταλυμάτων που ελπίζουμε να μη συνεχιστούν.
Προφανώς οι αιτίες είναι πολλές – όπως η ακρίβεια, το υψηλό κόστος των μεταφορικών, η άνοδος των τιμών των τουριστικών πακέτων, ακόμη και των «all-inclusive», των τιμών των διαμερισμάτων ή κατοικιών Airbnb κοκ. Το κυριότερο όμως, είναι ο ανταγωνισμός εκ μέρους των γειτονικών χωρών – όπως της Τουρκίας, λόγω της υποτίμησης του νομίσματος της που την καθιστά φθηνότερη πάνω από 30%, της Αλβανίας που έχει βελτιώσει τις εγκαταστάσεις της, ενώ είναι επίσης φθηνότερη κοκ.
Δυστυχώς ο τουρισμός είναι ένας προκυκλικός (=υπεραποδίδει σε περιόδους ανάπτυξης και υποαποδίδει σε περιόδους ύφεσης) και εντάσεως κεφαλαίου τομέας (άρα επηρεάζεται από τα επιτόκια) ο οποίος, ως εκ τούτου, είναι πολύ επικίνδυνος – ενώ δεν προσφέρει σημαντικά στην εγχώρια οικονομία, όταν δεν καλύπτει τις ανάγκες του από την εγχώρια αγορά, με αποτέλεσμα να «μεταναστεύουν» τα έσοδα του στο εξωτερικό, αυξάνοντας το εμπορικό έλλειμμα.
Ενδεχομένως λοιπόν να πληρώσουμε πολύ βαρύ τίμημα για τη μονοκαλλιέργεια του, για τη μη σύνδεση του με την εγχώρια παραγωγή, καθώς επίσης για την «παράδοση» των βασικών πυλώνων του σε ξένες χώρες – όπως στη γερμανική TUI, στην επίσης γερμανική Fraport κοκ.
Το γερμανικό πρόβλημα
Η γερμανική κυβέρνηση παρουσίασε επίσημα χθες τη στρατηγική εθνικής ασφαλείας της – η οποία τοποθετεί τη Γερμανία σταθερά σε έναν ανταγωνισμό ισχύος, εναντίον της Ρωσίας και της Κίνας, ενώ «υποτάσσει» την γερμανική κοινωνία στο σύνολο της σε μία συλλογική έννοια μίας υποτιθέμενης ασφάλειας. Όπως αναφέρει το έγγραφο, «ο πλανήτης ευρίσκεται επί του παρόντος σε μία εποχή κλιμακούμενης πολυπολικότητας – στην οποία αναδύονται νέες δυνάμεις».
Εκτός αυτού, «ενώ η Κίνα είναι ταυτόχρονα εταίρος, ανταγωνιστής και συστημικός αντίπαλος, η Ρωσία είναι η μεγαλύτερη απειλή για την ειρήνη και την ασφάλεια στην ευρωατλαντική περιοχή, για το άμεσο μέλλον» – θυμίζοντας εδώ πως ο πολυσυζητημένος γαλλογερμανικός άξονας είναι στην ουσία μύθος, αφού η Γαλλία διακατέχεται από ένα είδος συνδρόμου της Στοκχόλμης απέναντι στη Γερμανία ενώ, αντίθετα, ο γερμανοαμερικανικός άξονας είναι αυτός που «ζει και βασιλεύει».
Η γερμανική στρατηγική ασφαλείας τώρα, επιβεβαιώνει πως «το καθήκον της χώρας είναι η συνολική αναβάθμιση του στρατού της (Bundeswehr), με στόχο να καταστεί μία από τις πιο ισχυρές συμβατικές ένοπλες δυνάμεις στην Ευρώπη – καθώς επίσης να γίνει η Γερμανία στρατιωτικός κόμβος του ΝΑΤΟ».
Τέλος, το έγγραφο που εκπονήθηκε από την υπουργό εξωτερικών της χώρας (από την κυρία Baerbock που έχει εκπαιδευθεί στο «Young Global Leader» του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, όπως η προκάτοχος της κυρία Merkel), αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην ικανότητα του πληθυσμού να «αναπτύσσει την απαραίτητη ανθεκτικότητα – έτσι ώστε να είναι προετοιμασμένος ανά πάσα στιγμή να ανταποκριθεί, σε περίπτωση σύγκρουσης».
Θυμίζουν αλήθεια κάτι όλα αυτά, ειδικά μετά την οικονομική εισβολή της Γερμανίας σε πολλές χώρες της ΕΕ, κυρίως στην Ελλάδα; Δεν μπορεί να έχουμε ξεχάσει πάντως τους δύο παγκοσμίους πολέμους και την ανέκαθεν «ιδιαίτερη» σχέση της Γερμανίας με την Τουρκία – ούτε τη στήριξη της μεταπολεμικής Γερμανίας από τις ΗΠΑ, με αργότερα ρόλο της πρώτης που αποτελούσε το προπύργιο απέναντι στη Σοβιετική Ένωση, την «αστυνόμευση» της Ευρώπης. Αλήθεια, η ελληνική κυβέρνηση εντελώς τυχαία τοποθετήθηκε αρνητικά, χωρίς κανένα δικαίωμα, σε σχέση με το κατοχικό δάνειο, τις πολεμικές αποζημιώσεις και επανορθώσεις;