.
Το ιδιωτικό χρέος μας ανέρχεται στα 406,2 δις €, εκ των οποίων τα 258,4 δις € είναι ληξιπρόθεσμα. Το σημαντικότερο βέβαια είναι το ότι, το ιδιωτικό χρέος των Ελλήνων αυξήθηκε κατά 70 δις € από το 2017 – ενώ μόνο το κόκκινο κατά 36 δις €. Δεν πρόκειται για μία απίστευτα καταστροφική εξέλιξη; Από την άλλη πλευρά, είναι ντροπή να ισχυρίζεται η κυβέρνηση πως μειώθηκε το δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ – απλά και μόνο επειδή αυξήθηκε το ΑΕΠ από τον πληθωρισμό. Θα ήταν αλήθεια ικανοποιημένη, εάν ο πληθωρισμός ήταν στο 100%; Οπότε το δημόσιο χρέος μας ως προς το ΑΕΠ στο μισό και οι Πολίτες εντελώς εξαθλιωμένοι; Πώς είναι δυνατόν να μειώνεται το χρέος, όταν η κυβέρνηση προκάλεσε ζημίες στον προϋπολογισμό μας πάνω από 40 δις €, σε τρία μόλις χρόνια; Σε ποια εταιρία, για παράδειγμα, μειώνεται το χρέος της, όταν παράγει ζημίες; Τέλος, είναι αλήθεια επιτυχία να αυξάνεται το ΑΕΠ μας σωρευτικά κατά 5% σε τρία χρόνια, έχοντας στηριχθεί με 55 δις €; Ανάπτυξη με κατανάλωση και δανεικά, επίσης με δίδυμα ελλείμματα, δεν είχαμε και πριν το 2009; Πού καταλήξαμε;
.
Κοινοβουλευτική Εργασία
Όπως αναφέραμε στην επιτροπή, το σημερινό νομοσχέδιο αποτελεί μία ακόμη κύρωση φορολογικών διαδικασιών – ακολουθώντας την αντίστοιχη του κώδικα είσπραξης δημοσίων εσόδων που ψηφίσθηκε πρόσφατα.
Οι δύο αυτές κυρώσεις εφαρμόζουν το προαπαιτούμενο νούμερο 199 του Ταμείου Ανάκαμψης, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά – ενώ τα προαπαιτούμενα περιγράφονται ως ορόσημα, θυμίζοντας τη μετονομασία της Τρόικα σε Θεσμούς.
Δεν πρόκειται δηλαδή για μία εκούσια απόφαση της κυβέρνησης, αλλά για μία εντολή της ΕΕ – η οποία, εάν δεν τηρούταν, δεν θα μπορούσαν να εισπραχθούν τα χρήματα που προσφέρει το ευρωπαϊκό ταμείο.
Σε σχέση τώρα με την απλοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας που δήθεν επιδιώκεται από όλες τις κυβερνήσεις, χωρίς να επιτυγχάνεται ποτέ, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι, μεταξύ των ετών 2010 και 2016, έχουν ψηφισθεί 17 φορολογικοί νόμοι – ενώ συνολικά 37 από το 2002, σύμφωνα με τη μελέτη της Διανέοσις με τον τίτλο «Πολυνομία και κακονομία στην Ελλάδα».
Εκτός αυτών, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός τροπολογιών και υπουργικών αποφάσεων – κάτι που δεν πιστεύουμε πως θα αλλάξει, όσο κυβερνούν την Ελλάδα τα κόμματα που την κατέστρεψαν.
Παρεμπιπτόντως, σε όλες τις χώρες που οδηγήθηκαν στο ΔΝΤ, μία φορά διαδοχικά με μία μόνο εξαίρεση, ενώ η Ελλάδα είναι η μοναδική στην παγκόσμια ιστορία που της επιβλήθηκαν τρία συνεχή μνημόνια, το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα εξαφανίσθηκε εντελώς – εύλογα, αφού διαφορετικά δεν καθαρίζει η βρωμιά.
Μόνο στην Ελλάδα δεν συνέβη και παραμένουν τα ίδια κόμματα – οπότε καταλαβαίνει κανείς για ποιο λόγο συνεχίζονται και θα συνεχίζονται τα μαρτύρια των Ελλήνων.
Όσον αφορά τώρα το δεύτερο ζητούμενο, τη διαφάνεια, πώς είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς την κυβέρνηση, όταν έχει διαγραφεί ένα μεγάλο μέρος των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων προς το δημόσιο, χωρίς να έχει παρασχεθεί κάποια αιτιολόγηση;
Ειδικότερα, από τον Απολογισμό του 2019 έχουν διαγραφεί ως μη εισπράξιμες, απαιτήσεις συνολικού ύψους 100,4 δις € – οπότε οι οφειλές μειώθηκαν από τα 104,1 δις € στα 3,7 δις €, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά.
Εν προκειμένω έχουμε υποβάλει επανειλημμένα ερωτήσεις, χωρίς να πάρουμε καμία απάντηση – ενώ το ποσόν αυτό συνεχίζει να εμφανίζεται σε άλλες εκθέσεις.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με την έκθεση του γραφείου προϋπολογισμού της Βουλής, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ανέρχονται στα 112,6 δις € – ενώ στον απολογισμό της ΑΑΔΕ για το 2021, αναφερόταν παλαιό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο ύψους 107 δις € το οποίο όμως, χωρίς τα ανεπίδεκτα είσπραξης ανερχόταν στα 82,1 δις €.
Εκτός αυτού, νέο υπόλοιπο ύψους 6,3 δις €, ενώ συνολικά 86,3 δις € απαιτήσεις την 1.1.2022, χωρίς τα ανεπίδεκτα – καταθέτοντας τους αντίστοιχους πίνακες στα πρακτικά.
Πού υπάρχει αλήθεια εδώ η διαφάνεια και η απαιτούμενη συμφωνία υπολοίπων λογαριασμών, μεταξύ των διαφόρων δημοσίων υπηρεσιών; Θα ήταν λάθος να χαρακτηρίσουμε την όλη κατάσταση χαώδη;
Σχετικά τώρα με το τρίτο ζητούμενο, με την ασφάλεια Δικαίου και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, πώς θα επιτευχθούν όταν τα φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν αυξηθεί με τα μνημόνια, παρά την καταστροφή της οικονομίας μας που προκάλεσαν και την εξαθλίωση των Ελλήνων;
Εν προκειμένω, ανέρχονταν στο 19,8% του ΑΕΠ μας το 2009, έχοντας αυξηθεί το 2020 στο 24,8% – αποτελώντας ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά.
Με δεδομένο δε το ότι, το μεγαλύτερο μέρος τους προέρχεται από τον ΦΠΑ, από τους οριζόντιους, έμμεσους και άδικους φόρους καλύτερα, δεν μπορεί να αναφέρεται η κυβέρνηση σε κοινωνική δικαιοσύνη – δεν είναι σωστό να κοροϊδεύει έτσι τους Πολίτες.
Οι έλεγχοι πάντως εκ μέρους της ΑΑΔΕ δεν αποδίδουν, σύμφωνα με τον απολογισμό της από το 2021 – όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά, μαζί με τις ερωτήσεις που είχαμε υποβάλει.
Αποδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι, δεν έχουν προκύψει εισπράξεις από τις λίστες Λαγκάρντ και Μποργιανς – όπως σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Αυτό που χρειάζεται πάντως η Ελλάδα, είναι η παραγωγή πλούτου και η μείωση των φόρων – ως ποσοστό επί του ΑΕΠ φυσικά, για να γίνεται η μείωση αισθητή από όλους και όχι για όσους μπορούν να φοροαποφεύγουν νόμιμα, όπως με τα family offices που δρομολόγησε η σημερινή κυβέρνηση και τις offshores.
Θα τονίσουμε πάντως ξανά πως είναι απαράδεκτο να είναι αρμόδια για την είσπραξη των φορολογικών εσόδων της χώρας μας μία ξένη Αρχή που μας έχει επιβληθεί από τους δανειστές – μη ελεγχόμενη καν από το υπουργείο οικονομικών
Μία ανεξάρτητη Αρχή, η οποία δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα μας – ούτε προστέθηκε στην πρόσφατη αναθεώρηση του.
Η ΑΑΔΕ δηλαδή, η οποία είναι στην ουσία ο δεύτερος πυλώνας της μνημονιακής ληστείας των Ελλήνων – ενώ ο πρώτος είναι το Υπερταμείο, στο οποίο έχουν μεταφερθεί σχεδόν όλα τα περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου χωρίς καν την εκτίμηση τους, με στόχο το ξεπούλημα τους.
Συνεχίζοντας στο νομοσχέδιο ο σκοπός του, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, είναι ο εξής:
(1) Η κωδικοποίηση και η συγκέντρωση διατάξεων, σχετικά με τη διαδικασία προσδιορισμού, βεβαίωσης δηλαδή και είσπραξης των εσόδων – καθώς επίσης η καταγραφή των προστίμων.
(2) Η κατάργηση διατάξεων που έχουν αντικατασταθεί από νεότερες.
(3) Η εναρμόνιση της ορολογίας με άλλους νόμους, όπως και του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, καθώς επίσης
(4) Η αντικατάσταση διαφόρων προηγουμένων φορέων από την ΑΑΔΕ – η οποία συστάθηκε το 2016, αποτελώντας προαπαιτούμενο του τρίτου μνημονίου που ψηφίσθηκε από τα κόμματα της Τρόικας Εσωτερικού.
Συνολικά δε, το νομοσχέδιο έχει 71 άρθρα και περιλαμβάνει 13 τμήματα – τα οποία είναι τα εξής:
- Γενικές Διατάξεις
- Φορολογικό Μητρώο
- Αποδεικτικό Ενημερότητας
- Τήρηση Λογιστικών Αρχείων, Βιβλίων και Στοιχείων δηλαδή.
- Υποβολή Δηλώσεων
- Ενδοομιλικές Συναλλαγές
- Φορολογικοί Έλεγχοι
- Προσδιορισμός Φόρου
- Είσπραξη Φόρων
- Τόκοι Και Πρόστιμα
- Διαδικασίες Προσφυγής και Αμοιβαίου Διακανονισμού
- Εγκλήματα Φοροδιαφυγής – Ποινικές Κυρώσεις
- Μεταβατικές και Τελικές Διατάξεις.
Περαιτέρω, στην επιτροπή αναφερθήκαμε μόνο επιγραμματικά σε ορισμένα άρθρα, αφού αποτελούν κωδικοποίηση ήδη ισχυόντων – επικεντρώνοντας στο πώς μπορούν να σχετίζονται με τη μετάβαση στο νέο καθεστώς, υπό την ΑΑΔΕ.
Επίσης, στο πώς μπορούν να σχετίζονται με άλλες εξελίξεις, όπως με το νέο πτωχευτικό νόμο έκτρωμα που εξυπηρετεί τόσο τις εισπρακτικές εταιρίες, όσο και την ΑΑΔΕ – με τις συνοπτικές ηλεκτρονικές κατασχέσεις που δεν υπάρχουν σε καμία άλλη χώρα του πλανήτη.
Θέσαμε επίσης ερωτήσεις, όπου απαντήθηκε από τον υπουργό μόνο η μία και αναφέραμε κάποιες προβληματικές διαπιστώσεις – για παράδειγμα τις εξής:
Στο άρθρο 5, προβλέπεται πως η κοινοποίηση των εγγράφων στο φορολογούμενο γίνεται ηλεκτρονικά – κάτι που όμως είναι πολλές φορές προβληματικό.
Αναφέρεται επίσης πως με απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ, μπορεί η κοινοποίηση να γίνει με απλή επιστολή. Με ποια κριτήρια αποφασίζει; Δεν είναι εντελώς αόριστο;
Στο άρθρο 12 το προβληματικό είναι το ότι, η Φορολογική Διοίκηση χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας, μόνο εφόσον ο φορολογούμενος δεν έχει οφειλές απέναντι της, από οποιαδήποτε αιτία – ενώ έχει υποβάλει τις απαιτούμενες φορολογικές δηλώσεις των τελευταίων πέντε ετών.
Με δεδομένο όμως το μεγάλο ύψος των οφειλών, θα δημιουργεί προβλήματα – κάτι που έχουμε διαπιστώσει σε περιπτώσεις αδειών σε λαϊκές, όπου δίνονται εξαιρέσεις για τις νέες άδειες.
Παρεμπιπτόντως εδώ, ο υπουργός κατέθεσε έναν πίνακα σε μία προηγούμενη συζήτηση, σχετικό με το ιδιωτικό χρέος – όπου ανέρχεται στα 406,2 δις €, εκ των οποίων τα 258,4 δις € είναι ληξιπρόθεσμα.
Ταυτόχρονα όμως δήλωσε πως το ελληνικό ιδιωτικό χρέος προσδιορίζεται στο 125,5% του ΑΕΠ. Πώς ταιριάζουν τα δύο αυτά μεγέθη;
Το σημαντικότερο βέβαια είναι το ότι, το ιδιωτικό χρέος των Ελλήνων αυξήθηκε κατά 70 δις € από το 2017 – ενώ μόνο το κόκκινο κατά 36 δις €. Δεν πρόκειται για μία απίστευτα καταστροφική εξέλιξη;
Από την άλλη πλευρά, είναι ντροπή να ισχυρίζεται η κυβέρνηση πως μειώθηκε το δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ – απλά και μόνο επειδή αυξήθηκε το ΑΕΠ από τον πληθωρισμό.
Θα ήταν αλήθεια ικανοποιημένη, εάν ο πληθωρισμός ήταν στο 100%; Οπότε το δημόσιο χρέος μας ως προς το ΑΕΠ στο μισό και οι Πολίτες εντελώς εξαθλιωμένοι;
Πώς είναι δυνατόν να μειώνεται το χρέος, όταν η κυβέρνηση προκάλεσε ζημίες στον προϋπολογισμό μας πάνω από 40 δις €, σε τρία μόλις χρόνια; Σε ποια εταιρία, για παράδειγμα, μειώνεται το χρέος της, όταν παράγει ζημίες;
Τέλος, είναι αλήθεια επιτυχία να αυξάνεται το ΑΕΠ μας σωρευτικά κατά 5% σε τρία χρόνια, έχοντας στηριχθεί με 55 δις €; Ανάπτυξη με κατανάλωση και δανεικά, επίσης με δίδυμα ελλείμματα, δεν είχαμε και πριν το 2009; Πού καταλήξαμε;
Περαιτέρω, στο άρθρο 25 και στην παρ. 1, όπως και στο 26, είπαμε πως δίνεται υπερβολική νομοθετική εξουσιοδότηση στον Διοικητή ή σε εξουσιοδοτημένα από αυτόν όργανα που δεν διευκρινίζονται, να καθορίσουν πολύ σημαντικά ζητήματα – όπως την έγγραφη εντολή φορολογικού ελέγχου.
Τα ζητήματα αυτά, για λόγους διαφάνειας και αξιοκρατίας, θα έπρεπε να καθορίζονται μέσω της κοινοβουλευτικής οδού – οπότε προφανώς είμαστε αντίθετοι. Θα μπορούσαν αλήθεια να στοχοποιούνται άτομα και να γίνονται έλεγχοι, με απόφαση μόνο του Διοικητή της ΑΑΔΕ;
Το άρθρο 27 είναι αόριστο, ως προς τις μεθόδους έμμεσου προσδιορισμού – επίσης ως προς τον τρόπο εφαρμογής που εξαρτάται από απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ, στην παρ. 2.
Το σωστό θα ήταν, αντί για μεθόδους προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης, να υιοθετήσει η κυβέρνηση μειωμένους συντελεστές φορολογίας, με την καθιέρωση ενός απλοποιημένου και σταθερού φορολογικού συστήματος – με τη μείωση του Φ.Π.Α., με την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, των τεκμηρίων και του τέλους επιτηδεύματος, καθώς επίσης με τη διαγραφή όλων των τοκογλυφικών μνημονιακών προστίμων.
Στο άρθρο 28, δίνεται ξανά υπερβολική νομοθετική εξουσιοδότηση στο Διοικητή να καθορίσει σημαντικά ζητήματα – όπως τον προσωρινό και οριστικό διορθωτικό προσδιορισμό φόρου στους φορολογούμενους.
Εκτός αυτού, δεν προσδιορίζεται κάποιο όργανο ελέγχου για την ορθότητα των αποφάσεων του Διοικητή. Δεν πρέπει να ελέγχεται από κάποιον; Δεν ανάγεται έτσι σε απόλυτο μονάρχη;
Είναι δυνατόν να στηρίξει κανείς τέτοιες αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις; Δεν είναι ντροπή να κάνει ότι θέλει ο διοικητής της βασικότερης εισπρακτικής υπηρεσίας που ανήκει πλέον στους ξένους επιτηρητές της χώρας μας;
Στο άρθρο 59, είμαστε εναντίον της παρακράτησης φόρου – επειδή αφενός μεν στερεί ρευστότητα από τους λήπτες των αμοιβών, αφετέρου εισάγει γραφειοκρατικές υποχρεώσεις σε αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη.
Στο άρθρο 63, η ένσταση μας είναι γενικότερη. Αφορά τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα της Διεύθυνσης Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών – ιδίως την αρνητική πρόβλεψη για σιωπηρή απόρριψη.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν, ο αριθμός των ενδικοφανών προσφυγών που υποβλήθηκαν στο επτάμηνο Ιανουαρίου/Ιουλίου του 2021, ανέρχεται σε 6.777 – ενώ από αυτές, οι 3.000 απορρίφθηκαν σιωπηρά, χωρίς καν να εξεταστούν, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά.
Είναι λογικό σχεδόν οι μισές υποθέσεις να απορρίπτονται σιωπηρά; Να μη δίνεται δηλαδή καμία απάντηση στους Πολίτες;
Είναι επίσης απαράδεκτη η πρόβλεψη της παρ. 3 – περί της ουσιαστικής υποχρέωσης να καταβάλει προκαταβολικά ο ενδιαφερόμενος το 50% του αμφισβητούμενου ποσού.
Τέλος, είναι προφανής η ανάγκη επικαιροποίησης του άρθρου 66. Αυτό που θα μπορούσαμε όμως να πούμε, επειδή παρατηρείται συχνά στα Δικαστήρια, είναι το γεγονός ότι ευρίσκονται κατηγορούμενοι για λήψη εικονικών φορολογικών παραστατικών και επιχειρηματίες που δεν έχουν εμπλοκή στις συγκεκριμένες υποθέσεις – χωρίς να γνωρίζουν καν για τις συγκεκριμένες συναλλαγές.