Η αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ και το ΤΡΙ – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Η αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ και το ΤΡΙ

.

Αμέσως μετά τις ανακοινώσεις της ΕΚΤ, τα επιτόκια του δεκαετούς ομολόγου μας υποχώρησαν κατά σχεδόν 10% στο 3,27% τώρα – ενώ της Ιταλίας μόλις κατά 4% στο 3,43% προφανώς λόγω της πολιτικής κρίσης, μετά την παραίτηση του Draghi. Όπως όμως συχνά συμβαίνει, ο αρχικός ενθουσιασμός των αγορών υποχωρεί μετά από μερικές ημέρες, όταν αναλύουν καλύτερα τις δηλώσεις – οπότε είναι ακόμη πολύ ενωρίς για συμπεράσματα.  Σε κάθε περίπτωση, οι μεγάλοι κερδισμένοι από την άνοδο των επιτοκίων θα είναι οι τράπεζες – οι οποίες θα αυξήσουν τα έσοδα τους από τόκους πάνω από 500 εκ. €. Τα 500 αυτά εκ. € θα επιβαρύνουν όλους εκείνους τους δανειολήπτες που έχουν δάνεια με κυμαινόμενα επιτόκια (εννέα στους δέκα) – ενώ θεωρείται πως η Εθνική θα ωφεληθεί με 80 εκ. € ετήσια, η Alpha με 70 εκ. €, η Eurobank με 230 εκ. € και η Πειραιώς με περίπου 260 εκ. €. Προφανώς η εξέλιξη αυτή θα μειώσει το ρυθμό ανάπτυξης και θα αυξήσει τα κόκκινα δάνεια/χρέη – πόσο μάλλον συνδυασμό με τις επιδράσεις των αυξημένων τιμών της ενέργειας που φτωχοποιούν σταδιακά την πλειοψηφία του πληθυσμού, οδηγώντας σε περιορισμό της ζήτησης/κατανάλωσης.   

.

Ανάλυση

Όπως ήταν αναμενόμενο, η ΕΚΤ αποφάσισε να αυξήσει τα επιτόκια της κατά 0,50% για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό – σύμφωνα με τις δικές της απόψεις ή/και πιέσεις των χωρών του ευρωπαϊκού βορά. Αποφάσισε επίσης να δρομολογήσει το ειδικό «εργαλείο» εναντίον του κατακερματισμού των επιτοκίων στα ομόλογα των χωρών μελών – το Transmission Protection Instrument ή TPI, στο οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί (ανάλυση), ενώ θυμίζει σε μεγάλο βαθμό το OMT του 2012 (Outright Monetary Transactions) που τότε δεν είχε χρησιμοποιήσει καμία χώρα, αφού προϋπέθετε μνημόνια.

Στην ουσία οι χώρες του βορά αποδέχθηκαν το ΤΡΙ, με αντάλλαγμα τη μεγαλύτερη αύξηση των επιτοκίων – ενώ το μέλλον θα δείξει πώς θα απαιτήσουν να χρησιμοποιηθεί. Η  δήλωση  τώρα της ΕΚΤ ήταν περιληπτικά η εξής:

«Η οικονομική δραστηριότητα στην Ευρωζώνη επιβραδύνεται – ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί μόνιμο «βαρίδι» στην ανάπτυξη. Οι επιχειρήσεις είναι αντιμέτωπες με υψηλότερα κόστη, καθώς επίσης με διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Οι προοπτικές για το 2ο εξάμηνο του 2022 είναι «συννεφιασμένες» – αν και, σύμφωνα με το βασικό σενάριο, δεν προβλέπεται ύφεση.

Οι παγκόσμιες τιμές στην ενέργεια μπορεί να μείνουν σε υψηλά επίπεδα βραχυπρόθεσμα – ενώ οι πληθωριστικές πιέσεις εξαπλώνονται σε ολοένα και περισσότερους τομείς. Ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε ανεπιθύμητα υψηλά επίπεδα, για κάποιο διάστημα – ενώ ένα μέρος των ανοδικών πιέσεων στις τιμές, οφείλεται στο πιο αδύναμο ευρώ.

Η αύξηση των επιτοκίων κατά 0,50% είναι δικαιολογημένη, λόγω της ανόδου του πληθωρισμού, καθώς επίσης της απόφασης να λανσαριστεί το «νέο εργαλείο» κατά του κατακερματισμού (TPI) – το οποίο επέτρεψε την πραγματοποίηση μεγαλύτερης του 0,25% αύξησης επιτοκίων.

Σχετικά με τη λειτουργία του TPI, όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης είναι επιλέξιμα – ενώ θα είναι στη διακριτική ευχέρεια των κυβερνήσεων τους να αποφασίσουν εάν θα υποβάλουν αίτημα για τη χρησιμοποίησή του. Μόνο η ΕΚΤ θα αποφασίζει αν το αίτημα θα γίνεται δεκτό – ενώ οι γενικές προϋποθέσεις για την υπαγωγή ενός κράτους μέλους στο ΤPI, είναι οι εξής τέσσερις:

(α) Η συμμόρφωση τους με τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ – δηλαδή να μην ευρίσκεται μια χώρα σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος ή να μην έχει κριθεί ότι δεν κατόρθωσε να δράσει (συμμορφωθεί) μετά από σύσταση της Κομισιόν, σύμφωνα με όσα προβλέπει το άρθρο 126.

(β) Η έλλειψη σοβαρών μακροοικονομικών ανισορροπιών.

(γ) Η δημοσιονομική βιωσιμότητα, όπου η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους θα λαμβάνει υπόψη τις εκτιμήσεις της Τρόικα: της ΕΚΤ, του ESM και του ΔΝΤ.

(δ) Οι συνετές και βιώσιμες μακροοικονομικές πολιτικές που θα ευθυγραμμίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Το TPI θα ενεργοποιείται για την αντιμετώπιση ανεπιθύμητων δυνάμεων στην αγορά που θέτουν σε κίνδυνο τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής – ενώ η ΕΚΤ θα προβαίνει σε αγορές χρεογράφων ενός συγκεκριμένου κράτους μέλους που βιώνει μια επιδείνωση των χρηματοδοτικών συνθήκων που δεν δικαιολογούνται από τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη του.

Ο στόχος θα είναι να αντιμετωπίσει η ΕΚΤ τους κινδύνους για το μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής, στο βαθμό που κρίνεται αναγκαίος – ενώ το μέγεθος των αγορών θα εξαρτάται από το πόσο σοβαροί είναι οι κίνδυνοι για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής. Τέλος, οι αγορές θα τερματίζονται είτε όταν διαπιστώνεται μια σταθερή βελτίωση στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής, είτε όταν κρίνεται πως οι υφιστάμενες εντάσεις οφείλονται στα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη του κράτους μέλους».

.

Εξαιρώντας τώρα τις προβλέψεις της ΕΚΤ, αφού σχεδόν ποτέ δεν ήταν σωστές, αναφέρει ξεκάθαρα πως για τη χρησιμοποίηση του ΤΡΙ θα πρέπει να υποβάλουν αίτημα τα κράτη μέλη – όπου η ΕΚΤ θα αποφασίζει εάν το αποδέχεται, με τα κριτήρια που αναγράφει και τα οποία ευρίσκονται στη διακριτική της ευχέρεια να τα εκτιμήσει. Ως εκ τούτου, δεν είναι παράλογο να το παρομοιάσει κανείς με το ΟΜΤ – ενώ σημαντικό κριτήριο είναι η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους που θα εκτιμάει η Τρόικα.

Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, το δημόσιο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε κατά 13,5 δις € το πρώτο τρίμηνο του 2022, σε σχέση με το αντίστοιχο του 2021 – από τα 344,24 δις € στα 357,66 δις € (197% του ΑΕΠ του 2021). Του Κεντρικού Κράτους δε, όπου αναγράφονται αυτά που οφείλει πραγματικά η χώρα και στα οποία πληρώνονται τόκοι, έφτασε στα 397 δις € – στο 217% του ΑΕΠ του 2021 (181 δις €), χωρίς να συμπεριλάβουμε το κρυφό χρέος από τις εγγυήσεις του δημοσίου, ενώ ειδικά όσον αφορά τις τράπεζες τις εγγυήσεις για τα προγράμματα Ηρακλής.

Την ίδια στιγμή το εμπορικό έλλειμμα του πρώτου πενταμήνου του 2022, εκτοξεύθηκε στα 14,7 δις € (πηγή) – ενώ το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που συμπεριλαμβάνει τον τουρισμό, εκτινάχθηκε στα 10,1 δις €, εις βάρος του εξωτερικού χρέους που έχει υπερβεί ήδη τα 560 δις €!

Τεκμηριώθηκε λοιπόν ακόμη μία φορά πως όσο πιο υψηλός είναι ο ρυθμός ανάπτυξης, τόσο μεγαλύτερα τα ελλείμματα στα ισοζύγια μας, λόγω της αποψίλωσης του παραγωγικού μας ιστού και της ανόδου  των εισαγωγών – οπότε η ανάπτυξη αυτή, βασισμένη στην κατανάλωση με δανεικά όπως πριν το 2009, δεν είναι βιώσιμη και η οικονομία μας δεν είναι οχυρωμένη.

Στα πλαίσια αυτά, δεν είναι δυνατόν να θεωρείται πως τα θεμελιώδη οικονομικά μας μεγέθη είναι δικαιολογημένα, ούτε πως το δημόσιο χρέος μας βιώσιμο, πόσο μάλλον με το κόκκινο ιδιωτικό στα ύψη – οπότε στην ουσία η ενδεχόμενη χρήση του «νέου εργαλείου» της ΕΚΤ εκ μέρους μας, θα είναι συνώνυμη με ένα πέμπτο μνημόνιο. Ας μην ξεχνάμε δε το ότι, η κυβέρνηση οφείλει να ολοκληρώσει ακόμη 22 προαπαιτούμενα της Ενισχυμένης Εποπτείας – όπως ονομαζόταν το 4ο μνημόνιο.

Εν τούτοις, αμέσως μετά τις ανακοινώσεις της ΕΚΤ, τα επιτόκια του δεκαετούς ομολόγου μας υποχώρησαν κατά σχεδόν 10% στο 3,27% τώρα – ενώ της Ιταλίας μόλις κατά 4% στο 3,43% προφανώς λόγω της πολιτικής κρίσης, μετά την παραίτηση του Draghi. Όπως όμως συχνά συμβαίνει, ο αρχικός ενθουσιασμός των αγορών υποχωρεί μετά από μερικές ημέρες, όταν αναλύουν καλύτερα τις δηλώσεις – οπότε είναι ακόμη πολύ ενωρίς για συμπεράσματα.

Σε κάθε περίπτωση, οι μεγάλοι κερδισμένοι από την άνοδο των επιτοκίων θα είναι οι τράπεζες – οι οποίες θα αυξήσουν τα έσοδα τους από τόκους πάνω από 500 εκ. €. Τα 500 αυτά εκ. € θα επιβαρύνουν όλους εκείνους τους δανειολήπτες που έχουν δάνεια με κυμαινόμενα επιτόκια (εννέα στους δέκα) – ενώ θεωρείται πως η Εθνική θα ωφεληθεί με 80 εκ. € ετήσια, η Alpha με 70 εκ. €, η Eurobank με 230 εκ. € και η Πειραιώς με περίπου 260 εκ. €.

Προφανώς η εξέλιξη αυτή θα μειώσει το ρυθμό ανάπτυξης και θα αυξήσει τα κόκκινα δάνεια/χρέη – πόσο μάλλον συνδυασμό με τις επιδράσεις των αυξημένων τιμών της ενέργειας που φτωχοποιούν σταδιακά την πλειοψηφία του πληθυσμού, οδηγώντας σε περιορισμό της ζήτησης/κατανάλωσης.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα του κρατικού προϋπολογισμού, το έλλειμμα ή το πλεόνασμα δηλαδή, δεν είναι υπό τον έλεγχο της εκάστοτε κυβέρνησης – όσο παράδοξο και αν ακούγεται κάτι τέτοιο, από τους μη γνώστες των οικονομικών. Αντίθετα, πρόκειται για ένα ενδογενές αποτέλεσμα που καθορίζεται από έναν συνδυασμό

(α) των κυβερνητικών αποφάσεων πολιτικής διακριτικής ευχέρειας που όμως στην Ελλάδα προϋποθέτει τη συμφωνία των δανειστών και

(β) της συμπεριφοράς δαπανών και καθαρής αποταμίευσης του μη κυβερνητικού τομέα – δηλαδή του εγχωρίου ιδιωτικού τομέα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών τραπεζών, καθώς επίσης του τομέα του εξωτερικού.

Στα πλαίσια αυτά, τα επαρκώς υψηλά πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, προσφέρουν τη δυνατότητα στον κρατικό τομέα μίας χώρας να πραγματοποιήσει πλεονάσματα στον προϋπολογισμό – χωρίς να υπονομεύει τις επιθυμίες καθαρής αποταμίευσης του εγχωρίου ιδιωτικού τομέα στο σύνολο του.

Η κατάσταση αυτή όμως είναι εντελώς διαφορετική, σε μία χώρα με έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της – όπως η Ελλάδα. Μία τέτοια χώρα μπορεί να επιτύχει τότε μόνο ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, εάν αποδεχθεί ένα χρηματοοικονομικό έλλειμμα του εγχωρίου ιδιωτικού τομέα – το ποσόν του οποίου αντιστοιχεί επακριβώς στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το πρόβλημα εδώ είναι το ότι, αν και μπορεί να διατηρηθεί αυτή η κατάσταση για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, δεν είναι βιώσιμη – γεγονός που συνιστά ένα ακόμη πρόβλημα της Ελλάδας.

Από την άλλη πλευρά, με δεδομένο το ότι οι διακριτικές αλλαγές της δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να είναι επίσης αντικυκλικές, δηλαδή να αυξάνονται οι δαπάνες/μειώνονται οι φόροι σε εποχές ύφεσης και το αντίθετο, το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα πρέπει να αυξάνεται όταν μειώνεται η παραγωγή και αντίστροφα. Εν προκειμένω, όπως συνέβη με τα μνημόνια, το χειρότερο που μπορεί να κάνει μία κυβέρνηση είναι να μειώσει τις δαπάνες ή/και να αυξήσει τους φόρους για να περιορίσει το έλλειμμα της, όταν για οποιονδήποτε λόγο οι δαπάνες του ιδιωτικού τομέα επιβραδύνονται – ενώ η Οικονομία κατευθύνεται στην ύφεση.

Το καθοδικό σπιράλ του θανάτου της ύφεσης

Σε μία τέτοια κατάσταση, τα μέτρα λιτότητας δεν βοηθούν την αποφυγή μίας ύφεσης που θέτει σε λειτουργία το καθοδικό σπιράλ του θανάτου (γράφημα) – αλλά απλά επιδεινώνουν και διαβρώνουν περαιτέρω την εμπιστοσύνη του ιδιωτικού τομέα. Εν τούτοις, όταν μία χώρα είναι υπερχρεωμένη, με δίδυμα ελλείμματα και με δίδυμα χρέη όπως η Ελλάδα, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τέτοιες συνθήκες – οπότε αργά ή γρήγορα οδηγείται σε αδιέξοδα.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.