Η δεξιά στροφή της Γαλλίας – The Analyst
ΔΙΕΘΝΗ

Η δεξιά στροφή της Γαλλίας

.

Η Κομισιόν δεν προσπάθησε ποτέ σοβαρά να καταστήσει υπεύθυνες τη Γερμανία και την Ολλανδία, για την κατάφωρη παραβίαση των γραπτών και άγραφων κανόνων της νομισματικής ένωσης – οπότε είναι λογικό να έχουμε αυτά τα εκλογικά αποτελέσματα στη Γαλλία, αφού οι Πολίτες της αναζητούν τρόπους αντίδρασης. Το ίδιο θα συνέβαινε και στην Ιταλία, εάν δεν είχε αναλάβει την ηγεσία της χώρας ο M. Draghi – ενώ μπορεί μεν να κέρδισε τελικά ο νεοφιλελεύθερος Macron, αλλά ο κίνδυνος να ξεσπάσουν κοινωνικές εξεγέρσεις είναι μεγαλύτερος από ποτέ.

.

Άποψη

Ο Macron εφαρμόζει στη Γαλλία μία ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική, εξαιρετικά συντηρητικού τύπου – οπότε θα περίμενε κανείς πως θα η αντιπολίτευση του θα ήταν κεντρώα ή/και αριστερή. Εν τούτοις, ο βασικός ανταγωνιστής του είναι το κόμμα της Marine Le Pen – το οποίο ευρίσκεται στα δεξιά του, θεωρούμενο ριζοσπαστικά εθνικιστικό.

Εάν τώρα κάποιος είχε προβλέψει πριν από δέκα χρόνια πως θα σχηματιζόταν ένα νέο κίνημα, ακόμη πιο εθνικιστικό στα δεξιά της Le Pen, θα συμπέραινε πιθανότατα πως θα μπορούσε να τη βλάψει – αφαιρώντας της εκλογικά ποσοστά και διαιρώντας την. Ως εκ τούτου, οι πιθανότητες της να βρεθεί στο δεύτερο γύρο των εκλογών, πόσο μάλλον να εκλεγεί πρόεδρος, θα μειωνόταν δραστικά.

Εν τούτοις, στις πρώτες εκλογές δεν συνέβη το αυτονόητο – παρά το ότι το ακροδεξιό κόμμα του E. Zemmour κέρδισε το 7,1% των ψήφων. Ένα μεγαλύτερο ποσοστό δηλαδή, από τα δύο κόμματα μαζί που κυριαρχούσαν στη Γαλλία για πολλές δεκαετίες – από τους σοσιαλιστές που πήραν μόλις 1,8% και από τους συντηρητικούς Ρεπουμπλικάνους (4,8%). Εάν προσθέσει κανείς εδώ τον N.D. Aignan που πήρε το 2,1% με ένα έντονα αντιευρωπαϊκό πρόγραμμα, θα συμπληρωθεί η εικόνα – θυμίζοντας πως, παρ’ όλα αυτά, η Le Pen πήρε το 23,1% των ψήφων, ενώ ο αριστερός  J.L. Melancon το απροσδόκητα υψηλό 21,9%.

Η εξέλιξη του πληθωρισμού στη Γαλλία

Με κριτήριο τα παραπάνω, διαπιστώνεται μία έντονα δεξιά στροφή της Γαλλίας – στην ουσία η ύπαρξη δύο μεγάλων μετώπων που ευρίσκονται και τα δύο στη δεξιά πλευρά του πολιτικού φάσματος. Όσον αφορά δε το θέμα που κυριάρχησε στην προεκλογική περίοδο, σχεδόν τα πάντα περιστρεφόταν γύρω από την «αγοραστική δύναμη» των νοικοκυριών – χωρίς ακόμη να έχει διαδραματίσει ιδιαίτερο ρόλο η ακρίβεια, αφού στο παρελθόν ήταν ακόμη σχετικά περιορισμένη (γράφημα).

Εν προκειμένω, οι υποψήφιοι υπερθεμάτιζαν ο ένας τον άλλο, σε προτάσεις που είχαν σχέση με την αναίρεση αυτών που συνέβησαν τα τελευταία πέντε έως δέκα χρόνια – όπου τα γαλλικά νοικοκυριά είχαν πολύ μικρές ονομαστικές αυξήσεις στα εισοδήματα τους και δεν έχασαν σε πραγματικούς όρους, απλά και μόνο επειδή οι τιμές αυξήθηκαν ακόμη λιγότερο.

Η αιτία αυτών των μικρών ονομαστικών αυξήσεων, ήταν η επιμονή του Macron να καταστήσει την οικονομία της Γαλλίας περισσότερο ανταγωνιστική – στα πλαίσια του νεοφιλελεύθερου μοντέλου που υπηρετεί. Αυτό ακριβώς αναφέρει η ευρωπαϊκή επιτροπή, στην τελευταία λεπτομερή έκθεση της για τη Γαλλία, το 2017 – γράφοντας μεταξύ άλλων τα εξής (πηγή):

«Το ονομαστικό κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος έχει επιβραδυνθεί σημαντικά, αυξάνοντας μόλις κατά 1,4% την τριετία έως το 2016 – αντανακλώντας τη μέτρια δυναμική των μισθών, εν μέσω μιας συνεχιζόμενης ύφεσης στην αγορά εργασίας και μέτρων για τη μείωση του κόστους εργασίας. Οι κατώτατοι μισθοί έχουν αυξηθεί λιγότερο από το μέσο μισθό – με αποτέλεσμα η ανταγωνιστικότητα του κόστους να βελτιώνεται, ακόμη και αν οι προηγούμενες «ζημίες» δεν έχουν ακόμη ανακτηθεί πλήρως.

Η ανταγωνιστικότητα κόστους θα πρέπει να συνεχίσει να βελτιώνεται σταδιακά, επειδή  η δυναμική των μισθών παραμένει μέτρια. Ωστόσο, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας παραμένει χαμηλότερη, τόσο από τις μακροπρόθεσμες τάσεις όσο και από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ – αποτρέποντας την ταχύτερη ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητας κόστους».

Σύμφωνα με τις υποδείξεις λοιπόν της Κομισιόν, θα έπρεπε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της Γαλλίας, μέσω της πίεσης των μισθών – εις βάρος δηλαδή των εργαζομένων, όπως συνέβαινε ήδη από το 2011 στη Γαλλία, όπου οι πραγματικοί μισθοί μειώνονταν συνεχώς (γράφημα). Στην ουσία βέβαια, το ζητούμενο αυτών των πολιτικών είναι η μείωση της εγχώριας ζήτησης για να ενισχυθεί η εξωτερική ζήτηση – οπότε να βελτιωθεί το εμπορικό ισοζύγιο.

Η εξέλιξη των πραγματικών μισθών στη Γαλλία

Από την άλλη πλευρά όμως, τα ανταγωνιστικά προβλήματα της Γαλλίας οφείλονται κυρίως στην πολιτική του μερκαντιλισμού που υιοθέτησαν η Γερμανία και η Ολλανδία, μετά την είσοδο τους στην Ευρωζώνη – με στόχο να αποσπάσουν μερίδια της διεθνούς αγοράς από τις άλλες χώρες της ΟΝΕ. Επίσης στο ότι, με τη βοήθεια του μισθολογικού dumping που υιοθέτησαν, έλυσαν τα προβλήματα της αγοράς εργασίας τους εις βάρος των άλλων – ενώ ειδικά η Γαλλία προσάρμοζε ανέκαθεν την εξέλιξη των μισθών της στο ρυθμό πληθωρισμού που επιθυμούσε η ΕΚΤ, από το ξεκίνημα του ευρώ (2%).

Δυστυχώς όμως, η Κομισιόν δεν προσπάθησε ποτέ σοβαρά να καταστήσει υπεύθυνες τη Γερμανία και την Ολλανδία, για την κατάφωρη παραβίαση των γραπτών και άγραφων κανόνων της νομισματικής ένωσης – οπότε είναι λογικό να έχουμε αυτά τα εκλογικά αποτελέσματα στη Γαλλία, αφού οι Πολίτες της αναζητούν τρόπους αντίδρασης. Το ίδιο θα συνέβαινε και στην Ιταλία, εάν δεν είχε αναλάβει την ηγεσία της χώρας ο M. Draghi – ενώ μπορεί μεν να κέρδισε τελικά ο νεοφιλελεύθερος Macron, αλλά ο κίνδυνος να ξεσπάσουν κοινωνικές εξεγέρσεις είναι μεγαλύτερος από ποτέ.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.