Ο πατριωτικός φιλελευθερισμός – The Analyst
Σχολιασμός Επικαιρότητας

Ο πατριωτικός φιλελευθερισμός

.

Η συγκεκριμένη πολιτική απαιτεί μία σειρά μεταρρυθμίσεων που αυξάνουν την οικονομική δύναμη των εγχωρίων επιχειρήσεων αγαθών και υπηρεσιών, καθώς επίσης των εργαζομένων. Μεταξύ άλλων απαιτείται η διενέργεια δημοσίων επενδύσεων – ενώ έτσι θα προέκυπτε μία εναλλακτική δυνατότητα, αντίθετη με την πολιτική της προσφοράς που επικρατεί παγκοσμίως. Θα ήταν δε πλησιέστερη στη χρυσή εποχή του 1950 και στην πολιτική της ζήτησης του Keynes, ενώ θα μπορούσαν να αποφευχθούν οι δυσλειτουργίες της (υπερπληθωρισμός) – οι οποίες προήλθαν κυρίως από το ότι, το δημόσιο δεν αποχώρησε ως όφειλε από τον ιδιωτικό τομέα, όταν ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν υψηλός.

 .

Ανάλυση

Εισαγωγικά, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 τελείωσε η εποχή της εθνικής οικονομικής πολιτικής, με αιτία τη δημιουργία υψηλού πληθωρισμού – ως αποτέλεσμα λανθασμένων μακροοικονομικών αποφάσεων. Μία από αυτές ήταν η έντονα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική (=υψηλές δημόσιες δαπάνες) εκ μέρους των κυβερνήσεων στα πλαίσια του πελατειακού κράτους (στις Η.Π.Α. κυρίως λόγω των αναγκών χρηματοδότησης των πολέμων του Βιετνάμ), ενώ μία δεύτερη οι υπερβολικές απαιτήσεις των εργαζομένων.

Ειδικότερα, λόγω των λανθασμένων μακροοικονομικών πολιτικών, η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική οδηγούσε περισσότερο σε τιμολογιακά αποτελέσματα και λιγότερο σε ποσοτικά. Με απλά λόγια, αυξάνονταν οι μισθοί και οι τιμές των εμπορευμάτων, αλλά δεν παράγονταν περισσότερα για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση – οπότε προκαλούταν μεγάλος πληθωρισμός.

Το πρώτο θύμα αυτής της λανθασμένης μακροοικονομικής πολιτικής των Η.Π.Α. ήταν η κατάρρευση του συστήματος του «Bretton-Woods» – επειδή οι σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες θα προκαλούσαν τη διάχυση του υψηλού αμερικανικού πληθωρισμού στις άλλες χώρες. Εν προκειμένω, ούτε οι Η.Π.Α. ήθελαν να παραιτηθούν από την εθνική τους οικονομική πολιτική, ούτε οι άλλες χώρες αποδεχόταν τις ονομαστικές ανατιμήσεις των νομισμάτων τους – οι οποίες ήταν απαραίτητες στην υπερδύναμη, αφενός μεν για να καταπολεμήσει τον υψηλό πληθωρισμό, αφετέρου την πραγματική ανατίμηση του δολαρίου, ως αποτέλεσμα της αντιπληθωριστικής αύξησης των επιτοκίων.

Για παράδειγμα, η Γερμανία δεν αποδεχόταν την ανατίμηση του μάρκου, για να υποτιμηθεί το δολάριο παρά την αύξηση των επιτοκίων εκ μέρους της Fed – επειδή δεν ήθελε να έχει ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, ούτε να δημιουργηθεί πληθωρισμός στο εσωτερικό της (αντίθετα η Ιαπωνία, η οποία είχε μεγάλα πλεονάσματα με τις Η.Π.Α. όπως η Κίνα σήμερα, υποχρεώθηκε αργότερα να το κάνει – με αποτέλεσμα να καταρρεύσει το χρηματιστήριο της και να βυθιστεί στον αποπληθωρισμό, από τον οποίο δεν έχει ακόμη ξεφύγει).

Ως εκ τούτου, οι δυτικές οικονομίες υιοθέτησαν το 1973 τις ευέλικτες συναλλαγματικές ισοτιμίες, αντί τις σταθερές του συστήματος του «Bretton–Woods» – πόσο μάλλον αφού οι Η.Π.Α. κατάργησαν μονομερώς τον κανόνα του χρυσού το 1971, τυπώνοντας έκτοτε χρήματα κατά το δοκούν.

Εν τούτοις, ο αμερικανικός πληθωρισμός δεν σταμάτησε. Αντίθετα, οι δύο πετρελαϊκές κρίσεις (1973/74 και 1979/80) ενέτειναν το πληθωριστικό πρόβλημα – το οποίο τελικά καταπολεμήθηκε με την απόσυρση της εγγύησης του κράτους, όσον αφορά την πλήρη απασχόληση των εργαζομένων. Αυτό συνέβη το 1979, όπου η κεντρική τράπεζα υιοθέτησε ως πρώτη προτεραιότητα της τη σταθερότητα των τιμών, αντί την πλήρη απασχόληση – έχοντας βιώσει τη μεγαλύτερη ύφεση μετά τον 2ΠΠ.

Έκτοτε έχει επικρατήσει η καινούργια νομισματική συναίνεση, όπου η βασική ευθύνη της Fed είναι η σταθερότητα των τιμών – ενώ, εκτός αυτού, η δημοσιονομική πολιτική δεν αντιμετωπίζεται ως ένα εργαλείο σταθεροποίησης της οικονομίας, αλλά ως ένα μέσον για τη μακροπρόθεσμη εξασφάλιση της ανάπτυξης, μέσω των διαρθρωτικών αλλαγών (όπως αυτές που απαιτούνται τα τελευταία χρόνια από την Ελλάδα).

Έτσι καταργήθηκε ένα ακόμη θεμελιώδες στοιχείο της πολιτικής του Keynes – έχοντας αντικατασταθεί από τις μειώσεις των φόρων για τις επιχειρήσεις, καθώς επίσης από την πλήρη αποχώρηση του δημοσίου από την οικονομία (ακραίος νεοφιλελευθερισμός). Εν προκειμένω, με τη μορφή της απελευθέρωσης της αγοράς και των ιδιωτικοποιήσεων πολλών κλάδων – οι οποίοι ήταν κυρίως υπό την επιρροή του κράτους, μεταξύ των ετών 1933 και 1980.

Στα πλαίσια αυτά, οι ομοιότητες των συνθηκών που επικρατούσαν στις αρχές τις δεκαετίας του 1970 με τις σημερινές, είναι φανερές – ιδιαίτερα όσον αφορά την κρίση στον τομέα της ενέργειας, με τις τιμές στα ύψη, τον πληθωρισμό που δημιουργείται κοκ.

Η μεγάλη όμως διαφορά εκείνης της εποχής με το σήμερα είναι η υπερχρέωση κρατών, επιχειρήσεων, τραπεζών και νοικοκυριών – όπου, εάν επιδιωχθεί η καταπολέμηση του πληθωρισμού με τον περιορισμό της ρευστότητας και με τα υψηλά επιτόκια όπως τότε, θα ακολουθήσουν μαζικές χρεοκοπίες. Το γεγονός αυτό σημαίνει πως ο πλανήτης σήμερα, ιδίως η Δύση, ευρίσκεται σε αδιέξοδο – απέναντι σε μία τεράστια κρίση, χωρίς κανένα όπλο να την καταπολεμήσει.

Η νεοφιλελεύθερη υπερεθνική πολιτική

Περαιτέρω, η νεοφιλελεύθερη ατζέντα εφαρμόσθηκε με μεγάλη συνέπεια σε σχέση με το εθνικό και με το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα – καθώς επίσης με το εξωτερικό εμπόριο. Με τον τρόπο αυτό, σε συνδυασμό με τις ελεύθερες συναλλαγματικές ισοτιμίες, αυξήθηκαν σε μεγάλο βαθμό τα υπόλοιπα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών παγκοσμίως, τα οποία μέχρι τότε ήταν πολύ χαμηλά – ενώ έκτοτε εξαρτώνται από την επιθυμία χρηματοδότησης των κρατών εκ μέρους των διεθνών χρηματαγορών, οι οποίες πλέον θεωρούνται ως οι κυρίαρχοι του σύμπαντος.

Στη συνέχεια προκλήθηκαν πολλές χρηματοπιστωτικές και συναλλαγματικές κρίσεις σε διάφορες χώρες, όταν οι χρηματαγορές άλλαζαν απόψεις – με την έννοια ότι, εισέρρεαν μεγάλα κεφάλαια σε κράτη που οι αγορές θεωρούσαν υγιή και κερδοφόρα, τα οποία απομακρύνονταν αγελαία όταν πανικοβάλλονταν, με αποτέλεσμα να τους προκαλούν τεράστιες ζημίες, όπως στο παράδειγμα της ασιατικής κρίσης του 1997/98.

Αυτό ισχύει επίσης για τα κράτη που ανήκουν σε μία νομισματική ένωση, όπως τεκμηριώθηκε σχετικά πρόσφατα από την κρίση της Ευρωζώνης – γεγονός που σημαίνει ότι, από το 1973 και μετά η ισοσκέλιση των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών, η οποία προηγουμένως επιτυγχανόταν με τις ανατιμήσεις/υποτιμήσεις των νομισμάτων, είτε δεν γίνεται καθόλου, όπως στο παράδειγμα των Η.Π.Α., είτε γίνεται με τη βοήθεια μίας κρίσης.

Κατά την άποψη μας δε, μπορεί μέχρι σήμερα να μη βίωσαν μία κρίση ισοζυγίου οι Η.Π.Α., συνεχίζοντας να έχουν τεράστια ελλείμματα, αλλά δεν θα το αποφύγουν στο μέλλον – ενώ η κρίση αυτή θα είναι πολύ πιο επικίνδυνη, λόγω της καθυστέρησης της, συνοδευόμενη από την αναβίωση του πληθωρισμού, ο οποίος θα πυροδοτήσει το αναμενόμενο χρηματιστηριακό κραχ, με εναλλακτική τη στασιμότητα της παγκόσμιας οικονομίας κατά το ιαπωνικό παράδειγμα μετά το 1990.

Προφανώς πάντως δεν είναι δυνατόν να αυξάνονται τα δημόσια χρέη στο διηνεκές εξαιτίας των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού – ούτε τα ιδιωτικά, ένεκα των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, ενώ οι χώρες με δίδυμα ελλείμματα και με τεράστια συνολικά χρέη, δημόσια και ιδιωτικά, όπως η Ελλάδα, δεν αποφεύγουν κάποια στιγμή τη χρεοκοπία.

Οι συνέπειες για τους εργαζόμενους

Συνεχίζοντας, ως αποτέλεσμα των παραπάνω, προέκυψε ένα διεθνές μακροοικονομικό καθεστώς, το οποίο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μία παγκόσμια πολιτική της προσφοράς, κυριότερος εμπνευστής της οποίας ήταν η Σχολή του Σικάγο και ο M. Friedman – εντελώς αντίθετο με την πολιτική της ζήτησης του Keynes.

Στην Ευρώπη υιοθετήθηκαν οι τέσσερις βασικές ελευθερίες, οι οποίες αφορούσαν την απελευθέρωση της αγοράς των αγαθών, των υπηρεσιών και της κυκλοφορίας των κεφαλαίων, καθώς επίσης το πλήρες άνοιγμα των αγορών εργασίας – γεγονός που οδήγησε, ειδικά μετά το άνοιγμα των συνόρων της ανατολικής Ευρώπης (κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης), σε μεγάλες μεταναστευτικές ροές από τις φτωχότερες προς τις πλουσιότερες χώρες.

Η Βρετανία αποτελεί ένα κλασσικό παράδειγμα ως χώρα υποδοχής μεταναστών, επειδή δεν έκανε χρήση του δικαιώματος της που αφορούσε την επταετή περίοδο προσαρμογής – όπως επίσης οι Η.Π.Α., στα πλαίσια της NAFTA, μέσω της οποίας αυξήθηκε ο αριθμός των μεταναστών από το Μεξικό, αυξάνοντας σημαντικά την προσφορά του εργατικού δυναμικού εις βάρος των μισθών των Αμερικανών εργαζομένων.

Η συγκεκριμένη πολιτική είχε σαν αποτέλεσμα την επιδείνωση της αναδιανομής των εισοδημάτων – η οποία αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες της πρόκλησης υφέσεων. Δηλαδή, οι φτωχοί γίνονταν φτωχότεροι καταναλώνοντας λιγότερο – ενώ οι πλούσιοι πλουσιότεροι, όπου όμως δεν μπορούσαν να αυξήσουν την κατανάλωση τους περισσότερο από τις ανθρώπινες ανάγκες τους.

Τα ισχυρά συνδικάτα των εργαζομένων έχασαν τη δύναμη τους, με αποτέλεσμα να μην μπορούν επιτύχουν αξιόλογες αυξήσεις των μισθών των μελών τους, ακόμη και σε περιόδους μεγάλης ανάπτυξης – επειδή, λόγω του ανοίγματος των αγορών εργασίας, όλο και πιο πολλοί εργαζόμενοι στο εξωτερικό ή στο εσωτερικό ήταν πρόθυμοι να δουλεύουν με χαμηλότερες αμοιβές.

Εκτός αυτού το κράτος απαγορευόταν να επέμβει, επειδή θα εμπόδιζε να δημιουργηθούν εκείνες οι αναπτυξιακές προϋποθέσεις που θα  απέρρεαν από την απελευθέρωση των αγορών – σύμφωνα με το νέο μακροοικονομικό καθεστώς που επικράτησε (κάτι που επιδιώχθηκε πρόσφατα στην Ελλάδα, στα πλαίσια των μνημονίων).

Περαιτέρω, δεν ήταν δυνατόν να υιοθετηθεί ένα είδος αποζημίωσης των χαμένων της παγκοσμιοποίησης, όπως είχε συζητηθεί κάποτε, επειδή κάτι τέτοιο θα αύξανε το κόστος των επιχειρήσεων, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητα τους – ενώ, λόγω των ανοιχτών συνόρων, οι επιχειρήσεις θα μεταφέρονταν σε άλλες χώρες για να αποφύγουν αυτού του είδους τις επιβαρύνσεις, οπότε θα ζημιωνόταν εκείνο το κράτος που θα ήθελε να στηρίξει με το συγκεκριμένο τρόπο τα αδύναμα εισοδηματικά του στρώματα.

Το νέο καθεστώς (πολιτική της προσφοράς) είχε πάντως χαρακτηρισθεί πριν από πολλά χρόνια ως «χρυσός ζουρλομανδύας» – με την έννοια πως επιβάλλεται στο εκάστοτε εθνικό κράτος μία καταναγκαστική πολιτική, επειδή λόγω της αφομοίωσης των αγορών μεταξύ τους χάνει τον έλεγχο της οικονομικής του εξέλιξης, της απασχόλησης, καθώς επίσης της αναδιανομής των εισοδημάτων.

Ο «χρυσός αυτός ζουρλομανδύας», βασικός στόχος του οποίου ήταν η καταπολέμηση του πληθωρισμού της δεκαετίας του 1960 και 1970 που θεωρήθηκε πως προκάλεσε η πολιτική της ζήτησης (Keynes), είναι περισσότερο εμφανής στην Ευρωζώνη – έχοντας θεσμοθετηθεί από τη συμφωνία του Μάαστριχτ.

Τέλος, από την πλευρά των πολιτικών κομμάτων, το νέο καθεστώς στηρίχθηκε στην αρχή από τις φιλελεύθερες συντηρητικές παρατάξεις – στη συνέχεια επίσης από τις σοσιαλδημοκρατικές, όπως από τους Δημοκρατικούς στης Η.Π.Α., τους σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία (Schroeder) και τους εργατικούς στη Μ. Βρετανία (Blair).

Η ανάγκη αλλαγής εποχής

Συνεχίζοντας, η λύση θα ήταν σήμερα η ανάκτηση της οικονομικής πολιτικής από το εθνικό κράτος – όσον αφορά την ανάληψη εκ μέρους του της ευθύνης για τις οικονομικές εξελίξεις, για την αγορά εργασίας, καθώς επίσης για την αναδιανομή των εισοδημάτων.

Όμως, κάτι τέτοιο είναι ενάντια στα συμφέροντα των πανίσχυρων αγορών (τράπεζες, χρηματιστήρια κλπ.), των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, καθώς επίσης των κρατών που είναι κερδισμένα από την παγκοσμιοποίηση –με κριτήριο τα πλεονάσματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους, όπως είναι η Κίνα, η Γερμανία, η Ελβετία κοκ.

Κεντρικά στοιχεία αυτής της πολιτικής είναι αφενός μεν ο περιορισμός του ελευθέρου εμπορίου, αφετέρου η μείωση των μεταναστευτικών ροών – κάτι που όμως είναι επίσης αντίθετο στα συμφέροντα των ελίτ.

Σε γενικές γραμμές αυτή η αλλαγή πολιτικής,  χαρακτηρίζεται ως «πατριωτικός φιλελευθερισμός» – ο οποίος είναι εξαιρετικά ελκυστικός για τις χαμηλές εισοδηματικές τάξεις, αφού έχουν κουραστεί από την έκθεση τους στον παγκόσμιο ανταγωνισμό μετά από τόσα χρόνια, ενώ ταυτόχρονα μειωνόταν οι μισθοί τους, οι συντάξεις τους και το κοινωνικό κράτος, με την παράλληλη αύξηση των χρεών τους.

Από την πλευρά της μακροοικονομίας τώρα, η συγκεκριμένη πολιτική απαιτεί μία σειρά μεταρρυθμίσεων που αυξάνουν την οικονομική δύναμη των εγχωρίων επιχειρήσεων αγαθών και υπηρεσιών, καθώς επίσης των εργαζομένων. Μεταξύ άλλων απαιτείται η διενέργεια δημοσίων επενδύσεων – ενώ έτσι θα προέκυπτε μία εναλλακτική δυνατότητα, αντίθετη με την πολιτική της προσφοράς που επικρατεί παγκοσμίως.

Θα ήταν δε πλησιέστερη στη χρυσή εποχή του 1950 και στην πολιτική της ζήτησης του Keynes, ενώ θα μπορούσαν να αποφευχθούν οι δυσλειτουργίες της (υπερπληθωρισμός) – οι οποίες προήλθαν κυρίως από το ότι, το δημόσιο δεν αποχώρησε ως όφειλε από τον ιδιωτικό τομέα, όταν ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν υψηλός. Κλείνοντας, οι βασικοί λόγοι που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην άνοδο του πατριωτικού φιλελευθερισμού, είναι οι εξής:

(α) Η χρηματοπιστωτική κρίση (η κρίση της πανδημίας είναι στην ουσία συνέχεια της), κλόνισε την εμπιστοσύνη πολλών συντηρητικών, στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς – αποκαλύπτοντας επί πλέον πως έχει κυριευθεί από τον άκρως νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό/καζίνο, μετατρέποντας την πλειοψηφία των ανθρώπων σε σκλάβους χρέους, καθώς επίσης τα κράτη σε υποχείρια των αγορών.

(β)  Κατά τη διάρκεια της κρίσης επιβλήθηκαν μέτρα για τη σταθεροποίηση του συστήματος, τα οποία ήταν αντίθετα στη φιλελεύθερη ιδεολογία – με αποτέλεσμα να μην πείθει πλέον ούτε τους οπαδούς της.

(γ)  Η επιστροφή στα εθνικά κράτη αντιμετωπίζεται από πολλούς ως μία δυνατότητα διάσωσης της καθαρά φιλελεύθερης ιδεολογίας – η οποία, μέσω του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, έχει οδηγήσει στη «δικτατορία των αγορών», καθώς επίσης σε μία σοβιετικού τύπου κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία, στην  οποία όμως κυριαρχούν οι ελίτ.

Στα πλαίσια αυτά, εάν επιδιωχθεί και επιτευχθεί ο πατριωτικός φιλελευθερισμός, με την έννοια πως το κράτος θα ενδιαφέρεται για τους Πολίτες τουκαταπολεμώντας ταυτόχρονα τις τεράστιες εισοδηματικές ανισότητες που έχει προκαλέσει ο νεοφιλελευθερισμός, τότε θα βιώσουμε πράγματι μία μεγάλη αλλαγή εποχής – η οποία δεν θα έχει σχέση με τον προστατευτισμό της δεκαετίας του 1930, αλλά με τη «μερική παγκοσμιοποίηση» της χρυσής εποχής του 1950, σε ένα πραγματικά φιλελεύθερο πλαίσιο.

Επίλογος

Η επιτυχία του πατριωτικού φιλελευθερισμού παγκοσμίως θα απαιτούσε μία διεθνή «μονεταριστική» κάλυψη, όπως ήταν το σύστημα Bretton Woods στη δεκαετία του 1950 – κάτι που δεν υπάρχει σήμερα, στην εποχή των χρημάτων χωρίς αντίκρισμα (Fiat money), όπου κυριαρχεί παγκοσμίως το σύστημα του χρέους.

Από την άλλη πλευρά, η εθνική οικονομική πολιτική είναι επιρρεπής στον πληθωρισμό – οπότε θα απαιτούνταν ικανές κυβερνήσεις που να είναι σε θέση να αντισταθούν στο λαϊκισμό και στο πελατειακό κράτος. Επί πλέον στις επιθέσεις των αγορών, οι οποίες δεν θα είναι καθόλου πρόθυμες να χάσουν τα προνόμια τους.

Εν τούτοις, δεν φαίνεται να υπάρχει καμία άλλη λύση – εάν θεωρήσουμε βέβαια πως ένας παγκόσμιος πόλεμος δεν αποτελεί μία επιθυμητή επιλογή, ούτε η μετατροπή των αδύναμων χωρών σε εξαθλιωμένα προτεκτοράτα των ισχυρών.      


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading