Η απομάκρυνση των Η.Π.Α. από το νεοφιλελεύθερο δόγμα – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Η απομάκρυνση των Η.Π.Α. από το νεοφιλελεύθερο δόγμα

.

Δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα καμία οικονομική ιδεολογία που να έχει προκαλέσει τόσο δραματικές ζημίες στην κοινωνία, όσο ο νεοφιλελευθερισμός – ο οποίος αποτυγχάνει συνεχώς, όταν είναι αντιμέτωπος με προκλήσεις, όπως είναι οι οικονομικές κρίσεις που καθιστούν απαραίτητη την επέμβαση του κράτους. Μεταξύ άλλων, ο φορολογικός ανταγωνισμός εκφυλίσθηκε σε έναν οικονομικά καταστροφικό αγώνα προς τα κάτω, σύμφωνα με την πρόσφατη περιγραφή της υπουργού οικονομικών των Η.Π.Α. – όπου χώρες όπως η Ολλανδία, η Ιρλανδία ή το Λουξεμβούργο και μικρά νησιά όπως οι Βερμούδες, πλούτισαν εις βάρος των άλλων, απλά και μόνο μειώνοντας τη φορολογία για να προσελκύουν τις μεγάλες πολυεθνικές. Ο αγώνας αυτός είχε ως αποτέλεσμα οι Αμερικανικές εταιρίες να πληρώνουν λιγότερο φόρο από ποτέ μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, ως ποσοστό του ΑΕΠ – εις βάρος του κοινού καλού. Το γεγονός αυτό, είχε ως συνέπεια ένα επόμενο δράμα – την κατάρρευση των δημοσίων υποδομών των Η.Π.Α., σε επίπεδα υποανάπτυκτης χώρας, αφού το κράτος δεν είχε χρήματα από φόρους για να τις βελτιώσει. Εν προκειμένω, κατά την Allianz Research, απαιτούνται 866 δις $ κρατικές επενδύσεις για να έχει το αμερικανικό σιδηροδρομικό δίκτυο την ίδια ποιότητα με αυτό της Ολλανδίας, για παράδειγμα – ενώ περί τα 300 δις $ για την ασφάλεια του ηλεκτρικού δικτύου, με πρόσφατα τα προβλήματα που σημειώθηκαν στο Τέξας. Συνολικά δε για τις υποδομές, πάνω από 1,4 τρις $.

.

Ανάλυση

Όταν ένας πρωθυπουργός ανακοινώνει μέτρα στήριξης της οικονομίας, το πρώτο που πρέπει να σκεφθεί κανείς είναι από πού σχεδιάζει να προέλθουν τα κεφάλαια για τη χρηματοδότηση τους – αφού μπορεί να είναι απαραίτητα για την περίοδο της πανδημίας, αλλά πρέπει να τα διαθέτει κανείς.

Εκτός αυτού, ο τρόπος διαχείρισης της πανδημίας εξαρτάται από τα μέσα που έχει στη διάθεση της μία χώρα – όπου απορούμε σχετικά με το πώς μία υπερχρεωμένη εάν όχι χρεοκοπημένη χώρα, με την οικονομία της κατεστραμμένη από τα μνημόνια, αποφασίζει (α) ένα αυστηρότερο οπότε πολύ πιο ακριβό κλείδωμα (lockdown) από όλες τις άλλες και (β) τη διάθεση 38 δις € (24 δις € το 2020 και 14 δις € το 2021) με δανεικά!

Το γεγονός δε ότι βρίσκει χρήματα για να δανεισθεί, με τη βοήθεια της ΕΚΤ έναντι άγνωστων στην κοινή γνώμη ανταλλαγμάτων, δεν είναι καθόλου καθησυχαστικό – αφού τα σημερινά δάνεια δεν μπορεί παρά να είναι στην καλύτερη περίπτωση αυριανοί φόροι ή περικοπές δαπανών, όπως είναι οι μισθοί και οι συντάξεις. Στη χειρότερη, περαιτέρω απώλεια εθνικής κυριαρχίας, όπως με τη μετάθεση των ληξιπρόθεσμων 96 δις € για μετά το 2032 – στα παιδιά μας δηλαδή, με αντάλλαγμα την παράδοση του ονόματος της Μακεδονίας.

Οι Η.Π.Α.

Μία ανάλογη απορία αφορούσε τις Η.Π.Α., παρά το ότι ασφαλώς δεν υπάρχει καμία σύγκριση με την Ελλάδα – όπου ο νέος πρόεδρος ανακοίνωσε ένα πακέτο μέτρων ύψους 1,9 τρις $, στο οποίο θα προστεθούν ακόμη 2,2 τρις $ για έργα υποδομών. Επί πλέον, δήλωσε πως σύντομα θα διατεθούν 1-2 τρις $, για τη βελτίωση του συστήματος υγείας και για την παιδεία – ποσά που είναι τουλάχιστον ιλιγγιώδη. Λογικά λοιπόν θορυβήθηκαν αρκετοί, επειδή θεώρησαν πως θα είναι αναπόφευκτος ο πληθωρισμός – αφού η χώρα δεν έχει τόσο μεγάλη παραγωγική ικανότητα, για να υλοποιήσει αυτές τις δαπάνες.

Εν τούτοις, όταν η υπουργός οικονομικών των Η.Π.Α., η κυρία J. Yellen, ανακοίνωσε πως θα προωθήσει μία διεθνή ελάχιστη φορολόγηση των πολυεθνικών επί του τζίρου τους, έγινε κατανοητό πως η αμερικανική κυβέρνηση δεν σχεδίαζε απλά τη σπατάλη χρημάτων με τύπωμα ή με δανεικά – αλλά μάλλον μία θεμελιώδη αλλαγή πολιτικής.

Πιθανότατα, την προσπάθεια συστηματικής αντιμετώπισης των συνεπειών του νεοφιλελευθερισμού και της ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980, από τον R. Reagan στις Η.Π.Α. – όπου τα πάντα θα έπρεπε να ιδιωτικοποιηθούν και οι ρυθμίσεις της οικονομίας από το κράτος να καταργηθούν εντελώς, αφού η ελεύθερη αγορά και ο ανταγωνισμός ρυθμίζουν τα πάντα. Εκτός αυτού, κατά τη θεωρία μόνο τα οικονομικά  κίνητρα βοηθούν – ενώ κάθε είδους κοινωνική πρόνοια πρέπει να εξαρτάται από την ικανότητα των ανθρώπων να την παρέχουν στον εαυτό τους, εργαζόμενοι αποδοτικά Όσον αφορά δε την παγκοσμιοποίηση θεωρούταν θετική, επειδή πιέζει τους ανθρώπους – οι οποίοι, χωρίς πίεση, δεν μπορούν να αποδώσουν.

Επόμενα στοιχεία του είναι η πτώση των φορολογικών συντελεστών στο κεφάλαιο και στα κέρδη, ο ανταγωνισμός των κρατών μεταξύ τους για την προσέλκυση επενδυτών, με φορολογικά κίνητρα και με παροχές, οι φορολογικοί παράδεισοι που αυξάνουν τις πιέσεις στα κράτη για τη μείωση των φόρων, η ιδιωτικοποίηση ακόμη και των κοινωφελών υπηρεσιών, όπως το νερό, το ρεύμα, η παιδεία, η υγεία, ακόμη και οι φυλακές, επειδή οι ιδιώτες μπορούν να τα κάνουν όλα καλύτερα κοκ. – ενώ ακόμη και η κλιματική αλλαγή θεωρείται πως μπορεί να προωθηθεί αποτελεσματικότερα από την ελεύθερη αγορά, μέσω της αύξησης των τιμών του διοξειδίου του άνθρακα.

Συνεχίζοντας, με αυτήν την πολιτική αντίληψη είναι λογικό να μειώνει ένα κράτος τις κοινωνικές του δαπάνες – για να γίνουν οι Πολίτες του πιο αποδοτικοί και το ίδιο πιο ανταγωνιστικό. Όσον αφορά δε τα συνδικάτα, είναι αυτονόητη η αποδυνάμωση τους – έτσι ώστε αφενός μεν να πιέζονται οι μισθοί προς τα κάτω, σε συνδυασμό με τη μετανάστευση εργατικού δυναμικού από άλλες χώρες, αφετέρου να αυξάνονται τα κέρδη των επιχειρήσεων για να επενδύουν. Με τον τρόπο αυτό οι πλούσιοι, στους οποίους μειώνεται επί πλέον η φορολογία, θα έχουν πιο πολλά χρήματα για να στηρίξουν το φτωχό λαό – με τη δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας!

Τέλος, οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να επεμβαίνουν καθόλου, όταν οι επιχειρήσεις και οι παλαιές βιομηχανίες χρεοκοπούν – είτε λόγω των ξεπερασμένων τεχνολογιών τους, είτε εξαιτίας του παγκόσμιου ανταγωνισμού, με την εισαγωγή προϊόντων από χώρες φθηνού εργατικού δυναμικού. Όταν δε χάνονται θέσεις εργασίας και δημιουργούνται κοινωνικά προβλήματα, θα πρέπει να αφεθεί ελεύθερη η αγορά για να τα ρυθμίσει – ενώ οι πληττόμενοι πρέπει να γίνονται απλά πιο ευέλικτοι και κινητικοί, αναζητώντας εργασία σε άλλες επιχειρήσεις ή σε άλλες χώρες.

Η αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού

Περαιτέρω, παρά το ότι όλα αυτά είχαν στην αρχή κάποια θετικά αποτελέσματα, δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα καμία οικονομική ιδεολογία που να έχει προκαλέσει τόσο δραματικές ζημίες στην κοινωνία, όσο ο νεοφιλελευθερισμός – ο οποίος αποτυγχάνει συνεχώς, όταν είναι αντιμέτωπος με προκλήσεις, όπως είναι οι οικονομικές κρίσεις που καθιστούν απαραίτητη την επέμβαση του κράτους.

Μεταξύ άλλων, ο φορολογικός ανταγωνισμός εκφυλίσθηκε σε έναν οικονομικά καταστροφικό αγώνα προς τα κάτω, σύμφωνα με την πρόσφατη περιγραφή της υπουργού οικονομικών των Η.Π.Α. – όπου χώρες όπως η Ολλανδία, η Ιρλανδία ή το Λουξεμβούργο και μικρά νησιά όπως οι Βερμούδες, πλούτισαν εις βάρος των άλλων, απλά και μόνο μειώνοντας τη φορολογία για να προσελκύουν τις μεγάλες πολυεθνικές. Ο αγώνας αυτός είχε ως αποτέλεσμα οι Αμερικανικές εταιρίες να πληρώνουν λιγότερο φόρο από ποτέ μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, ως ποσοστό του ΑΕΠ – εις βάρος του κοινού καλού.

Το γεγονός αυτό, πάντοτε κατά την υπουργό, είχε ως συνέπεια ένα επόμενο δράμα – την κατάρρευση των δημοσίων υποδομών των Η.Π.Α., σε επίπεδα υποανάπτυκτης χώρας, αφού το κράτος δεν είχε χρήματα από φόρους για να τις βελτιώσει. Εν προκειμένω, κατά την Allianz Research, απαιτούνται 866 δις $ κρατικές επενδύσεις για να έχει το αμερικανικό σιδηροδρομικό δίκτυο την ίδια ποιότητα με αυτό της Ολλανδίας, για παράδειγμα – ενώ περί τα 300 δις $ για την ασφάλεια του ηλεκτρικού δικτύου, με πρόσφατα τα προβλήματα που σημειώθηκαν στο Τέξας. Συνολικά δε για τις υποδομές, πάνω από 1,4 τρις $.

Μία επόμενη μεγάλη αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού ήταν η υπερχρέωση του κράτους, λόγω των μειωμένων φόρων – επίσης των νοικοκυριών εξαιτίας του ότι, αναγκάζονταν να καλύψουν τα έξοδα τους με χρέη, αφού οι πραγματικοί μισθοί τους παρέμειναν παγωμένοι ή μειώνονταν. Μία τρίτη οι εισοδηματικές ανισότητες – όπου το μερίδιο του πλουσιότερου ποσοστού των Αμερικανών στο συνολικό ΑΕΠ των Η.Π.Α., έχει διπλασιασθεί από 10% στις αρχές του 1980 στο 20% σήμερα, ενώ του φτωχότερου έχει μειωθεί από 20% στο 13%.

Στα πλαίσια αυτά, η νέα κυβέρνηση έχει τοποθετήσει ως πρώτο στόχο της τη διενέργεια μαζικών επενδύσεων από το κράτος  – σε δρόμους, γέφυρες, λιμάνια και σιδηροδρομικές γραμμές. Επίσης σε σταθμούς φόρτισης για ηλεκτρικά αυτοκίνητα και γενικότερα στην πιο φιλική για το περιβάλλον ηλεκτρική ενέργεια – με το 50% περίπου που θα διατεθεί να χαρακτηρίζεται ως πράσινο από τους ειδικούς.

Σχεδιάζει επί πλέον να κλείσει το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών – μεταξύ άλλων μέσω ενός καθολικού επιδόματος παιδιών που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα είδος εγγυημένου βασικού εισοδήματος για τις οικογένειες. Ταυτόχρονα, θέλει να προωθήσει τη βελτίωση του συστήματος υγείας, με την πρόσληψη περισσοτέρων νοσηλευτών, την ελάφρυνση φοιτητικών δανείων, έναν πολύ υψηλότερο ελάχιστο μισθό και τη μεγαλύτερη φορολογία για τους πλουσίους  – ενώ ο Biden έχει δεσμευθεί να διασφαλίσει το ότι, οι εργαζόμενοι θα οργανωθούν ξανά πιο έντονα σε συνδικάτα, προκειμένου να μειωθεί ο βαθμός που οι ισχυροί εκμεταλλεύονται τους αδυνάμους.

Μία ακόμη προσπάθεια του θα είναι να εμποδισθεί η χρεοκοπία ολόκληρων περιοχών, όπως κάποτε της «Rust Belt» μετά το σοκ της Κίνας – στηρίζοντας τες με μία κατάλληλη βιομηχανική πολιτική, η οποία θεωρείται παράλογη ενέργεια από την πλευρά της νεοφιλελεύθερης θεωρίας. Η υπουργός οικονομικών πάντως κατέστησε σαφές πως όλα αυτά αποτελούν μέρος της αλλαγής σελίδας της χώρας, με την αποχώρηση της από το νεοφιλελεύθερο δόγμα – δηλώνοντας πως οι Η.Π.Α. θα αυξήσουν τους φόρους για τις εταιρίες και θα υποστηρίξουν την ελάχιστη διεθνή φορολόγηση των πολυεθνικών, έτσι ώστε να μειωθεί ο φορολογικός ανταγωνισμός και να πάψουν να πλουτίζουν οι φορολογικοί παράδεισοι εις βάρος των άλλων.

Φυσικά κανένας δεν γνωρίζει εάν η κυβέρνηση εφαρμόσει αυτά που ανακοινώνει ή πόσους συμβιβασμούς θα αναγκασθεί να κάνει – ενώ ακόμη και αυτά τα τεράστια ποσά, δεν αρκούν για να καταπολεμήσουν τις τρομακτικές ανισότητες που έχουν δημιουργηθεί και τις ελλείψεις που υπάρχουν, στα 40 χρόνια της βασιλείας του νεοφιλελευθερισμού. Εκτός αυτού, υπάρχει το πρόβλημα των χρηματοπιστωτικών αγορών που ασφαλώς θα αντιδράσουν σε κάθε προσπάθεια ρύθμισης τους – ενώ οι τεράστιες φούσκες που έχουν δημιουργηθεί, κρέμονται ως μία Δαμόκλειος σπάθη επάνω από το κεφάλι της.

Εν τούτοις, φαίνεται πως στη χώρα ξεκινάει ένα νέο παράδειγμα – μία εποχή που θα μπορούσε να διαρκέσει όσο η προηγούμενη που είχε  ως αφετηρία στις Η.Π.Α. τον Reagan και στη Βρετανία τη Thatcher. Η αντικατάσταση δηλαδή του νεοφιλελευθερισμού, από την πραγματικά ελεύθερη αγορά με κοινωνικό πρόσωπο και με το κράτος ως ρυθμιστή και εγγυητή της – όπου όμως δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς τα γεωπολιτικά σύννεφα που φάνηκαν στον ουρανό από τη νέα κυβέρνηση, με τις εξαιρετικά εχθρικές τοποθετήσεις της εναντίον της Ρωσίας και της Κίνας που μάλλον προετοιμάζουν τη στρατιωτική συμμαχία τους.

Επίλογος

Κλείνοντας, όταν βλέπει κανείς πως η πατρίδα του νεοφιλελευθερισμού προσπαθεί να αλλάξει σελίδα, δηλώνοντας πως θεωρεί καταστροφική τη συγκεκριμένη πολιτική, δεν μπορεί παρά να εξοργίζεται διαπιστώνοντας πως χώρες, όπως η Ελλάδα, κάνουν ακριβώς το αντίθετο – ότι δηλαδή θέλουν να εφαρμόσουν τις αποτυχημένες νεοφιλελεύθερες συνταγές που δεν οδηγούν πουθενά, έχοντας στη διάθεση τους απείρως λιγότερα μέσα, από ότι η υπερδύναμη.  Ειδικά όσον αφορά τις Η.Π.Α. βέβαια, πρέπει να είναι κανείς επιφυλακτικός – περιμένοντας αυτά που θα συμβούν στην πράξη.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading