.
Η μεγαλύτερη επιφύλαξη που έχουμε είναι η μη οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ της Ελλάδας και της Κύπρου, καθώς επίσης της Ελλάδας και της Λιβύης – γεγονός που καθιστά εξαιρετικά επισφαλή μία τέτοια επένδυση. Επί πλέον το ότι δεν συνοδεύεται από μία ισχυρή αμυντική συμφωνία όλων των συμβαλλομένων κρατών – ενώ υπονομεύει την εθνική μας ασφάλεια, αφού αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο συμμετοχής στην τετραμερή συμφωνία και άλλων κρατών, όπως για παράδειγμα της Τουρκίας.
.
Κοινοβουλευτική Εργασία
Εισαγωγικά θα θέλαμε να αναφερθούμε στο πώς αντιλαμβανόμαστε τον αγωγό East Med – επειδή θεωρούμε πως δεν πρόκειται απλά για ένα τεχνικό ή ενεργειακό έργο, ούτε για μία οικονομική επένδυση. Πρόκειται για ένα γεωπολιτικό εγχείρημα με ευρύτερες συνέπειες για τη χώρα μας και την περιοχή – οπότε πιστεύουμε πως έτσι πρέπει να το εξετάσουμε, για να το αξιολογήσουμε στην ολότητά του. Όσον αφορά την παρούσα σύμβαση, τη θεωρούμε περισσότερο ως δείγμα πρόθεσης συνεργασίας – όχι ως το τελικό της στάδιο, επειδή το περιβάλλον είναι ευμετάβλητο.
Ξεκινώντας από την ενεργειακή επάρκεια στην Ευρώπη, εξαρτάται ανέκαθεν από τη Ρωσία – τουλάχιστον όσον αφορά το φυσικό αέριο. Με το «Green Deal» δε που προωθείται, βρισκόμαστε στα πρόθυρα της μετάβασης σε μία ενεργειακή εξάρτηση ξανά από τη Ρωσία, αλλά μέσω του γερμανό-τουρκικού άξονα μεταφοράς. Του Turk Stream από τη μία πλευρά και του Nord Steam από την άλλη που συνεχίζουν να κατασκευάζονται παρά τις αμερικανικές κυρώσεις, παρακάμπτοντας την Ουκρανία – σημειώνοντας πως η Τουρκία θεωρείται στρατηγικός εταίρος της Γερμανίας και της ΕΕ, με τη Γερμανία να έχει εγκαταστήσει μεγάλο μέρος της παραγωγής της εκεί.
Ειδικά όσον αφορά της ΑΠΕ, δηλαδή τις ανεμογεννήτριες και τα φωτοβολταϊκά, είτε παράγονται από Γερμανούς, είτε συμμετέχουν οι Γερμανοί στα σχήματα παραγωγής, εγκατάστασης και εμπορίας – ενώ ελέγχουν επί πλέον την εξάπλωση τους μέσω των κανονισμών της ΕΕ, καθώς επίσης της χρηματοδότησης που παρέχουν.
Εν προκειμένω η Ελλάδα, με σημαντική αυτοτέλεια όσον αφορά τουλάχιστον την ηλεκτροδότηση της, άνω του 80% που καλυπτόταν στο μεγαλύτερο ποσοστό της από το λιγνίτη (δυστυχώς παραμελήθηκαν τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια), θα καταλήξει να είναι πλήρως εξαρτώμενη ενεργειακά – ενδεχομένως άνω του 50%. Δυστυχώς με μεγάλες ζημίες για το περιβάλλον της, τόσο όσον αφορά την τοποθέτηση, όσο και την απόσυρση των συστημάτων ΑΠΕ – ειδικά σε μία εποχή που προωθείται η ηλεκτροκίνηση, με αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη εξάρτηση της.
Εκτός αυτού, ενώ η Ελλάδα είναι υπερχρεωμένη και αντιμέτωπη με μία βαθιά κρίση που ελπίζουμε να αποφευχθεί, αφού υπάρχουν οι δυνατότητες, δεν διακρίνουμε καμία προσπάθεια αλλαγής του οικονομικού μας μοντέλου – με την παροχή κινήτρων για να μπορέσει να παραχθεί εδώ μέρος αυτών των τεχνολογιών.
Συνεχίζοντας ο Turk Stream, το πρώτο μέρος του οποίου ολοκληρώθηκε, θα περνάει από την ανατολική Θράκη μέσω του Ευξείνου Πόντου – ενώ θα οδηγείται στη Βουλγαρία, στη Σερβία και στην κεντρική Ευρώπη. Έτσι η ενεργειακή επάρκεια της Ευρώπης θα είναι στα χέρια του γερμανό-τουρκικού άξονα, στον ίδιο ή μεγαλύτερο βαθμό από αυτόν που ελέγχεται από τη Ρωσία – η οποία παρέχει το 50-75% του φυσικού αερίου της ΕΕ.
Δυστυχώς οι Αμερικανοί, με τις κυρώσεις που επέβαλλαν στη Ρωσία, εδραίωσαν τελικά το γερμανοτουρκικό έλεγχο – ενώ προωθούν ως εναλλακτική λύση το υγροποιημένο φυσικό αέριο, μέσω του σταθμού της Αλεξανδρούπολης στην Ελλάδα και της σύνδεσης του με τη Βουλγαρία. Το γεγονός αυτό είναι θετικό για την Ελλάδα, αρκεί να μη χαθεί ο έλεγχος της ΔΕΠΑ – μέσω της ιδιωτικοποίησης της που ευτυχώς έχει παγώσει, λόγω της πανδημίας.
Όπως αναφέραμε τώρα κατά τη συζήτηση για την ενέργεια ανατολικά της Κρήτης, μεταξύ της Ελλάδας και της Κύπρου, νοτίως του Καστελλόριζου, βρίσκεται το μεγάλο απόθεμα του Ηροδότου – ενώ επίσης μεγάλα ενεργειακά κοιτάσματα υπάρχουν στην ανατολική Μεσόγειο, στην περιοχή μεταξύ της Κύπρου, του Ισραήλ και της Αιγύπτου. Τα κοιτάσματα αυτά μπορούν να αυξήσουν σημαντικά την ενεργειακή επάρκεια της Ευρώπης, διαφοροποιώντας τους προμηθευτές της.
Εν προκειμένω, η Τουρκία επιδιώκει με διάφορους τρόπους, όπως με τη διακίνηση χαρτών, τον έλεγχο και την εκμετάλλευση μέρους αυτών των κοιτασμάτων – ενώ είναι σε θέση να αποκόψει με τη συμφωνία της Λιβύης τον East Med, διατηρώντας έτσι τη θέση του βασικού προμηθευτή της νότιας και κεντρικής Ευρώπης, σε συνεργασία με τη Γερμανία.
Παράλληλα η Ελλάδα δεν ανακηρύσσει χωρικά ύδατα και ΑΟΖ, εμποδιζόμενη ενδεχομένως από τη Γερμανία, με κριτήριο μεταξύ άλλων τη μη πρόσκληση της στη συζήτηση για τη Λιβύη – ενώ δυστυχώς συνεχίζεται η αποτυχημένη πολιτική του κατευνασμού, όσον αφορά την Τουρκία, με κίνδυνο να οδηγηθούμε σε πόλεμο.
Στον East Med τώρα, η Ιταλία δεν συμμετείχε στην υπογραφή της συμφωνίας – κάτι εξαιρετικά σημαντικό για το μέλλον του αγωγού, εκτός από την πτώση των τιμών της ενέργειας που τον καθιστά ασύμφορο. Δεν καταδίκασε ούτε τις πρόσφατες κινήσεις της Τουρκίας στην ΑΟΖ της Κύπρου – ενώ εμπλέκεται στον αγωγό IGI Poseidon, μέσω του οποίου επιδιώκεται η προμήθεια φυσικού της Ευρώπης από τα κοιτάσματα του Αζερμπαϊτζάν. Ακόμη όμως και αν ξεπεραστούν αυτά τα προβλήματα, ο East Med θα είναι έτοιμος πολύ αργά, μετά το 2030 – ενώ προϋποθέτει νέες συνεργασίες στη Μεσόγειο και διαφορετικές γεωπολιτικές ιδέες.
Από την άλλη πλευρά, έχουν εμφανισθεί αρνητικά δημοσιεύματα στο γερμανικό τύπο (πρακτικά) – ενώ ο Λίβανος που διαθέτει κάποια κοιτάσματα στην περιοχή, δήλωσε πρόσφατα πως δεν έχουν εμπορικό ενδιαφέρον (πρακτικά).
Τέλος, όσον αφορά τα τεχνικά στοιχεία του αγωγού, θα κατασκευασθεί από την IGI Poseidon SA – η οποία είναι κοινοπραξία με μερίδιο 50% της ΔΕΠΑ και 50% της ιταλικής Edison. Θα έχει μήκος 1.900 χλμ., η κατασκευή του θα διαρκέσει 7 χρόνια, το κόστος υπολογίζεται στα 7 δις $ και η δυναμικότητα του θα είναι μόλις 10 δις κυβικά μέτρα ετησίως – ένας ακόμη λόγος που τον καθιστά ασύμφορο.
Όσον αφορά τα επί μέρους άρθρα της συμφωνίας και στα οποία έχουμε επιφυλάξεις, τα εξής:
Άρθρο 2: Δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά μια διεθνής σύμβαση, εάν τα συμβαλλόμενα μέρη δεν γνωρίζουν από την αρχή και δεν έχουν συμφωνήσει πως έχουν λάβει γνώση της ισχύουσας νομοθεσίας και των κανονισμών των επιμέρους συμβαλλομένων κρατών. Δηλαδή, πρέπει να γνωρίζουν όλα το νομικό καθεστώς που διέπει την περιβαλλοντική νομοθεσία των άλλων κρατών, τους κανονισμούς ασφαλείας κοκ. – έτσι ώστε να συμφωνήσουν προκαταβολικά σε μια κοινή λειτουργική βάση, χωρίς να επηρεάζονται οι μεταξύ τους συμβατικές υποχρεώσεις.
Ούτε να έχουν πρόβλημα με τους διεθνείς οργανισμούς, με τις επιτροπές και με τις δεσμεύσεις που έχουν από άλλες διεθνείς συμβάσεις. Κάτι τέτοιο δεν συνεπάγεται από την παρούσα σύμβαση.
Άρθρο 4: Δεν πρέπει να επιτρέπεται η δυνατότητα σύναψης σύμβασης ενός εκ των συμβαλλόμενων μερών, με τρίτα κράτη. Το γεγονός αυτό αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να εμπλακεί η Τουρκία στην κατασκευή, στη συντήρηση και στην εκμετάλλευση του αγωγού – είτε έμμεσα, είτε άμεσα.
Επομένως πρέπει να αποκλεισθεί, να αλλάξει το άρθρο ανάλογα δηλαδή, για λόγους εθνικής ασφαλείας. Εναλλακτικά, για να μην αποκλεισθούν άλλες χώρες που πιθανόν θα μας συμφέρει να συμμετέχουν, όπως ίσως η Αίγυπτος, να αποκλεισθεί μόνο η Τουρκία.
Άρθρο 5: Εν προκειμένω δεν αποσαφηνίζεται ποιος θα είναι ο εθνικός φορέας αδειοδοτήσεων του συγκεκριμένου έργου για την ΕΛΛΑΔΑ – πόσο μάλλον όταν το ΙΓΜΕ δεν θα έχει καμία εμπλοκή ως ο αρμόδιος εθνικός φορέας, αφού σήμερα ευρίσκεται υπό εκκαθάριση. Δυστυχώς δεν μεταφέρεται η πολύτιμη τεχνογνωσία του σε κάποιον άλλον ισοδύναμο εθνικό ανεξάρτητο φορέα – κάτι που επικρίναμε στη συζήτηση του νομοσχεδίου για το περιβάλλον.
Φυσικά ο ΙΓΜΕ δεν είχε τεχνογνωσία σχετική με τα ενεργειακά αποθέματα, αλλά θα είχε ο ΕΑΓΜΕ που θα τον διαδεχόταν – ενώ δεν γνωρίζουμε τι έχει συμβεί με τον τελευταίο.
Άρθρο 6: Δεν είναι δυνατόν να μην έχει κανένα συμβαλλόμενο μέρος το δικαίωμα άσκησης βέτο. Έτσι θα μπορούσαν να τροφοδοτηθούν εχθρικές χώρες προς την Ελλάδα, κάτι που φυσικά δεν είναι αποδεκτό.
Άρθρο 7: Δεν προβλέπεται ρήτρα ή κυρώσεις, για την περίπτωση που ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη διακόψει μονομερώς τις εργασίες – ενδεχομένως λόγω άσκησης πιέσεων ή αλλαγής της εξωτερικής του πολιτικής. Εκτός αυτού η συμφωνία θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ακυρωθεί, αφού δεν έχει ανακηρύξει η Ελλάδα ΑΟΖ με την Κύπρο και με τη Λιβύη – ενώ η Τουρκία το έχει κάνει με τη Λιβύη, έστω παραβιάζοντας το Διεθνές Δίκαιο και την ελληνική υφαλοκρηπίδα νοτίως της Κρήτης, όπου διέρχεται τμήμα του αγωγού υποθαλάσσια.
Επί πλέον, η συμφωνία πρέπει να συνοδεύεται από ένα ισχυρό αμυντικό σύμφωνο – για την περίπτωση που ένα κράτος μέλος της δεχθεί επίθεση από την Τουρκία ή από κάποιο άλλο κράτος, με σκοπό την διακοπή του έργου.
Άρθρο 8: Δεν αναφέρεται πουθενά στα σχέδια η αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης – όπως είναι η αποφυγή ενός περιβαλλοντικού ατυχήματος. Δεν αναφέρεται ούτε η παρουσία των Ενόπλων Δυνάμεων (αεροπορίας και ναυτικού) των εμπλεκομένων μερών – με στόχο την αποτροπή τυχόν επιθετικής ενέργειας μίας εχθρικής χώρας στις υποδομές, στις εγκαταστάσεις και γενικότερα σε ολόκληρο το υπό κατασκευή δίκτυο που διέρχεται από τις θαλάσσιες περιοχές ευθύνης των συμβαλλόμενων κρατών.
Η απουσία των ΕΔ ως αποτρεπτικός παράγοντας, ενέχει κίνδυνο πρόκλησης μεγάλων περιβαλλοντικών καταστροφών στην Μεσόγειο, με ανυπολόγιστες ζημίες – εάν στα σχέδια δεν συμπεριληφθούν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις αποτροπής.
Άρθρο 9: Εδώ πρέπει να διαγραφεί ο όρος «τα μέρη θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια για εναρμόνιση». Στη θέση του οφείλει να γραφτεί πως τα μέρη υποχρεούνται στην εναρμόνιση των τεχνικών προδιαγραφών – χωρίς αποκλίσεις και εκπτώσεις.
Άρθρο 10: Στο άρθρο αυτό πρέπει επίσης να διαγραφεί ο όρος «κάθε μέρος να λάβει τα μέτρα που κρίνει απαραίτητα, προκειμένου να προστατεύσει την ασφάλεια του αγωγού και του προσωπικού». Στη θέση του οφείλει να γραφτεί το εξής: «Τα μέρη υποχρεούνται στην αυστηρή εφαρμογή των εθνικών και διεθνών κανονισμών, πρωτοκόλλων και συμβάσεων που απορρέουν από το δίκαιο της θάλασσας, για την προστασία της από ρύπανση εξαιτίας εξορύξεων υδρογονανθράκων».
Άρθρο 11: Εδώ δεν καθορίζονται οι τιμολογιακές πολιτικές που θα ακολουθηθούν, όσον αφορά την οικονομική διαχείριση του έργου. Ειδικότερα, δεν μπορεί να υπάρξει έλεγχος των δαπανών και των εσόδων του αναδόχου του έργου, όταν δεν έχει θεσπιστεί ένας ενιαίος φορολογικός ελεγκτικός μηχανισμός, με μια κοινή φορολογική βάση.
Άρθρο 12: Δεν καθορίζονται ποιες θεωρούνται, κατά την έννοια του διεθνούς Δικαίου, οι περιπτώσεις ανωτέρας βίας. Ανωτέρα βία πρέπει να θεωρηθεί, μεταξύ άλλων, η οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια από τρίτη χώρα, σε οποιοδήποτε από τα συμβαλλόμενα κράτη, εάν στοχεύει στη διακοπή του έργου.
Άρθρο 13: Δεν καθορίζονται ποια μπορεί να είναι τα τρίτα μέρη που θα λειτουργήσουν ως παρατηρητές της συγκεκριμένης μεικτής επιτροπής. Εκτός αυτού δεν διασφαλίζει πως οι εκπρόσωποι του επενδυτή του έργου, δεν θα είναι υπήκοοι εχθρικών κρατών προς την Ελλάδα – με ότι αυτό συνεπάγεται για την εθνική ασφάλεια της χώρας μας, καθώς επίσης για την υπονόμευση συνολικά της εύρυθμης λειτουργίας της σύμβασης και της κατασκευής του έργου.
Άρθρο 14: Δεν αναφέρει ποιες θα είναι οι κυρώσεις ενός μέρους που θα αθετήσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις
Άρθρο 15: Εδώ πρέπει να καθοριστεί με σαφήνεια ότι, μέρος αυτής της συμφωνίας δεν μπορεί να υπάρξει για κανένα λόγο οποιοσδήποτε που έχει άμεση ή έμμεση σχέση με τουρκικά συμφέροντα.
Άρθρο 16: Διαφωνούμε στην άρνηση του δικαιώματος της εταιρίας του έργου να ζητήσει εξαίρεση, σύμφωνα με το άρθρο 36 της οδηγίας 2009/73 (πρακτικά). Για να μεταφέρει φυσικό αέριο από τα μέρη που το παράγουν, πρέπει να υπάρχει ρητή δέσμευση ότι, το αέριο θα προορίζεται μόνο για την ενεργειακή επάρκεια των κρατών μελών της ΕΕ – αφού έτσι και αλλιώς οι εκτιμώμενες ποσότητες μεταφοράς του αερίου μέσα από αυτόν τον αγωγό, καλύπτουν ένα ελάχιστο ποσοστό της ενεργειακής ζήτησης της ΕΕ.
Με δεδομένο δε το δυσανάλογα υψηλό κόστος της επένδυσης, η οποιοδήποτε μεταφορά σε τρίτους πλην της ΕΕ, ουσιαστικά αποδυναμώνει την σχέση κόστους-ωφέλειας.
Άρθρο 17: Πρόκειται για μια πάγια τακτική επίλυσης διαφορών, όσον αφορά τις διακρατικές συμβάσεις που ενέχουν τη θέση διεθνών συμβάσεων, να επιλύονται όλες οι διαφορές σε διεθνή δικαστήρια – εν προκειμένω της Χάγης, εφόσον εμπλέκεται και χώρα εκτός ΕΕ. Εν προκειμένω δεν έχουμε λοιπόν επιφυλάξεις, σε αντίθεση με όλα τα προηγούμενα.
Κλείνοντας, η μεγαλύτερη επιφύλαξη που έχουμε είναι η μη οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ της Ελλάδας και της Κύπρου, καθώς επίσης της Ελλάδας και της Λιβύης – γεγονός που καθιστά εξαιρετικά επισφαλή μία τέτοια επένδυση. Επί πλέον το ότι δεν συνοδεύεται από μία ισχυρή αμυντική συμφωνία όλων των συμβαλλομένων κρατών – ενώ υπονομεύει την εθνική μας ασφάλεια, αφού αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο συμμετοχής στην τετραμερή συμφωνία και άλλων κρατών, όπως για παράδειγμα της Τουρκίας.