Η σχιζοφρενής απόφαση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Η σχιζοφρενής απόφαση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου

.

Η πολιτική ζημία που έχει προκληθεί από αυτήν την απόφαση είναι τεράστια, η οικονομική επίσης – πόσο μάλλον όταν θέτει σε αμφισβήτηση την ανεξαρτησία της ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας, εξουσιοδοτώντας τη γερμανική κεντρική τράπεζα και τη Βουλή να αποφασίσουν για θέματα νομισματικής πολιτικής που αφορούν ολόκληρη την Ευρωζώνη! Από τη συγκεκριμένη οπτική γωνία πρόκειται για μία σχιζοφρενή ετυμηγορία του συνταγματικού δικαστηρίου της χώρας που συμπεριφέρεται το ίδιο αλαζονικά με την κυβέρνηση της – για μία άκρως επικίνδυνη απόφαση για τη νομισματική ένωση, ειδικά υπό τη σημερινές συνθήκες που έχει δημιουργήσει η πανδημία. Από μία άλλη οπτική γωνία όμως, η οποία ταιριάζει απόλυτα στη γερμανική νοοτροπία, δημιουργούνται έντεχνα και ύπουλα οι προοπτικές διάσπασης της Ευρωζώνης, διάλυσης της ή μονομερούς εξόδου της Γερμανίας από το ευρώ – αφού πλέον τα οφέλη της θα είναι μικρότερα από τις απώλειες της. Για την Ελλάδα τώρα, είναι συνώνυμη με την προειδοποίηση ενός συναγερμού, για την επείγουσα προετοιμασία και προστασία της από μία πρωτόγνωρη καταιγίδα – η οποία θα την οδηγούσε πολλές δεκαετίες πίσω, χωρίς καμία διάθεση κινδυνολογίας. Πριν από όλα οφείλει να προηγηθεί το ξεκλείδωμα της οικονομίας της και ο προσεκτικός σχεδιασμός του μέλλοντος της – αφού στην αντίθετη περίπτωση τα θύματα θα είναι απείρως περισσότερα, από αυτά του ιού.

.

Ανάλυση

Είναι γνωστό πως το συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας δεν αποφασίζει προτού «συμβουλευθεί» την κυβέρνηση και την κεντρική τράπεζα της χώρας για οικονομικά θέματα – οπότε, παρά το ότι η πρόσφατη απόφαση του φαίνεται σχιζοφρενική από την πλευρά της διατήρησης της νομισματικής ζώνης, αφού την υποθάλπει ξεκάθαρα, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τέτοια. Αντίθετα, οφείλει να εξετάζεται ως η πρώτη κίνηση της Γερμανίας με στόχο είτε τη μονομερή έξοδο της από το ευρώ, είτε τη διάλυση, είτε τη διχοτόμηση της Ευρωζώνης: σε βορείους υπό την ηγεσία της Γερμανίας και σε νοτίους υπό τη Γαλλία.

Ειδικότερα το δικαστήριο το 2020 εν μέσω της πανδημίας αποφάσισε ότι, το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων του δημοσίου τομέα της ΕΚΤ που ξεκίνησε το 2015 (Public Sector Purchase Program, PSPP), αποτελεί υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της κεντρικής τράπεζας – οπότε απαιτεί από τη γερμανική κυβέρνηση και από την Ομοσπονδιακή Βουλή (πηγή) να φροντίσουν για τον «έλεγχο της αναλογικότητας» μέσω της ΕΚΤ. Εκτός αυτού έδωσε μία προθεσμία τριών μηνών – όπου, εάν το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ δεν τεκμηριώσει εντός αυτής της προθεσμίας με σαφήνεια ότι, οι στόχοι της νομισματικής πολιτικής με το πρόγραμμα PSPP δεν είναι ανάλογοι με τις επιπτώσεις της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής, τότε δεν επιτρέπεται πια η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας να συμμετέχει στην υλοποίηση και εκτέλεση του προγράμματος.

Η ετυμηγορία του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου είναι σκανδαλώδης, επειδή έχει γραφτεί χωρίς καμία γνώση των μακροοικονομικών πλαισίων – λόγω του ότι απαιτεί την εξέταση των σχέσεων (αλλά μόνο για τη Γερμανία) που αποτελούν αυτονόητα μέρος της εξέτασης της ΕΚΤ (αλλά για ολόκληρη την Ευρωζώνη). Η απόφαση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου προκαλεί έναν σεισμό, από νομικής και πολιτικής πλευράς, επειδή αγνοεί την ετυμηγορία σε ανάλογο θέμα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου – η θέση του οποίου είναι σαφώς ανώτερη σε τέτοια ερωτήματα από το γερμανικό και οφείλει να γίνεται σεβαστή.

Ειδικότερα η ΕΚΤ το 2015, με το πρόγραμμα PSPP ήθελε να αγοράσει κρατικά ομόλογα και άλλους συναφείς εμπορεύσιμους τίτλους χρέους, για να τονώσει την κατανάλωση και τις επενδύσεις – έτσι ώστε να αυξηθεί ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης λίγο χαμηλότερα από το συμφωνηθέν 2% (Μάαστριχτ). Η αιτία ήταν η πτώση του πληθωρισμού το 2014 κάτω από το 1%, χωρίς το συνυπολογισμό της μεγάλης πτώσης των ενεργειακών τιμών τότε – οπότε χωρίς το πρόγραμμα της ΕΚΤ, δεν θα μπορούσε να επανέλθει ο πληθωρισμός στο 2%, με μεγάλους φόβους να βυθιστεί η Ευρωζώνη σε έναν καταστροφικό αποπληθωρισμό (επομένως στην άνοδο των πραγματικών χρεών κλπ.).

Το γερμανικό δικαστήριο τώρα, με την ετυμηγορία του, δεν βλέπει την «αναλογικότητα» των ενεργειών της ΕΚΤ – δηλαδή, κατηγορεί το διοικητικό της συμβούλιο πως δεν υπολόγισε τις οικονομικές επιπτώσεις του προγράμματος που δρομολόγησε, οι οποίες ήταν δυσανάλογες, γράφοντας τα εξής:

“Η επιτακτική επιδίωξη του στόχου νομισματικής πολιτικής του PSPP να επιτύχει ένα ποσοστό πληθωρισμού κάτω αλλά κοντά στο 2%, αγνοεί της επιπτώσεις της οικονομικής πολιτικής του προγράμματος – επομένως, αγνοεί σαφώς την αρχή της αναλογικότητας”.

Εν προκειμένω, προφανώς δεν λαμβάνει υπ’ όψιν ότι, η ΕΚΤ είναι υπεύθυνη για ολόκληρη την Ευρωζώνη και όχι μόνο για τη Γερμανία – ενώ δεν σέβεται ως οφείλει την απόφαση του ανώτερου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, αναφέροντας πως δεν δικαιολογείται πλέον μεθοδολογικά! Την ίδια στιγμή όμως γράφει τα εξής:

“Το PSPP βελτιώνει τους όρους αναχρηματοδότησης των κρατών μελών, επειδή μπορούν να λάβουν δάνεια στην κεφαλαιαγορά με πολύ πιο ευνοϊκούς όρους. Επομένως, έχει σημαντικό αντίκτυπο στο πλαίσιο της δημοσιονομικής πολιτικής στα κράτη μέλη….Το PSPP επηρεάζει επίσης τον τραπεζικό τομέα, συμπεριλαμβάνοντας επικίνδυνα κρατικά ομόλογα σε μεγάλη κλίμακα στους ισολογισμούς του Ευρωσυστήματος – βελτιώνοντας έτσι την οικονομική κατάσταση των τραπεζών και αυξάνοντας την πιστοληπτική τους ικανότητα”.

Αυτές ακριβώς ήταν όμως οι δύο επιδιωκόμενες συνέπειες του προγράμματος της ΕΚΤ – οπότε είναι αυτονόητο πως το διοικητικό της συμβούλιο τις εξέτασε, πριν το αποφασίσει. Έλαβε δε ασφαλώς υπ’ όψιν του το γεγονός ότι, αφού αποταμιεύουν τόσο τα νοικοκυριά, όσο και οι επιχειρήσεις για πολλά χρόνια, οπότε δεν διενεργούνται επενδύσεις, η ανάπτυξη οπότε ο επιδιωκόμενος πληθωρισμός μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν το κράτος πραγματοποιεί δαπάνες που χρηματοδοτούνται με δάνεια.

Συμπερασματικά λοιπόν η ΕΚΤ χρησιμοποιεί ένα φάρμακο που το δικαστήριο απορρίπτει, επειδή θεωρεί πως τα αποτελέσματα του έχουν ανεπιθύμητες παρενέργειες – χωρίς όμως να προτείνει κάποιο άλλο στη θέση του. Ως εκ τούτου απαιτεί ουσιαστικά από την ΕΚΤ να τετραγωνίσει τον κύκλο – κάτι που δεν είναι φυσικά εφικτό. Το δελτίο τύπου του δικαστηρίου αναφέρει επίσης τα εξής:

“Οι συνέπειες του PSPP έχουν επί πλέον οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις, σε όλους σχεδόν τους Πολίτες – οι οποίοι επηρεάζονται έμμεσα ως μέτοχοι, ενοικιαστές, ιδιοκτήτες ακινήτων, αποταμιευτές και ασφαλισμένοι. Για παράδειγμα, υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι απώλειας των αποταμιεύσεων”.

Εδώ αναφέρεται ξεκάθαρα στην απώλεια τόκων των Γερμανών καταθετών, λόγω των μηδενικών επιτοκίων της ΕΚΤ (διαθέτουν περί τα 6 τρις € καταθέσεις) και των ασφαλιστικών εταιριών – καθώς επίσης στις αυξήσεις των ενοικίων, λόγω της φούσκας στις τιμές των ακινήτων από την άνοδο της ποσότητας χρήματος. Εν τούτοις δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να διευκολύνει η ΕΚΤ τους όρους χρηματοδότησης των κρατών-μελών της ΟΝΕ που ευρίσκονται κάτω από το ζυγό του γερμανικού μισθολογικού dumping από το 2000 και να επιβιώσουν οικονομικά – ειδικά λόγω της πολιτικής λιτότητας που τους επιβάλλεται μετά το 2010.

Αφού λοιπόν η Γερμανία είναι υπεύθυνη για τις παρενέργειες, δεν είναι λογικό να διαμαρτύρεται – ενώ οι δικαστές δεν είναι δυνατόν να μη γνωρίζουν ότι, τα επιτόκια δεν αποτελούν μία ανεξάρτητη μεταβλητή (ούτε η ποσότητα χρήματος σήμερα) που μπορεί να καθορίσει μία κεντρική τράπεζα, χωρίς να δίνει σημασία στην συνολική οικονομική κατάσταση της περιοχής, για την οποία είναι υπεύθυνη. Εκτός εάν οι γερμανοί δικαστές είναι οικονομικά αναλφάβητοι, όπως τους χαρακτήρισαν οι Financial Times.

Σε κάθε περίπτωση, εάν δεν υπήρχε το PSPP, η ανεργία στη νότια Ευρώπη θα είχε υπερβεί το 25%, τα χρέη θα είχαν εκτοξευθεί στα ύψη, η ύφεση θα ήταν βαθιά, ο αποπληθωρισμός επίσης, ενώ οι χρεοκοπίες κρατών, τραπεζών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών καθημερινές – με αποτέλεσμα την αδυναμία εξυπηρέτησης των κρατικών χρεών, την αδυναμία είσπραξης των πιστώσεων της Γερμανίας ή των άλλων χωρών-δανειστών και τελικά την ανεξέλεγκτη διάλυση της Ευρωζώνης.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, η πολιτική ζημία που έχει προκληθεί από αυτήν την απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου είναι τεράστια, η οικονομική επίσης – πόσο μάλλον όταν θέτει σε αμφισβήτηση την ανεξαρτησία της ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας, εξουσιοδοτώντας τη γερμανική κεντρική τράπεζα και τη Βουλή να αποφασίσουν για θέματα νομισματικής πολιτικής που αφορούν ολόκληρη την Ευρωζώνη!

Από τη συγκεκριμένη οπτική γωνία πρόκειται για μία σχιζοφρενή ετυμηγορία του συνταγματικού δικαστηρίου της χώρας που συμπεριφέρεται το ίδιο αλαζονικά με την κυβέρνηση της – για μία άκρως επικίνδυνη απόφαση για τη νομισματική ένωση, υπό τη σημερινές συνθήκες που έχει δημιουργήσει η πανδημία.

Από μία άλλη οπτική γωνία όμως, η οποία ταιριάζει απόλυτα στη γερμανική νοοτροπία, δημιουργούνται έντεχνα και ύπουλα οι προοπτικές διάσπασης της Ευρωζώνης, διάλυσης της ή μονομερούς εξόδου της Γερμανίας από το ευρώ – αφού πλέον τα οφέλη της θα είναι μικρότερα από τις απώλειες της.

Για την Ελλάδα τώρα, είναι συνώνυμη με την προειδοποίηση ενός συναγερμού, για την επείγουσα προετοιμασία και προστασία της από μία πρωτόγνωρη καταιγίδα – η οποία θα την οδηγούσε πολλές δεκαετίες πίσω, χωρίς καμία διάθεση κινδυνολογίας. Πριν από όλα οφείλει να προηγηθεί το ξεκλείδωμα της οικονομίας της και ο προσεκτικός σχεδιασμός του μέλλοντος της – αφού στην αντίθετη περίπτωση τα θύματα θα είναι απείρως περισσότερα από αυτά του ιού.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading