.
Η παγίδα των εμπορικών πλεονασμάτων
Με βάση την προηγούμενη θεωρητική ανάλυση, η οποία ελπίζουμε να μην προβληματίζει στην κατανόηση της, μπορούν να δημιουργηθούν εμπορικά πλεονάσματα, μόνο εάν οι αποταμιεύσεις μίας χώρας είναι υψηλότερες από τις επενδύσεις της στο εσωτερικό. Απαιτείται επομένως μία περιορισμένη εσωτερική κατανάλωση ή/και μειωμένες επενδύσεις, γενικότερα μία παραίτηση από τη «Ζήτηση» στο εσωτερικό – αφού διαφορετικά δεν δημιουργούνται πλεονάσματα, τα οποία να μπορούν να εξαχθούν.
Όταν λοιπόν τα εμπορικά πλεονάσματα είναι ο μοχλός ανάπτυξης μίας χώρας, σημαίνει πως οι Πολίτες της πρέπει να καταναλώνουν λιγότερο, καθώς επίσης να μην επενδύουν σε μεγάλο βαθμό. Σύμφωνα δε με μελέτη του ΔΝΤ, η Γερμανία είναι η μοναδική χώρα της Ευρώπης, η οποία επενδύει λιγότερο στο εσωτερικό της, ενώ οι αποταμιεύσεις της αυξάνονται παράλληλα – οπότε οι Πολίτες της «παραιτούνται» από την κατανάλωση. Το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης διαδικασίας είναι η συνεχής αύξηση των εμπορικών της πλεονασμάτων – εις βάρος φυσικά των εταίρων της, καθώς επίσης του υπόλοιπου πλανήτη.
Ουσιαστικά δηλαδή η Γερμανία συμπεριφέρεται όπως εκείνος ο τοκογλύφος, ο οποίος δεν χαλάει τίποτα για τον εαυτό του, δεν επενδύει καθόλου, ενώ συσσωρεύει χρήματα, «υποχρεωμένος» να τα δανείζει με τόκο – κατά κάποιον τρόπο, όπως αυτοί που τοποθετήθηκαν στο στόχαστρο του Χίτλερ, όταν κατέλαβε την εξουσία.
Περαιτέρω, από την ίδια μελέτη διαπιστώνεται πως η κατάσταση για την Κίνα είναι κάπως διαφορετική. Ο κίτρινος γίγαντας έχει αυξήσει σημαντικά τις επενδύσεις του στο εσωτερικό, ενώ την ίδια στιγμή οι αποταμιεύσεις των Πολιτών του περιορίζονται – αν και πολύ ελαφρά. Έτσι λοιπόν τα εμπορικά πλεονάσματα της Κίνας μειώνονται.
Εν τούτοις, οι υψηλές επενδύσεις δεν αποτελούν μία «χαρμόσυνη είδηση» για τον πλανήτη – επειδή τα εμπορικά πλεονάσματα μίας χώρας, παρά τις υψηλές επενδύσεις, είναι τότε μόνο εφικτά, όταν μειώνεται δραματικά η εσωτερική της κατανάλωση (ζήτηση).
Στα πλαίσια αυτά, το μερίδιο της εσωτερικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ της Κίνας ήταν πρόσφατα μόλις 35% αν και πλέον αυξάνεται – ένα ποσοστό που ακόμη και για μία αναπτυσσομένη οικονομία είναι υπερβολικά χαμηλό. Συγκρινόμενο δε με τις βιομηχανικές οικονομίες, στις οποίες το μερίδιο της εσωτερικής κατανάλωσης υπερβαίνει το 70%, το ποσοστό στην Κίνα είναι «εξτρεμιστικό» – επικυρώνοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ανάπτυξη της, εις βάρος των υπολοίπων χωρών του πλανήτη.
Το γεγονός αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το ότι, οι υψηλές επενδύσεις της Κίνας βασίζονται αποκλειστικά και μόνο στις ελπίδες των επιχειρηματιών της για αυξημένες εξαγωγές – δεν διενεργούνται δηλαδή λόγω των αναμενομένων κερδών, οπότε είναι εξαιρετικά επικίνδυνες, ειδικά εάν ο πλανήτης, όπως προβλέπεται, βυθιστεί στην ύφεση.
Επομένως, είναι σε μεγάλο βαθμό μη παραγωγικές – με αποτέλεσμα οι τράπεζες της Κίνας να έχουν συσσωρεύσει τεράστιες επισφάλειες. Με πιο απλά λόγια, οι Καθαρές Εξαγωγές της Κίνας (εμπορικό πλεόνασμα), προκαλούν μία επικίνδυνη ανισορροπία στο εσωτερικό της – γεγονός που επεξηγεί την αλλαγή στάσης της κυβέρνησης της, η οποία έχει τοποθετήσει ως στόχο της την ανάπτυξη, μέσω της αύξησης της εσωτερικής της κατανάλωσης και του δρόμου του μεταξιού. Για τη Γερμανία η κατάσταση είναι διαφορετική – αφού είναι υποχρεωμένη να επενδύει τα πλεονασματικά της κεφάλαια στο εξωτερικό, διακινδυνεύοντας την απώλεια τους.
Οι ατμομηχανές της συμφοράς
Ενώ οι Καθαρές Εξαγωγές (εμπορικά πλεονάσματα) αποτελούν το μοχλό ανάπτυξης τόσο της Γερμανίας, όσο και της Κίνας, χωρίς να ωφελούν ανάλογα τους Πολίτες τους, «εκτοπίζεται», μέσω της συγκεκριμένης πολιτικής, η Ζήτηση από τις χώρες που οδηγούνται τα πλεονάσματα τους – λόγω των εμπορικών ελλειμμάτων πους τους προκαλούν, του δανεισμού τους για να τα καλύψουν, της μείωσης της παραγωγής τους (αποβιομηχανοποίηση), της ανεργίας κοκ.
Επομένως, τόσο η Κίνα, όσο και η Γερμανία, επιβραδύνουν την ανάπτυξη των χωρών, με τις οποίες έχουν εμπορικά πλεονάσματα – οπότε δεν μπορεί να θεωρηθούν σε καμία περίπτωση ως οι «ατμομηχανές ανάπτυξης» της παγκόσμιας οικονομίας.
Εν τούτοις, οι Καθαρές Εξαγωγές, οπότε και οι εξαγωγές κεφαλαίων, μπορούν να ενισχύσουν την ανάπτυξη ακόμη και στις χώρες με ελλειμματικά εμπορικά ισοζύγια, εάν σε αυτές η ανάπτυξη εμποδίζεται από την έλλειψη κεφαλαίων και όχι από τη μειωμένη ζήτηση. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η Γερμανία, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο – όπου τα εμπορικά πλεονάσματα των Η.Π.Α., οπότε και οι εξαγωγές κεφαλαίων, βοήθησαν τη χώρα να αναπτυχθεί, επειδή οι αποταμιεύσεις της δεν ήταν αρκετές για να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις και την εσωτερική κατανάλωση (αιτιολογία στον πρόλογο του κειμένου).
Σήμερα όμως, το πρόβλημα παγκοσμίως (της Ελλάδας επίσης), δεν είναι η έλλειψη εκείνων των αποταμιεύσεων, οι οποίες είναι απαραίτητες για να διενεργηθούν επενδύσεις, αλλά η ανυπαρξία ζήτησης – με την «οικονομική ισορροπία» στις χώρες με ελλειμματική ζήτηση, όπως η πατρίδα μας, να επιτυγχάνεται μέσω της αύξησης της ανεργίας.
Σε μία τέτοια περίπτωση, στο σημερινό κόσμο δηλαδή, αλλά και στην Ευρώπη, οι πραγματικές ατμομηχανές της ανάπτυξης δεν είναι οι χώρες με πλεονασματικά εμπορικά ισοζύγια, με Καθαρές Εξαγωγές κατά την οικονομική ορολογία, αλλά, αντίθετα, οι χώρες με Καθαρές Εισαγωγές – με ελλειμματικά εμπορικά ισοζύγια, όπως οι Η.Π.Α., η Μ. Βρετανία, η Τουρκία κοκ.
Αναλυτικότερα, επειδή οι χώρες με πλεονασματικά εμπορικά ισοζύγια είτε εξάγουν τα πλεονάσματα τους με τη μορφή κεφαλαίων, είτε συσσωρεύουν συναλλαγματικά αποθέματα, εμποδίζουν εκείνο το μηχανισμό, ο οποίος εξισορροπεί την παγκόσμια οικονομία: τη διαμόρφωση δηλαδή των συναλλαγματικών ισοτιμιών έτσι ώστε, τα νομίσματα των πλεονασματικών κρατών να ανατιμώνται, με αποτέλεσμα να ακριβαίνουν τα εξαγωγικά προϊόντα τους, καθώς επίσης να φθηναίνουν τα εισαγόμενα, οπότε να επωφελούνται οι δικοί τους Πολίτες.
Στα πλαίσια αυτά, η Γερμανία «κερδοσκοπεί» επί πλέον, με τη βοήθεια της συμμετοχής της στην Ευρωζώνη – αφού η εξαγωγική βιομηχανία της προστατεύεται από τις ανατιμήσεις του νομίσματος, το οποίο υποτιμάται ακόμη και σήμερα απέναντι στο δολάριο, παρά τα τεράστια ελλείμματα της υπερδύναμης, καθώς επίσης την εκτύπωση τεραστίων ποσοτήτων χρήματος από την ΕΚΤ
Ολοκληρώνοντας, η Κίνα και η Γερμανία μόνο ως «ατμομηχανές της συμφοράς» υα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν, ως φρένο καλύτερα του παγκόσμιου ρυθμού ανάπτυξης – αφού τα εμπορικά τους πλεονάσματα βασίζονται στη μειωμένη κατανάλωση στο εσωτερικό τους (χαμηλοί μισθοί σε σχέση με την παραγωγικότητα τους κλπ.), οπότε στην υπερβολική εκμετάλλευση των Πολιτών τους. Επίσης, στην αφαίρεση της κατανάλωσης των εμπορικών εταίρων τους – οπότε στη μείωση του ΑΕΠ των ελλειμματικών χωρών, στην αύξηση της ανεργίας κοκ.
Επίλογος
Με κριτήριο την παραπάνω οικονομική ανάλυση, η οποία γνωρίζουμε ότι κουράζει, αλλά είναι υποχρεωτική όσον αφορά την τεκμηρίωση της θέσης μας (οι ατεκμηρίωτες απόψεις είναι ανόητες, εάν δεν είναι καταστροφικές), η επιβίωση της Ευρωζώνης έχει τεθεί σε κίνδυνο όχι τόσο από το ευρώ ή από τα συσσωρευμένα χρέη αλλά, κυρίως, από τον μερκαντιλισμό της Γερμανίας – από το είδος δηλαδή της ανάπτυξης, η οποία βασίζεται στην αύξηση των εξαγωγών.
Η Γερμανία δεν έχει υιοθετήσει μόνο αυτήν την πολιτική, αλλά προσπαθεί ταυτόχρονα να την επιβάλλει και στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης – αδυνατώντας να κατανοήσει αφενός μεν πως οι περισσότερες, κυρίως η Γαλλία, δεν επιθυμούν την εκμετάλλευση των Πολιτών τους, αφετέρου πως είναι αδύνατον να γίνει κάτι τέτοιο αποδεκτό από τα υπόλοιπα κράτη του πλανήτη. Πόσο μάλλον όταν η Ευρωζώνη έχει γίνει ήδη πλεονασματική (από το 2010 περίπου), εις βάρος της Ευρώπης και του υπολοίπου πλανήτη (γράφημα).
Η υιοθέτηση λοιπόν της γερμανικής πολιτικής είναι επιβλαβής τόσο για τους Πολίτες της Ευρωζώνης (για το ευρωπαϊκό και γερμανικό τραπεζικό σύστημα επίσης, κρίνοντας από την Deutsche Bank ή από την Κίνα), όσο και για τις υπόλοιπες χώρες – γεγονός που σημαίνει πως η μοναδική λύση δεν είναι άλλη, από την αποχώρηση της Γερμανίας από το ευρώ (ανάλυση). Κάτι τέτοιο θα ωφελούσε όχι μόνο την Ευρώπη, αλλά και τις Η.Π.Α. – οι οποίες θα μπορούσαν ίσως να δραστηριοποιηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση, πριν βυθιστούν με τη σειρά τους στην παγίδα του χρέους.
Εάν η παράλογη ισοτιμία δε του αμερικανικού νομίσματος απέναντι στο ευρώ, η οποία μόνο στη διατήρηση του καθεστώτος του πετροδολαρίου μπορεί να συμβάλλει, αυξήσει περαιτέρω τα πλεονάσματα της Ευρωζώνης, τα αποτελέσματα για τον υπόλοιπο πλανήτη δεν θα είναι καθόλου ευχάριστα – επειδή τα πλεονάσματα του ενός είναι ελλείμματα του άλλου, αφού η «εξίσωση» είναι μηδενικού αθροίσματος.
Κλείνοντας, ο μερκαντιλισμός ήταν ανέκαθεν μία από τις βασικότερες αιτίες πολέμων – αφού αποτελεί ξεκάθαρα μία επεκτατική πολιτική, με οικονομικά όπλα. Ο πλανήτης σήμερα δεν χρειάζεται επί πλέον εστίες πυρκαγιάς και σε καμία περίπτωση έναν παγκόσμιο πόλεμο – το έδαφος για τον οποίο φαίνεται δυστυχώς να «προλειαίνει» η πρωσική κυβέρνηση της Γερμανίας, εις βάρος των δικών της Πολιτών, καθώς επίσης αυτών της Ευρωζώνης. Πόσο μάλλον όταν η Κίνα έχει κατανοήσει το πρόβλημα, έχοντας αλλάξει ήδη πορεία. Η Ελλάδα βέβαια είναι αναμφίβολα ακόμη μία φορά υπό γερμανική κατοχή – σήμερα με οικονομικά όπλα, γεγονός που σημαίνει πως θα διαρκέσει για πολλές δεκαετίες, εάν δεν αντιδράσουν οι Έλληνες.