Η γερμανική Ευρώπη και το μέλλον της Ελλάδας – The Analyst
ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Η γερμανική Ευρώπη και το μέλλον της Ελλάδας

.

159

.
Απλά και μόνο η αλλαγή/ανατροπή της κυβέρνησης δεν πρόκειται να μας βοηθήσει να ξεφύγουμε από τη σκλαβιά  – παρά το ότι είναι ιδανική για τον κ. Σόιμπλε, αφού είναι η μοναδική που μπόρεσε να ψηφίσει σύσσωμη τόσα πολλά εναντίον της χώρας της, χωρίς την παραμικρή αντίδραση από τους Πολίτες

 (Το άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)

 .

Ο Σόιμπλε ξέρει ότι τα μέτρα δεν λειτουργούν, όμως αγνοεί αυτήν την πραγματικότητα και ζητά πρόγραμμα λιτότητας στην ευκτική. Οι Έλληνες δηλαδή πρέπει να αποφασίσουν προκαταβολικά μέτρα λιτότητας που θα εφαρμοστούν μετά το 2018, αν δεν επιτευχθούν πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5%. Ο Σόιμπλε συμπεριφέρεται σαν δικτάτορας.

Ξέρει ότι τα μέτρα λιτότητας στην Ελλάδα δεν λειτουργούν, αλλιώς θα ήταν περιττό να ζητά και νέα. Παρ’ όλα αυτά η Ελλάδα μετατρέπεται σε γερμανική αποικία. Μπορεί στους γερμανούς εκλογείς να αρέσει η δύναμη του Σόιμπλε, εκτός συνόρων όμως παγιώνεται δυσάρεστη εικόνα: η Γερμανία εμφανίζεται σαν παράλογος ηγεμόνας που κυριαρχεί στην Ευρώπη και βασανίζει βάναυσα τις ασθενέστερες χώρες. Κι αυτό κάποια στιγμή θα έρθει η ώρα να το πληρώσουμε” (Η γερμανική εφημερίδα Tageszeitung, 02/17).

.

Ανάλυση

62

Σύμφωνα με το Spiegel (πηγή), ο πρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας οφείλει να αναλάβει τη διοίκηση της ΕΚΤ το 2019 – κάτι που αποτελεί τη μεγαλύτερη ευχή του κ. Σόιμπλε και της κυρίας Merkel. Υποστηρίζουν άλλωστε πως είναι λογικό, αφού οι δύο προηγούμενοι, ο Γάλλος κ. Trichet, καθώς επίσης ο Ιταλός κ. Draghi, δεν ήταν Γερμανοί – οπότε είναι η σειρά του.

Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε όλες οι θέσεις-κλειδιά στην Ευρώπη θα κατέχονται από Γερμανούς – όπως είναι ο επίτροπος προϋπολογισμού (Oettinger), ο διοικητής του μελλοντικού ευρωπαϊκού ΔΝΤ, του ESM δηλαδή (Regling), της ευρωπαϊκής τράπεζας επενδύσεων ΕΙΒ (Hoyer), του Ταμείου εξυγίανσης των τραπεζών (Koenig), του Euro Group όπου ουσιαστικά προΐσταται ο κ. Σόιμπλε κοκ.

Σωστά λοιπόν αναφέρει η γαλλική Le Monde έμμεσα πως το Βερολίνο είναι η πρωτεύουσα της ΕΕ, αφού αυτό δίνει τις εντολές στις Βρυξέλες (πηγή) – οπότε στην ουσία είμαστε αντιμέτωποι με μία καθαρά γερμανική Ευρώπη, την οποία φοβούνται περισσότερο από όλους εμάς οι ίδιοι οι Γερμανοί.

Τη μεγαλύτερη ευθύνη όμως για τη συγκεκριμένη εξέλιξη την έχει πρώτα η Γαλλία, ακολουθούμενη από την Ιταλία. Η πρώτη επειδή, τηρώντας επακριβώς τους κανόνες της νομισματικής ένωσης στο θέμα των μισθών που καθορίζουν την ανταγωνιστικότητα, τους αύξανε ανάλογα με την παραγωγικότητα των εργαζομένων – οπότε έπεσε στην παγίδα της Γερμανίας, η οποία έκανε ακριβώς το αντίθετο (μισθολογικό dumping). Κυρίως όμως εξαιτίας των αδύναμων κυβερνήσεων της των τελευταίων ετών που υποκλίνονταν μπροστά στην καγκελάριο – ενώ  είναι οι χειρότερες στην ιστορία της, συμπεριλαμβανομένου του νέου προέδρου.

Η δεύτερη, η Ιταλία, λόγω του ότι δεν κατάφερε να αναπτυχθεί καθόλου μετά την υιοθέτηση του ευρώ, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει η οικονομία της όταν ξέσπασε η κρίση – έχοντας θαφτεί στα βουνά των χρεών της, καθώς επίσης στο χρεοκοπημένο τραπεζικό της σύστημα, χωρίς δυνατότητες ανάκαμψης.

Η Γαλλία και η Ιταλία

Περαιτέρω, οι Γάλλοι περιμένουν πως ο νέος πρόεδρος τους θα καταφέρει να δώσει στη χώρα τους τη θέση που της αξίζει, αποκαθιστώντας την ισορροπία δυνάμεων στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη – ενώ θα λειτουργήσει υπέρ των χωρών του νότου. Εν τούτοις, κανένας λογικά σκεπτόμενος δεν το ελπίζει – πόσο μάλλον όταν γνωρίζει πως η εκλογή του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη στήριξη της Γερμανίας.

Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση της Ιταλίας ελπίζει πως θα μπορέσει να επαναλάβει το θαύμα της δεκαετίας του 1990 – όπου το δημόσιο χρέος της ήταν ξανά περίπου στο 130% του ΑΕΠ, ενώ δέκα χρόνια αργότερα μειώθηκε στο 100% (γράφημα). Όπως διαπιστώνεται όμως, το χρέος της Ιταλίας συνεχίζει να αυξάνεται ακατάπαυστα μετά το 2008 – ενώ είναι υψηλότερο από αυτό που φαίνεται επίσημα, εάν το ερευνήσει κανείς από την οπτική γωνία που χρησιμοποίησε το ΔΝΤ στην Ελλάδα

155

Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη του δημοσίου χρέους της Ιταλίας ως προς το ΑΕΠ της.

.

Συνεχίζοντας, οι βασικές αιτίες της ανόδου του ιταλικού χρέους στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν η ύφεση, τα υψηλά ελλείμματα, καθώς επίσης μία συναλλαγματική κρίση. Στα πλαίσια αυτά, επειδή η Ιταλία επιθυμούσε την είσοδο της στην Ευρωζώνη για να μειωθούν τα υψηλά επιτόκια δανεισμού της, όπως η Ελλάδα (άρθρο), έκανε τα πάντα για να μειώσει το χρέος της – δρομολογώντας σοβαρά μέτρα εξυγίανσης της οικονομίας της, καθώς επίσης χρησιμοποιώντας διάφορα χρηματοπιστωτικά τρικ για να ωραιοποιήσει τα οικονομικά της μεγέθη (επίσης όπως η Ελλάδα).

Εκτός αυτού υποτίμησε το νόμισμα της για να στηρίξει την ανάπτυξη της οικονομίας της – κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να εξομαλυνθεί η αρνητική επίπτωση της μείωσης των δαπανών του δημοσίου, σε συνδυασμό με την αύξηση της φορολογίας. Με εξαίρεση τώρα τις μεταρρυθμίσεις, η Ιταλία δεν μπορεί σήμερα να εφαρμόσει μία ανάλογη πολιτική – ενώ έχει τεκμηριωθεί πως η εσωτερική υποτίμηση δεν βοηθάει ανάλογα με την υποτίμηση του νομίσματος την οικονομία.

Επί πλέον η χώρα έχει ένα τρομακτικό τραπεζικό πρόβλημα, το οποίο εκμηδενίζει τις προοπτικές ανάπτυξης της – αφού δυσχεραίνει τη χρηματοδότηση των επενδύσεων/επιχειρήσεων, χωρίς τις οποίες είναι αδύνατη η έξοδος της από την κρίση. Ως εκ τούτου, η μοναδική λύση που της απομένει είναι η διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ, η αγορά ιταλικών ομολόγων εκ μέρους της στα πλαίσια του QE και η στήριξη του τραπεζικού της τομέα επίσης από την ΕΚΤ.

Εναλλακτικά η έξοδος της από την Ευρωζώνη, όπου τα χρέη της θα εξυπηρετούνταν με μία πληθωριστική λιρέτα – η οποία υποτιμούμενη θα τη βοηθούσε να ανακτήσει τη χαμένη της ανταγωνιστικότητα. Εν προκειμένω, αν και είναι ανταγωνιστικά σε καλύτερη θέση σε σχέση με το 2012 (γράφημα), απέχει ακόμη μισθολογικά κατά 25% σε σχέση με τη Γερμανία, καθώς επίσης κατά 10% συγκριτικά με τη Γαλλία (πηγή) – ποσοστά που είναι πολύ δύσκολο να καλυφθούν, εκτός εάν η Γερμανία αύξανε τους μισθούς των εργαζομένων της τουλάχιστον κατά 20% (κάτι που φυσικά δεν θα συμβεί).

158

Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας ορισμένων χωρών της Ευρωζώνης σε σχέση με το 2000, με κριτήριο το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.

.

Όπως διαπιστώνεται τώρα από το γράφημα, η μεγάλη ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας δεν οφείλεται στην παραγωγικότητα των εργαζομένων της, αλλά στο μισθολογικό dumping που υιοθέτησε, διατηρώντας σταθερά τους μισθούς κάτω από την παραγωγικότητα – ενώ μόνο η Ελλάδα την έχει σχεδόν πλησιάσει.

Εν τούτοις, σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα στις τιμές εξαγωγών των προϊόντων και υπηρεσιών, παρά το ότι η Γαλλία και η Ιρλανδία διατηρούν υψηλότερους τους μισθούς, οπότε το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, δεν απέχουν πολύ από τη Γερμανία – ενώ οι υπόλοιπες χώρες και ειδικά η Ελλάδα (κίτρινη καμπύλη στο γράφημα που ακολουθεί) είναι πολύ μακριά ακόμη.

157

Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας ορισμένων χωρών της Ευρωζώνης σε σχέση με το 2000, με κριτήριο τις τιμές εξαγωγών (πηγή).

.

Γιατί συμβαίνει τώρα αυτό σε σχέση με τις άλλες χώρες, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία (μωβ), η Ιταλία (γκρι) και η Πορτογαλία; Μα ασφαλώς λόγω της υπερχρέωσης τους, σε συνδυασμό με την πολιτική λιτότητας που τους επιβάλλεται σκόπιμα από τη Γερμανία – επειδή δεν αρκεί μόνο η μείωση των μισθών για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων τους εάν (α) δεν γίνονται επενδύσεις, όπως για παράδειγμα στο μηχανολογικό τους εξοπλισμό, (β) εάν δεν χρηματοδοτούνται φθηνά οι επιχειρήσεις τους, (γ) εάν αυξάνονται οι φόροι τους (δ) εάν μειώνεται η ζήτηση κοκ.

Με δεδομένο δε το ότι, το δημόσιο θα έπρεπε πρώτο να επενδύσει, έως ότου ακολουθήσει ο ιδιωτικός τομέας όπως συνέβη στην Ισλανδία (ανάλυση), ενώ αφενός μεν δεν είναι σε θέση λόγω των χρεών, αφετέρου απαγορεύεται από τη Γερμανία δήθεν για να μη δημιουργηθούν ελλείμματα και νέα χρέη (στην ουσία για να τις κατακτήσει οικονομικά), οι χώρες αυτές είναι καταδικασμένες – ενώ θα τις ακολουθήσουν σταδιακά και οι υπόλοιπες, με εξαίρεση ίσως την Ιρλανδία που στηρίζεται από τις αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες.

Θα μπορούσαν εν προκειμένω να βοηθήσουν τα ευρωομόλογα; Προφανώς, ενώ υπάρχουν ήδη αναλύσεις τόσο από γερμανικά ιδρύματα (πηγή), όσο και από ευρωπαϊκά (πηγή).

Η γερμανική κυβέρνηση όμως δεν πρόκειται να το επιτρέψει, αφού έχει άλλο σκοπό – ενώ δεν θα συμφωνήσει ούτε στη δημοσιονομική ένωση της Ευρωζώνης, με την έννοια πως τα ελλειμματικά κράτη θα στηρίζονταν από τα πλεονασματικά, όπως συμβαίνει εντός της ομοσπονδιακής Γερμανίας. Δεν θα το αρνείται βέβαια εκ των προτέρων, αλλά θα καθυστερεί τις διαδικασίες στο διηνεκές – όπως ακριβώς στο θέμα της τραπεζικής ενοποίησης.

Συνεχίστε στη 2η σελίδα (…) 


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Discover more from The Analyst

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading