Η Γερμανία φιλοδοξεί να μετατραπεί στον τρίτο μεγάλο πόλο του πλανήτη, απομονώνοντας τις Η.Π.Α. και κυριαρχώντας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω της κρίσης – ο ρόλος της πολιτικής λιτότητας και τα διάφορα είδη χρεών
(To άρθρο αποτελείται από 3 Σελίδες)
.
“Η Ευρώπη δεν θα επέτρεπε ποτέ στην Ελλάδα να επιτύχει με ένα δικό της νόμισμα, αφού τότε πολλές χώρες θα άρχιζαν να αναρωτιούνται εάν θα ήταν καλύτερα να εγκαταλείψουν και αυτές το ευρώ – με αποτέλεσμα τη διάλυση της Ευρωζώνης, καθώς επίσης της ΕΕ”.
.
Ανάλυση
Είναι προφανές ότι, δημιουργούνται πλέον σαφείς συμμαχίες στον πρώτο παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο, ο οποίος «μαίνεται» από το 2008 – με κριτήριο την πρόσφατη διαμάχη σχετικά με την υποκλοπή των συνομιλιών του ΔΝΤ όπου, όπως φαίνεται, η κυβέρνηση μας τοποθετήθηκε με την πλευρά της Γερμανίας. Εμείς βέβαια συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως η Ελλάδα κινδυνεύει να «αποβληθεί» από τη ζώνη του Ευρώ – αφού θα συνεχίσει δυστυχώς να αποτελεί την ιδανική υποψήφια χώρα, για τον παραδειγματισμό των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης.
Το αγγλοσαξονικό μέτωπο, εκπροσωπούμενο από τη Μ. Βρετανία (με τις Η.Π.Α. στο παρασκήνιο), παίρνει νέες θέσεις μάχης, απειλώντας να διαλύσει την ΕΕ με το δημοψήφισμα της βρετανικής εξόδου – ενώ το γερμανικό, με άβουλο συνεργό του τη Γαλλία, κατάφερε τελικά να ηγηθεί των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών, δημιουργώντας μία ισχυρή συμμαχία.
Το τρίτο μέτωπο του πολέμου, η Κίνα, ανασυντάσσεται, έχοντας υποστεί μεγάλα πλήγματα στην οικονομία της – ενώ όλα τα υπόλοιπα κράτη, κυρίως η Ρωσία, η οποία στηρίζεται αφενός μεν στα ενεργειακά της αποθέματα, αφετέρου στην ισχυρή πολεμική της μηχανή, παρακολουθούν προσεκτικά τις κινήσεις των ανταγωνιστών τους. Από τις άλλες χώρες των BRICS, η Βραζιλία και η Ν. Αφρική αντιμετωπίζουν ξανά το σκοτεινό πρόσωπο της χρεοκοπίας, ενώ η Ινδία ακολουθεί το δικό της δρόμο – χωρίς ουσιαστικά να συμμετέχει στον πόλεμο.
Η Γερμανία, έχοντας τεράστια αδυναμία στο χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως φαίνεται από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Deutsche Bank, θα προσπαθήσει να περιορίσει την «εμβέλεια» του το συντομότερο δυνατόν – μεταξύ άλλων με τη βοήθεια της θέσπισης αυστηρότερων ρυθμιστικών πλαισίων. Οι προθέσεις της αυτές θα τη φέρουν αντιμέτωπη με το μένος των αγγλοσαξονικών χρηματοπιστωτικών αγορών – οι οποίες θα προσπαθήσουν να αντεπιτεθούν, ως συνήθως με τη βοήθεια των εταιρειών αξιολόγησης, του ΔΝΤ, των Hedge funds, καθώς επίσης όλων των υπολοίπων όπλων μαζικής καταστροφής, τα οποία διαθέτουν.
Από την άλλη πλευρά η ίδια χώρα, πάντοτε με «υποτελή συνοδοιπόρο» τη Γαλλία, έχοντας να αντιμετωπίσει την κινεζική «παραγωγική μηχανή», η οποία στηρίζεται στους χαμηλούς μισθούς των εργαζομένων της, στις ανύπαρκτες κοινωνικές παροχές, καθώς επίσης στον απολυταρχισμό της κεντρικής διοίκησης, προσπαθεί ήδη να δημιουργήσει ανάλογες συνθήκες εντός της Ευρώπης – κυρίως στις χώρες του Νότου και της Α. Ευρώπης, μεταξύ άλλων με τη βοήθεια της λειτουργίας ειδικών οικονομικών ζωνών, καθώς επίσης της εγκατάστασης πανίσχυρων φοροεισπρακτικών δομών, «τύπου SS», οι οποίες ουσιαστικά επιβάλλουν το φόβο και τον απολυταρχισμό στις σύγχρονες κοινωνίες.
Παράλληλα, η Γερμανία θα συνεχίσει να επεκτείνεται εξαγωγικά, καθώς επίσης με τις εμπορικές επιχειρήσεις της σε όλη την έκταση της Ευρώπης, εκμεταλλευόμενη μία καταναλωτική αγορά 500 εκ. ανθρώπων – ταυτόχρονα με τις εξαγορές σε τιμές ευκαιρίας των τοπικών κερδοφόρων/στρατηγικών/κοινωφελών επιχειρήσεων των αδύναμων χωρών, με τη βοήθεια της πολιτικής λιτότητας που επιβάλλει.
Στα πλαίσια αυτά, θα συνεχίσει να εκμεταλλεύεται την εμπειρία και τις μεθόδους του ΔΝΤ, το οποίο πιθανολογούμε ότι χρησιμοποιήθηκε από τη Γερμανία, για να κάνει τη «βρώμικη δουλειά» – ενώ λειτουργούσε παράλληλα ως εντολέας των αγορών, με στόχο την επέλαση τους στην Ευρωζώνη, με τη βοήθεια του ελληνικού Δούρειου Ίππου.
Τέλος, αργά ή γρήγορα θα υποκύψει και η Γαλλία, οπότε το γερμανικό βιομηχανικό Καρτέλ, εξαγοράζοντας τις μεγαλύτερες γαλλικές επιχειρήσεις, θα γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού εντός της Ευρώπης – εάν δεν μεσολαβήσουν έκτακτα γεγονότα.
.
Η πολιτική της λιτότητας
Περαιτέρω, τα προβλήματα που δημιουργούνται από το δανεισμό, δεν οφείλονται τόσο στο απόλυτο μέγεθος του χρέους αλλά, κυρίως, στη δυνατότητα ή μη της εξυπηρέτησης του – στο εάν δηλαδή μπορεί ένα κράτος να εξοφλήσει τους ληξιπρόθεσμους τόκους και τα χρεολύσια (δόσεις), με βάση τη δανειακή συμφωνία που έχει υπογραφεί. Ακριβώς για το λόγο αυτό οι αποφάσεις δανειοδότησης ή μη εκ μέρους των τραπεζών, όσον αφορά τους ιδιώτες ή/και τις επιχειρήσεις, δεν βασίζονται τόσο στις παρεχόμενες εμπράγματες εγγυήσεις, όσο στις δυνατότητες αποπληρωμής του αιτουμένου δανείου.
Η μείωση των κρατικών δαπανών, η αύξηση των εσόδων, το ύψος του επιτοκίου, καθώς επίσης ο χρόνος αποπληρωμής, από τον οποίο εξαρτώνται οι εκάστοτε δόσεις, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες εξυπηρέτησης του χρέους – ενώ η αύξηση των εσόδων μπορεί να προέλθει είτε από υψηλότερους φόρους (τιμές πώλησης για μία επιχείρηση), είτε από τη μεγαλύτερη ανάπτυξη (τζίρος για μία επιχείρηση).
Σε γενικές γραμμές δε, με δεδομένα τα έσοδα και τις δαπάνες, ως ποσοστά επί του ΑΕΠ (τζίρου), υποθέτοντας δηλαδή ότι είναι σταθερά, ο ρυθμός ανάπτυξης πρέπει να ξεπερνάει το ύψος του επιτοκίου – έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η ποσοστιαία επί του ΑΕΠ μείωση του χρέους. Εάν όμως η χώρα είναι βυθισμένη στον αποπληθωρισμό, ο οποίος υπολογίζεται τουλάχιστον στο -1% στην Ελλάδα, τότε ακόμη και το μηδενικό επιτόκιο, με το οποίο δανείζει η ΕΚΤ τις τράπεζες, δεν την καλύπτει – επειδή δεν αφαιρείται ο πληθωρισμός αλλά, αντίθετα, προστίθεται ο αποπληθωρισμός.